ΑΠΟΦΑΣΗ
Khavshabova κατά Γεωργίας της 29.06.2023 (αριθ.προσφ. 26134/19)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε για σωματική βλάβη της μισθώτριας του ακινήτου της. Το φερόμενο ως θύμα και η αδελφή της είχαν καταθέσει ως μάρτυρες κατηγορίας στην προδικασία αλλά δεν εμφανίστηκαν στα ακροατήριο των δικαστηρίων σε κανένα βαθμό δικαιοδοσίας και δεν δόθηκε η δυνατότητα στην κατηγορουμένη να τους υποβάλει ερωτήσεις. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι για την καταδίκη της προσφεύγουσας τα εγχώρια δικαστήρια βασίστηκαν πρωτίστως στις προδικαστικές καταθέσεις των δύο απουσών μαρτύρων, δηλαδή του φερόμενου θύματος και της αδελφής της, και στην ιατροδικαστική έκθεση του θύματος χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος για την απουσία των μαρτύρων στη δίκη,αφού ήταν αμφότερεςγνωστής διαμονής.
Περαιτέρω διαπίστωσε ότι α) τα εγχώρια δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους την ιατροδικαστική έκθεση της προσφεύγουσας η οποία είχε υποστεί και η ίδια σωματική βλάβη, β) οι καταθέσεις των απόντων μαρτύρων στο στάδιο της προανάκρισης δόθηκαν με την εκπροσώπηση της κατηγορουμένης από δικηγόρο που διορίστηκε αυτεπαγγέλτως χωρίς όμως αυτό να γνωστοποιηθεί στην κατηγορούμενηώστε να συμμετάσχει στη διαδικασία και γ) δεν υπήρχε βιντεοσκόπηση της διαδικασίας για χρήση στο δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχαν αντισταθμιστικοί παράγοντες για την λήψη υπόψιν από τα εγχώρια δικαστήρια των καταθέσεων των βασικών μαρτύρων κατηγορίας στην προδικασία, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στην ακροαματική διαδικασία ώστε να εξεταστούν από την κατηγορουμένη. Κατά το Στρασβούργο έτσι υπονομεύτηκε ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) και (δ) της ΕΣΔΑ, επιδικάζοντας ποσό 1.200 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, AnzhelaKhavshabova, είναι Γεωργιανή υπήκοος που γεννήθηκε το 1959 και ζει στο Μπατούμι (Γεωργία). Η υπόθεση αφορούσε υποτιθέμενη σωματική βλάβητο 2016 μισθώτριας, που μίσθωνε διαμέρισμά της κατηγορουμένης.
Η προσφεύγουσακαταδικάστηκε αμετάκλητα τον Νοέμβριο του 2018.
Επικαλούμενη το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) και (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η προσφεύγουσαισχυρίστηκε ότι οι δύο κύριοι μάρτυρες κατηγορίας εναντίον της στη δίκη της, στους οποίους βασίστηκε η καταδίκη, εξετάστηκαν κατά το στάδιο της προδικασίας ερήμην της με τη συμμετοχή δικηγόρου νομικής συνδρομής που διορίστηκε εν αγνοία της, και ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν εξετάστηκαν στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της δίκης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι για την καταδίκη της προσφεύγουσας τα εγχώρια δικαστήρια βασίστηκαν στις καταθέσεις δύο απόντων μαρτύρων, δηλαδή του φερόμενου θύματος και της αδελφής της, και στην έκθεση ιατροδικαστικής εξέτασηςπου αφορούσε το θύμα.
Το ΕΔΔΑ έθεσε δύο ζητήματα.
α) Αν υπήρχε σοβαρός λόγος για τη προσέλευση των δύο μαρτύρων κατηγορίας στη δίκη.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο μόνος λόγος, που έγινε δεκτός από τα εθνικά δικαστήρια, ήταν ότι βρίσκονταν στο Αζερμπαϊτζάν. Επικαλούμενο τα άρθρα 114 και 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το εγχώριο δικαστήριο δέχθηκε τις ένορκες καταθέσεις τους στο στάδιο της προδικασίας ως αναγνωστέα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία.
Δεν ήταν σαφές από το υλικό του φακέλου ποια συγκεκριμένα μέτρα, έλαβαν οι εγχώριες αρχές για να εξασφαλίσουν την παρουσία των μαρτύρων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, παρόλο που η κατοικία τους δεν ήταν άγνωστη. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν κατέβαλαν εύλογες προσπάθειες εντός του υφιστάμενου νομικού πλαισίου για να εξασφαλίσουν την παρουσία των δύο μαρτύρων κατηγορίας. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος για τη μη παρουσία τους.
β) Επί του ζητήματος αν η κατάθεση των απόντων μαρτύρων ήταν η μόνη ή καθοριστική βάση για την καταδίκη της κατηγορουμένης.
Όσον αφορά το αν τα αποδεικτικά στοιχεία που δόθηκαν από το φερόμενο θύμα και την αδελφή της στις 4 Αυγούστου 2016 ενώπιον του προανακριτικού υπαλλήλου και αναγνώστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, ήταν ο μοναδικός ή αποφασιστικός λόγος για την καταδίκη της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εφετείο έκριναν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τους ήταν καθοριστικά και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, μολονότι επισήμανε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, δεν φάνηκε να λαμβάνει διαφορετική θέση όσον αφορά τον αποφασιστικό χαρακτήρα τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέλειψε, ωστόσο, να εξετάσει την ιατροδικαστική έκθεση σχετικά με τις διάφορες σωματικές βλάβες που είχε υποστεί η προσφεύγουσα ως αποτέλεσμα του ίδιου περιστατικού.
Κάνοντας τη δική του εκτίμηση για το βάρος των αποδεικτικών στοιχείων των απόντων μαρτύρων υπό το φως των πορισμάτων των εγχώριων δικαστηρίων και σημειώνοντας ότι τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους τα δικαστήρια, ενώ επιβεβαίωναν το γεγονός της φιλονικίας, δεν ήταν από μόνα τους καθοριστικά για την ενοχή της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δηλαδή οι προανακριτικές καταθέσεις του θύματος του αμφισβητούμενου περιστατικού και της αδελφής της που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, ήταν καθοριστικές για την καταδίκη της προσφεύγουσας.
γ) Επί της υπάρξεως επαρκών αντισταθμιστικών παραγόντων προς αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων της υπεράσπισης.
Όσον αφορά την ύπαρξη οποιωνδήποτε αντισταθμιστικών παραγόντων ικανών να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα που προκλήθηκαν από την αδυναμία της κατηγορουμένης να αντιμετωπίσει τους μάρτυρες κατηγορίας και να τους εξετάσει αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου της δίκης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα ακόλουθα στοιχεία είχαν προσδιοριστεί ως συναφή σε αυτό το πλαίσιο: η προσέγγιση του δικαστηρίου της δίκης στα αποδεικτικά στοιχεία, η διαθεσιμότητα και η ισχύς περαιτέρω ενοχοποιητικών στοιχείων και τα δικονομικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιστάθμιση της έλλειψης δυνατότητας άμεσης εξέτασης των μαρτύρων στη δίκη.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να δώσει τη δική της εκδοχή των γεγονότων της 26 Ιουλίου 2016 και έτσι να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των βασικών μαρτύρων κατηγορίας.
Όσον αφορά την προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων στα αποδεικτικά μέσα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι προσέγγισε τις καταθέσεις του θύματος και της αδελφής της με ιδιαίτερη προσοχή ή ότι έδωσε μικρότερη βαρύτητα στις καταθέσεις τους.
Όσον αφορά τα δικονομικά μέτρα που αποσκοπούσαν στην αντιστάθμιση της έλλειψης ευκαιρίας άμεσης εξέτασης των μαρτύρων στη δίκη, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το θύμα και η αδελφή της, δύο βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, εξετάστηκαν παρουσία δικαστών με τη συμμετοχή του εισαγγελέα και του B.B., του συνηγόρου νομικής συνδρομής, κατά τη διάρκεια της προδικασίας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 114 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Υπό κανονικές συνθήκες, το Δικαστήριο θα θεωρούσε ότι μια τέτοια διαδικασία παρέχει ισχυρές δικονομικές εγγυήσεις σε έναν κατηγορούμενο που δεν είναι σε θέση να εξετάσει τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεών του όπως αναφέρεται παραπάνω και λαμβανομένου υπόψη του τρόπου διορισμού του συνηγόρου και της συμμετοχής του στη σχετική διαδικασία ερήμην της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιτράπηκε στην προσφεύγουσα να κάνει χρήση αυτής της διαδικαστικής εγγύησης .
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο τρόπος με τον οποίο εξετάζονται οι μάρτυρες κατηγορίας στο στάδιο της έρευνας έχει μεγάλη σημασία και είναι πιθανό να βλάψει το δίκαιο χαρακτήρα της ίδιας της δίκης, όπου οι βασικοί μάρτυρες δεν μπορούν να εξεταστούν από το δικαστήριο της υπόθεσης και τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται στο στάδιο της έρευνας εισάγονται απευθείας στη δίκη. Το Δικαστήριο συμφώνησε με την προσφεύγουσα ότι οι δύο μάρτυρες εξετάστηκαν από τους δικαστές επειδή, ενόψει της επικείμενης επιστροφής τους στο Αζερμπαϊτζάν, οι εισαγγελικές αρχές θεώρησαν ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών στοιχείων τους. Τούτο αποδεικνύεται από το σκεπτικό του αιτήματος της ίδιας της κατηγορούσας αρχής να εξετάσει τους δύο μάρτυρες. Υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν ακόμη πιο σημαντικό για τις αρμόδιες αρχές να δώσουν δεόντως στην προσφεύγουσα την δυνατότητα, βάσει των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, να εξετάσει τους δύο βασικούς μάρτυρες στο στάδιο της προανάκρισης παρουσία της και/ή με παρουσία του δικηγόρου της επιλογής της. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υφίστατο προβλέψιμος κίνδυνος, ο οποίος επήλθε στη συνέχεια, ότι η κατηγορούμενη δεν θα ήταν σε θέση να εξετάσειτην παθούσα και την αδελφή της σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.
Τελευταίος αλλά εξίσου σημαντικός λόγος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν βιντεοσκόπηση των ακροάσεων των μαρτύρων ενώπιον των προανακριτών στη δίκη, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει τέτοια βιντεοσκόπηση. Όπως επισημάνθηκεστην απόφαση Schatschaschwili, τα δικαστήρια διαφόρων νομικών τάξεων κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, η οποία τους επιτρέπει, καθώς και στην υπεράσπιση και στην κατηγορούσα αρχή, να παρατηρήσουν την συμπεριφορά του μάρτυρα κατά την κατάθεση του και να σχηματίσουν σαφέστερη εντύπωση για την αξιοπιστία του. Ούτε η προσφεύγουσα ούτε οι δικαστές είχαν τέτοια δυνατότητα εν προκειμένω.
Κατά την αξιολόγηση της συνολικής αμεροληψίας της δίκης, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες, ιδίως τον τρόπο διορισμού του B.B. και την συμμετοχή του στις καταθέσεις μαρτύρων εν αγνοία της προσφεύγουσας, τον αποφασιστικό χαρακτήρα των καταθέσεων των δύο μαρτύρων που απουσίαζαν, την έλλειψη άλλων ενοχοποιητικών στοιχείων και την έλλειψη δικονομικών μέτρων που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την έλλειψη ευκαιρίας άμεσης εξέτασης των μαρτύρων στη δίκη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης της προσφεύγουσας επηρεάστηκαν δυσμενώς σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπονομεύεται ο συνολικά δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) και (δ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση:Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 1.200 ευρώ για ηθική βλάβη