Germano κατά Ιταλίας της 22.06.2023 (αριθ.προσφ.10794/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ενδοοικογενειακή βία, Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Υποχρέωση των αρχών για προστασία των θυμάτων βίας αλλά και τήρησης της αναλογικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων.
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε από την σύζυγο του για άσκηση επανειλημμένης ενδοοικογενειακής βίας και απειλής. Η σύζυγος του απεχώρησε από την οικία μαζί με την ανήλικη κόρη τους και κατέθεσε μήνυση στην αστυνομία ζητώντας την προστασία της και την λήψη περιοριστικών μέτρων ώστε να μην την πλησιάζει. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία εκδόθηκε από τις αστυνομικές αρχές «προειδοποίηση» προς τον προσφεύγοντα να μην πλησιάζει την σύζυγο του και ότι κάθε παράβαση θα οδηγούσε αυτομάτως στην ποινική του δίωξή του για παρενοχλητική παρακολούθηση και κάθε ποινή που θα επιβαλλόταν θα αυξανόταν λόγω της επιβαρυντικής περίστασης της κατ’ εξακολούθηση τέλεσης του αδικήματος. Η προειδοποίηση εκδόθηκε χωρίς να ακουστεί ο προσφεύγων. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν παράσχει σχετική και επαρκή αιτιολογία που να δικαιολογεί το μέτρο που επιβλήθηκε, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο το εγχώριο δικαστήριο είχε προβεί στον έλεγχο της υπόθεσης. Οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν ήταν περιορισμένες και ο προσφεύγων είχε αποκλειστεί από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε σημαντικό βαθμό χωρίς να αποδειχτεί ότι αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης. Εν ολίγοις, οι εθνικές αρχές δεν είχαν παράσχει στον προσφεύγοντα την κατάλληλη έννομη προστασία κατά των καταχρήσεων την οποία δικαιούταν και το μέτρο που επιβλήθηκε δεν είχε προσωρινή ισχύ όπως όριζε η νομοθεσία.
Κατά το ΕΔΔΑ η παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Το Στρασβούργοδιαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, GiulianoGermano, είναι Ιταλός υπήκοος που γεννήθηκε το 1956 και ζει στη Σαβόνα.
Τον Μάιο του 2009, η σύζυγός του μετακόμισε από την οικογενειακή εστία με την επτάχρονη κόρη τους. Τρεις ημέρες αργότερα υπέβαλε μήνυση εναντίον του συζύγου της για κακομεταχείριση που ισχυρίστηκε ότι τηςπροκάλεσε την νύχτα που έφυγε. Μερικά χρόνια αργότερα ανακάλεσε την μήνυση. Τον Νοέμβριο του 2009, τον κατήγγειλε ότι παρενόχλησε την ίδια, την κουβερνάντα της κόρης της και μερικούς φίλους της με τηλεφωνήματα και γραπτά μηνύματα. Ισχυρίστηκε ότι προσπαθούσε να ελέγξει την προσωπική της ζωή, ότι την απομόνωνε και την εκφόβιζε, ζήτησε δε να τον παρακολουθήσουν. Η αστυνομία ξεκίνησε έρευνα και συγκέντρωσε 17 καταθέσεις μαρτύρων από άτομα που αναφέρονταν στην μήνυση. Τρία άτομα επιβεβαίωσαν εν μέρει την εκδοχή της κ. Germano για τα γεγονότα, ενώ 14 τηναρνήθηκαν. Παρά ταύτα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και του γεγονότος ότι εκκρεμούσε ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη η αστυνομία του έκανε συστάσεις. Τον προειδοποίησαν να ενεργεί νόμιμα και να μην επαναλάβει το είδος της καταγγελλομένης συμπεριφοράς. Κάθε παράβαση θα οδηγούσε αυτομάτως στη δίωξή του για παρενοχλητική παρακολούθηση και κάθε ποινή που θα επιβαλλόταν θα αυξανόταν λόγω της επιβαρυντικής περίστασης της κατ’ εξακολούθηση τέλεσης του αδικήματος.
Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά του μέτρου. Παραπονέθηκε ότι δεν είχε ειδοποιηθεί για το επιβληθέν μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν του επετράπη να παράσχει τη δική του εκδοχή των γεγονότων, ότι η προειδοποίηση στερούνταν αιτιολογίας, ότι οι έρευνες που διεξήγαγε η αστυνομία ήταν ανακριβείς και ότι δεν πληρούνταν οι νομικές προϋποθέσεις για την επιβολή της προειδοποίησης. Έθεσε περαιτέρω το ζήτημα της συνταγματικότητας του συγκεκριμένου νόμου, υποστηρίζοντας ότι έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, τα δικαιώματα υπεράσπισης και την ισότητα των όπλων. Ζήτησε επίσης αποζημίωση για τη ζημία που ισχυρίστηκε ότι υπέστη. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του για αναστολή του μέτρουμέχρι να εκδικαστείί η έφεσή του, αλλά, στην απόφασή του της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, διαπίστωσε ότι είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματα ακρόασης και υπεράσπισης του προσφεύγοντος. Ακύρωσε την προειδοποίηση της αστυνομίας, αλλά απέρριψε το αίτημα για αποζημίωση. Το Υπουργείο Εσωτερικών άσκησε ένδικο μέσο ενώπιον του ConsigliodiStato υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο δεν είχε εξετάσει τον επείγοντα χαρακτήρα της διαδικασίας πρόληψης της καταδίωξης και ότι η συμμετοχή του προσφεύγοντοςστη διαδικασία δεν θα άλλαζε το αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η τοπική αστυνομική αρχή είχε κρίνει βάσιμο το αίτημα της συζύγου του. Στη συνέχεια, με απόφαση της 19ης Ιουλίου 2011, το ConsigliodiStato δέχθηκε την προσφυγή του υπουργείου και επιβεβαίωσε την προειδοποίηση της αστυνομίας. Αναγνώρισε ότι τούτο σήμαινε ότι ο προσφεύγων μπορούσε να διωχθεί για το αδίκημα της παρακολούθησης ακόμη και ελλείψει έγκλησης και ότι η αυτόματη εφαρμογή επιβαρυντικής περίστασηςθα ίσχυε σε περίπτωση καταδίκης. Ωστόσο, ο στόχος πίσω από αυτό ήταν να προστατεύσει τη σύζυγό του από δυνητικά σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγωνδεν είχε ενημερωθεί προηγουμένως για τη διαδικασία και δεν είχε τη δυνατότητα ακρόασης δεν προσέβαλε τα δικαιώματά του. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να επιτύχει πλήρη επανεξέταση της απόφασης απευθύνοντας το αίτημα αυτό απευθείας στην αστυνομική αρχή ή ασκώντας προσφυγή ενώπιον του αστυνομικού διευθυντή. Σημείωσε επίσης ότι η διαταγή δεν στερούνταν αιτιολογίας και δεν ήταν αβάσιμη, καθώς οι έρευνες που διεξήγαγε η αστυνομία κατέδειξαν την προσβλητική και απειλητική συμπεριφορά του προσφεύγοντοςπρος την σύζυγό του.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγωνισχυρίστηκε ότι ο νόμος που ρυθμίζει τέτοιες προειδοποιήσεις δεν ήταν αρκετά σαφής ώστε να κατανοήσει ποια συμπεριφορά εκ μέρους του θα οδηγούσε στην έκδοση της προειδοποίησης ή τι έπρεπε να κάνει μετά την έκδοσή της. ότι δεν είχε προβλέψει επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι δεν είχε τύχει ακρόασης κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης, ότι δεν είχε αιτιολογηθεί επαρκώς το μέτρο και ότι ο έλεγχος της απόφασηςγια εκδόσεως της προειδοποίησης ήταν ανεπαρκής. Κατήγγειλε ότι το μέτρο θα μπορούσε να ήταν επιζήμιο για την ιδιωτική του ζωή, ιδίως για το γεγονός ότι δεν μπορούσε να έχει επαφή με την κόρη του. Τόνισε ότι, ελλείψει προθεσμίας για το μέτρο και τον τρόπο με τον οποίο του είχε κοινοποιηθεί (από το τμήμα καταπολέμησης του εγκλήματος του τοπικού αστυνομικού τμήματος), η δημοσιοποίηση είχε βλάψει σοβαρά τη φήμη του ως ατόμου και ως δικηγόρου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ..
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε υποθέσεις που εγείρουν ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα κράτη είχαν καθήκον σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3 και 8 της ΕΣΔΑ να λάβουν μέτρα για την προστασία των θυμάτων ή των δυνητικών θυμάτων από πραγματικούς και άμεσους κινδύνους για τη ζωή τους και από σωματική και ψυχολογική βλάβη. Η απόφαση των αρχών σχετικά με τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν απαιτούσε προσεκτική στάθμιση των αντιτιθεμένων δικαιωμάτων που διακυβεύονταν – διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η αστυνομία ασκούσε τις εξουσίες της κατά τρόπο που σεβόταν πλήρως τη δέουσα διαδικασία.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Ιταλία είχε επικυρώσει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας («Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης») και ότι ένας από τους στόχους ήταν η συμμόρφωση με τις σχετικές υποχρεώσεις της. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η αστυνομική προειδοποίηση είχε βάση στο εθνικό δίκαιο, συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 8 του Ν.Δ. 11/2009, το οποίο αποσκοπούσε στην καταπολέμηση της σεξουαλικής βίας και της παρακολούθησης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το κείμενο ήταν αρκούντως σαφές ώστε να αποφευχθεί η αυθαιρεσία. Τα αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξη εγκλήματος δεν ήταν απαραίτητα για την έκδοση προειδοποίησης. απαιτούντανόμως σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι η απαγορευμένη συμπεριφορά από το άρθρο 612 του Ποινικού Κώδικα είχε λάβει χώρα και θα μπορούσε να επαναληφθεί στο μέλλον.
Επίσης, δεδομένου ότι η αστυνομία έπρεπε να αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που δικαιολογούσαν το μέτρο της προειδοποίησης, το Δικαστήριο πείστηκε ότι τα αρμόδια δικαστήρια είχαν την εξουσία να ασκήσουν επαρκή δικαστικό έλεγχο των λόγων αυτών. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε προβληματικό το γεγονός ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο την εποχή εκείνη δεν προέβλεπε προθεσμία για το μέτρο ή το δικαίωμα επανεξέτασης ή ανάκλησης εάν δεν ήταν πλέον δικαιολογημένο. Το άρθρο 53 § 2 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης όριζε ότι οι εντολές περιορισμού ή προστασίας σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας έπρεπε να «εκδίδονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν». Ωστόσο, αυτός ο παράγοντας από μόνος του δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω παρέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτείται αυστηρός έλεγχος στην υπόθεση αυτή. Πρώτον, η αστυνομική μέριμνα συνεπαγόταν τη δυνατότητα ποινικής δίωξης για παρενοχλητική παρακολούθηση ακόμη και ελλείψει έγκλησης και θα ενεργοποιούσε την εφαρμογή επιβαρυντικής περίστασης σε περίπτωση καταδίκης. Δεύτερον, οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα είχαν διατυπωθεί με πολύ γενικούς όρους, το μέτρο δεν είχε χρονικό περιορισμό και – τουλάχιστον τότε – δεν υπήρχε δικαίωμα περιοδικής επανεξέτασης ή επαναξιολόγησής του. Τρίτον, το μέτρο είχε εγκριθεί χωρίς ο προσφεύγωννα είναι σε θέση να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή των γεγονότων.
Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον οι οδηγίες που δόθηκαν στον προσφεύγονταήταν αρκετά ακριβείς ώστε να του επιτρέψουν να γνωρίζει πώς να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του, το Δικαστήριο έκρινε ότι, από το κείμενο της προειδοποίησης, ήταν σαφές ότι η απαγορευμένη συμπεριφορά αντιστοιχούσε σε καταδίωξη και, ειδικότερα, σε πράξεις «απειλής και παρενόχλησης» που επαναλήφθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσουν στη σύζυγό του μια επίμονη και σοβαρή κατάσταση άγχους, φόβου και ανησυχίας για την προσωπική της ασφάλεια.
Όσον αφορά το κατά πόσον το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο επέτρεψε στον προσφεύγοντανα συμμετάσχει επαρκώς στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αποτελεσματικότητα ενός προληπτικού μέτρου εξαρτάται συχνά από την ταχύτητα εφαρμογής του. Εν προκειμένω, ο σκοπός του μέτρου ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης σχετικά με τις εντολές περιορισμού ή προστασίας στο πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο όριζε ότι τέτοια μέτρα μπορούσαν, εάν ήταν αναγκαίο, να εκδοθούν κατόπιν αιτήματος ενός μόνο μέρους, με άμεση αλλά προσωρινή ισχύ. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, σε επείγουσες περιπτώσεις, η αστυνομική αρχή μπορεί να αποφασίσει να μην ακούσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ωστόσο, κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και δεν είχε παρασχεθεί καμία δικαιολογία. Δεδομένου ότι οι αστυνομικές αρχές είχαν λάβει17ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα λόγο για τον οποίο οι εγχώριες αρχές δεν θα μπορούσαν να ακούσουν και τον προσφεύγοντα. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα πρακτικά που συνόδευαν την προειδοποίηση στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας και ότι τα πραγματικά περιστατικά είχαν διατυπωθεί με εξαιρετικά γενικό τρόπο. Το σκεπτικό ξεκίνησε από την υπόθεση των πραγματικών περιστατικών, όπως ισχυρίστηκε η σύζυγος του προσφεύγοντος, και όρισε ότι αυτά τα γεγονότα αποδείχθηκαν, χωρίς να αναφέρει τις έρευνες που είχαν διεξαχθεί και χωρίς να αξιολογήσει πώς τα αποτελέσματα αυτών επιβεβαίωσαν την αρχική υπόθεση.Ομοίως, η περιγραφή της συμπεριφοράς που πραγματοποιήθηκε με μια «δυνητικά απειλητική στάση» ήταν αρκετά ασαφής. Επιπλέον, δεν έγινε καμία αναφορά στο γεγονός ότι οι περισσότεροι μάρτυρες δεν είχαν επιβεβαιώσει την εκδοχή των γεγονότων τηςσυζύγου του κ. Germano. Τα πρακτικά ανέφεραν κάποια «πρόσθετα έγγραφα», αλλά δεν ανέφεραν ποια ήταν αυτά και πώς επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς της συζύγου του. Ως εκ τούτου, τα πρακτικά δεν έριξαν φως στον τρόπο αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν μέσω των ερευνών.
Δεδομένου ότι η προειδοποίηση είχε χορηγηθεί μόνο με βάση τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσίασε η σύζυγός του, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αρχές είχαν καθήκον να διενεργήσουν μια «αυτόνομη» και «προληπτική» αξιολόγηση του κινδύνου. Η απόφαση σχετικά με τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν έπρεπε να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους οι αρχές. Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν είχε διενεργηθεί ανεξάρτητη αξιολόγηση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενδελεχής δικαστικός έλεγχος ήταν ακόμη πιο αναγκαίος στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένης της παράλειψης εκ μέρους της τοπικής αστυνομικής αρχής να παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για το ληφθέν μέτρο.
Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να διαπιστώσει ότι επρόκειτο για «επαρκή έλεγχο», κατά την έννοια της νομολογίας του. Η απόφαση παρέλειψε, ειδικότερα, να εξετάσει την κρίσιμη πτυχή της υπόθεσης, δηλαδή αν η τοπική αστυνομική αρχή ήταν σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που χρησίμευαν ως βάση για την εκτίμηση ότι ο προσφεύγων συνιστούσε κίνδυνο για την σύζυγό του. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δικαστικές αρχές δεν είχαν προβεί σε επαρκή δικαστικό έλεγχο της πραγματικής βάσης και της νομιμότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας του μέτρου. Διαπίστωσε ότι ο προσφεύγωνείχε αποκλειστεί από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε σημαντικό βαθμό χωρίς να αποδεικνύεται ότι αυτό ήταν απαραίτητο λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους που να δικαιολογούν το μέτρο και ότι, ενόψει του τρόπου με τον οποίο το ConsigliodiStato είχε προβεί στην επανεξέταση του θέματος, Οι εγγυήσεις που παρείχε στον προσφεύγοντα ήταν περιορισμένες. Εν ολίγοις, οι εγχώριες αρχές δεν είχαν παράσχει στον κ. Germano την επαρκή νομική προστασία που δικαιούτανκατά της κατάχρησης. Επομένως, η παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο δεν θεώρησε απαραίτητο να εξετάσει τα ζητήματα χωριστά βάσει του άρθρου 6 § 1.
Διαφορετική γνώμη δικαστή. Ο δικαστής Sabato διατύπωσε συγκλίνουσα γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη