Το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που έστειλε πίσω στις φυλακές τον καταδικασθέντα σε 401 χρόνια φυλάκισης για ασέλγεια σε 36 ανήλικους.
Σε μία απόφαση- καταπέλτη για τον χαρακτήρα του καταδικασθέντος, αλλά και για την ελλιπή αιτιολόγηση αποφυλάκισης που περιλαμβανόταν στο σχετικό βούλευμα, το Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ορίζει πως ο παιδεραστής του Ρεθύμνου πρέπει να παραμείνει στη φυλακή.
Με την ομόφωνη απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο αναιρεί το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με το οποίο είχε αφεθεί ελεύθερος ο καταδικασθείς σε 401 χρόνια φυλάκισης για ασέλγεια σε βάρος 36 ανηλίκων, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως προπονητής μπάσκετ σε ομάδες του Ρεθύμνου.
Όπως αναφέρεται δεν προκύπτει απεξάρτηση του καταδικασθέντος «από την έξη της ηβηφιλίας και εφηβοφιλίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται βάσιμη προσδοκία ότι αυτός θα ζήσει έντιμα στο μέλλον και ότι θα ενταχθεί ομαλά στην κοινωνία και δεν θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις όμοιες με αυτές για τις οποίες καταδικάστηκε».
Στην απόφασή του, που δημοσιοποίησε το protothema.gr, αναφέρεται επίσης πως το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου που υπό όρους αποφυλάκισε τον παιδεραστή του Ρεθύμνου «δεν αποκλείει την πιθανότητα υποτροπής του στην ηβηφιλία και εφηβοφιλία, καθώς η κρίση του δεν βασίζεται σε συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά αποτελεί γενική εκτίμηση μη δυνάμενη θεωρητικά να αποκλειστεί».
Παιδεραστής Ρεθύμνου: Δεκτή η εισήγηση της αντεισαγγελέα για ανεπαρκή αιτιολογία του βουλεύματος
Με την απόφασή του, το αρμόδιο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκανε δεκτή την πρόταση της αντεισαγγελέα του Δικαστηρίου, Αδαμαντίας Οικονόμου, η οποία μελετώντας το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου έκρινε πως δεν έχει εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Είχε προηγηθεί εξάλλου η παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου ο οποίος είχε ζητήσει από την εισαγγελία Ναυπλίου το βούλευμα το οποίο έκρινε υπέρ της αποφυλάκισής του με όρους έπειτα από 12,5 χρόνια εγκλεισμού για ασέλγειες σε βάρος 36 ανηλίκων, ώστε να εξεταστούν οι λεπτομέρειες που οδήγησαν στην επιλογή αυτή.
Σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες η καλή συμπεριφορά του μέσα στη φυλακή, η οποία μέτρησε για την αποφυλάκισή του, «δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη για την ανυπαρξία κινδύνου μελλοντικής υποτροπής του», ούτε αποκλείεται «η συμπεριφορά του αυτή να είναι προσποιητή». Και όλα αυτά τη στιγμή κατά την οποία ψυχίατρος δημόσιου νοσοκομείου βεβαιώνει ότι «η υποτροπή της ηβηφιλίας και εφηβοφιλίας του μπορεί να συμβεί».
Κατά τα μέλη του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου «το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου δεν διέλαβε την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα στοιχεία εκείνα από τα οποία να προκύπτει διαφοροποίηση της προσωπικής κατάστασης του καταδικασθέντος κρατουμένου και απεξάρτησή του από την έξη της ηβηφιλίας και εφηβοφιλίας».
Δεν υπάρχουν αναφορές στο βούλευμα για πραγματικά περιστατικά
Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται πως «δημιουργείται ασάφεια που καθιστά την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος ελλιπή, με λογικά κενά και τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής διατάξεων του άρθρου 106 παρ. 1 Π.Κ.».
Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, συνεχίζει το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα, «εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 106 Π.Κ., που παραβίασε εκ πλαγίου, αφού δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη θετική κρίση των προϋποθέσεων για την υφ’ όρο απόλυση του καταδίκου, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε».
Συγκεκριμένα, οι αρεοπαγίτες σημειώνουν πως ενώ το Συμβούλιο του Ναυπλίου δέχεται ότι ο κατάδικος κατά τη διάρκεια της κράτησής του δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και έχει επιδείξει «εξακολουθητικά καλή διαγωγή, δεν εξηγεί αν τα στοιχεία αυτά της ως άνω συμπεριφοράς του δικαιολογούν θετική κρίση για την υφ’ όρο απόλυσή του, αλλά αρκείται για την αποτροπή της μελλοντικής αρνητικής εγκληματικής συμπεριφοράς του ως προς την ηβηφιλία και εφηβοφιλία στην μετά την αποφυλάκισή του πραγματοποίηση μιας συνεδρίας ανά μήνα με ψυχίατρο ή ψυχολόγο δημόσιου νοσοκομείου ή άλλου συναφούς ιδρύματος με μορφή ΝΠΔΔ».
Όπως επίσης αναφέρουν, για τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο προπονητής, το Συμβούλιο «δεν αιτιολογεί τη θετική ή αρνητική κρίση του ποινικού σωφρονισμού και την ηθική βελτίωσή του γι’ αυτά, την οποία να άντλησε από την αυτοπρόσωπη παράστασή του ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τριπόλεως, αλλά αορίστως δέχτηκε ότι οι σχετικές εξηγήσεις του καταδικασθέντος αφορούν τις διατάξεις του άρθρου 79 Π.Κ.».
Παιδεραστής Ρεθύμνου: Καμία απόδειξη για μεταβολή συμπεριφοράς και μετάνοια του καταδικασθέντος
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, στο επίμαχο βούλευμα «δεν αναφέρεται, ούτε εξηγείται από ποιο ακριβώς στοιχείο προκύπτει ότι έχει επέλθει πράγματι μέχρι τώρα ο ποινικός σωφρονισμός και η ηθική βελτίωση του εν λόγω καταδικασθέντος, ότι αυτός έχει αναπτύξει αισθήματα μετάνοιας για τις πράξεις που τέλεσε» καθώς και ότι «δεν προέκυψε κάποιο νέο στοιχείο, από το οποίο να καταφαίνεται μεταβολή της συμπεριφοράς του και η πραγματική και ειλικρινής μετάνοιά του για τα σοβαρά και μεγάλης ηθικής απαξίας εγκλήματα που αυτός διέπραξε».
Επομένως, καταλήγουν οι αρεοπαγίτες, στο επίμαχο βούλευμα, «εκτός από την έλλειψη αιτιολογίας και των λογικών κενών, περιέχονται ασάφειες, ενδοιαστική και υποθετική κρίση, με συνέπεια, εν όψει των ασαφειών και των υποθετικών και ενδοιαστικών σκέψεων να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε». Εν όψει αυτών, καταλήγει ο Αρειος Πάγος, «οι αναιρετικοί λόγοι είναι βάσιμοι και ως εκ τούτου πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. 26/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως».