Άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων μέσω της αρμόδιας εποπτικής αρχής – Επαλήθευση από την εν λόγω αρχή της νομιμότητας της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 15.06.2023 προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας ΔΕΕ Laila Medina κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υποκείμενο των δεδομένων πρέπει να έχει στη διάθεσή του κάποιο ένδικο μέσο κατά μιας ανεξάρτητης εποπτικής αρχής όταν ασκεί τα δικαιώματά του μέσω αυτής της αρχής.
Ιστορικό της υποθέσεως
Το 2016 ο BA εκδήλωσε τη βούλησή του να συμμετάσχει στο έργο συναρμολόγησης και αποσυναρμολόγησης των εγκαταστάσεων της δέκατης διοργάνωσης των «Ευρωπαϊκών Ημερών Ανάπτυξης» στις Βρυξέλλες (Βέλγιο). Προς τον σκοπό αυτό, έπρεπε να αποκτήσει «πιστοποιητικό ασφαλείας».
Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2016, η Autorité nationale de sécurité (εθνική αρχή ασφαλείας, Βέλγιο) αρνήθηκε να εκδώσει το απαιτούμενο πιστοποιητικό ασφαλείας. Έκρινε ότι από τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της προέκυπτε ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν γνωστός για τη συμμετοχή του σε 10 διαδηλώσεις μεταξύ του 2007 και του 2016, λόγος για τον οποίον δεν ήταν δυνατή η έκδοση πιστοποιητικού ασφαλείας. Ο BA δεν προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής της εθνικής αρχής ασφαλείας.
Ο LPD, με τον οποίο συστάθηκε το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών, τέθηκε σε ισχύ στις 5 Σεπτεμβρίου 2018.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2020 ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ΒΑ ζήτησε από το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών να προσδιορίσει τους υπεύθυνους της επίμαχης επεξεργασίας και να τους διατάξει να παράσχουν στον ΒΑ πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών που τον αφορούν.
Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Φεβρουαρίου 2020, το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών απάντησε ότι ο ΒΑ διέθετε μόνο δικαίωμα έμμεσης πρόσβασης, διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι επρόκειτο να επαληθεύσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ΒΑ προκειμένου να εγγυηθεί τη νομιμότητα ενδεχόμενης επεξεργασίας στην Banque de données nationale générale (BNG – γενική εθνική βάση δεδομένων). Το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών διευκρίνισε ότι είχε αρμοδιότητα να διατάξει την αστυνομία, εφόσον ήταν αναγκαίο, να διαγράψει ή να τροποποιήσει τα δεδομένα και ότι μετά το πέρας του ελέγχου αυτού, ο BA θα ενημερωνόταν ότι «είχαν διενεργηθεί οι αναγκαίες επαληθεύσεις».
Στις 22 Ιουνίου 2020 το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών ανέφερε εγγράφως τα εξής:
«[…] σας ενημερώνουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 42 [του LPD], το εποπτικό όργανο έχει διενεργήσει τις αναγκαίες επαληθεύσεις.
Τούτο σημαίνει ότι επαληθεύθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του πελάτη σας στις βάσεις δεδομένων της αστυνομίας προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα οποιασδήποτε επεξεργασίας.
Όπου κρίθηκε απαραίτητο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τροποποιήθηκαν ή διαγράφηκαν.
Όπως ενημερωθήκατε με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Ιουνίου του τρέχοντος έτους, το άρθρο 42 του LPD δεν επιτρέπει στο εποπτικό όργανο να παράσχει περισσότερες πληροφορίες.»
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2020 ο BA και η Ligue des droits humains, εκκαλούντες της κύριας δίκης, προσέφυγαν κατά του εποπτικού οργάνου αστυνομικών πληροφοριών ενώπιον του προέδρου του tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο) δυνάμει του άρθρου 209, δεύτερη περίοδος, του LPD. Οι ανωτέρω ζήτησαν να κηρυχθεί παραδεκτό το ένδικο βοήθημά τους κατά της εποπτικής αρχής. Επικουρικώς, κάλεσαν το εθνικό δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα εάν το άρθρο 42 του LPD αντίκειται στο άρθρο 47, παράγραφος 4, και στο άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680. Συναφώς, ο BA και η Ligue des droits humains υποστήριξαν ότι το άρθρο 42 του LPD δεν προβλέπει δυνατότητα άσκησης δικαστικής προσφυγής κατά των αποφάσεων που λαμβάνει η ανεξάρτητη εποπτική αρχή ούτε υποχρεώνει την εν λόγω αρχή να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει δικαστική προσφυγή.
Όσον αφορά την ουσία του ένδικου βοηθήματός τους, οι εκκαλούντες ζήτησαν πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούσαν τον ΒΑ και ζήτησαν να διαταχθεί το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών να προσδιορίσει τους υπευθύνους επεξεργασίας και όσους τυχόν είχαν αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά. Επικουρικώς, ζήτησαν να υποβληθεί στο Δικαστήριο το ερώτημα, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 42, παράγραφος 2, του LPD συνάδει με τα άρθρα 14, 15 και 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, υπό το πρίσμα των άρθρων 8, 47 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναφώς, διατύπωσαν την αιτίαση ότι το άρθρο 42, παράγραφος 2, του LPD προβλέπει γενική και συστηματική παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Με διάταξη της 17ης Μαΐου 2021, το tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών) κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να επιληφθεί του ενδίκου βοηθήματος των εκκαλούντων.
Με δικόγραφο που κατατέθηκε στις 15 Ιουνίου 2021, οι εκκαλούντες άσκησαν έφεση ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών, Βέλγιο). Κατ’ ουσίαν, οι εκκαλούντες επανέλαβαν τόσο τις αιτιάσεις που είχαν διατυπώσει κατά του άρθρου 42, παράγραφος 2, του LPD όσο και τα αιτήματα που είχαν υποβάλει πρωτοδίκως.
Το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών υποστήριξε ότι η έφεση έπρεπε να απορριφθεί.
Το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι, σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο, τα δεδομένα που επεξεργάζονται οι αστυνομικές υπηρεσίες υπόκεινται σε συγκεκριμένο σύνολο κανόνων. Σύμφωνα με το άρθρο 42 του LPD, κάθε αίτημα που βασίζεται σε δικαιώματα σχετικά με τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να απευθύνεται στο εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών. Το όργανο αυτό ενημερώνει απλώς το υποκείμενο των δεδομένων ότι «έχουν διενεργηθεί οι αναγκαίες επαληθεύσεις».
Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 δεν έχει μεταφερθεί ορθά στο εσωτερικό δίκαιο. Πρώτον, το άρθρο 42 του LPD δεν προβλέπει ότι η εποπτική αρχή οφείλει να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για το δικαίωμά του να ασκήσει δικαστική προσφυγή. Δεύτερον, το LPD δεν επιτρέπει την άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά του εποπτικού οργάνου αστυνομικών πληροφοριών.
Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι το μέσο έννομης προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 240 του LPD, το οποίο επιτρέπει στο υποκείμενο των δεδομένων να υποβάλει καταγγελία στην εποπτική αρχή, πρέπει να ασκείται κατά του υπευθύνου επεξεργασίας.
Δεύτερον, η αγωγή παραλείψεως που προβλέπεται στο άρθρο 209 επ. του LPD δεν παρέχει στον BA αποτελεσματικό μέσο έννομης προστασίας κατά του εποπτικού οργάνου αστυνομικών πληροφοριών. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, κατά πρώτον, ότι η αγωγή ασκείται κατά του υπευθύνου επεξεργασίας. Ως εκ τούτου, ο ΒΑ δεν μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του εποπτικού οργάνου αστυνομικών πληροφοριών. Κατά δεύτερον, το άρθρο 42 του LPD δεν επιτρέπει στον BA να ασκήσει τέτοια αγωγή κατά του υπευθύνου επεξεργασίας, διότι η άσκηση των δικαιωμάτων του ανατίθεται στο εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών. Κατά τρίτον, οι ιδιαιτέρως συνοπτικές πληροφορίες που παρέχονται από το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 42 του LPD, δεν επιτρέπουν ούτε στον ΒΑ ούτε σε δικαστήριο, στο πλαίσιο εκ των υστέρων ελέγχου, να διαπιστώσουν εάν το εποπτικό όργανο αστυνομικών πληροφοριών άσκησε ορθά τα δικαιώματα του ΒΑ.
Τέλος, μολονότι ο LPD προβλέπει ότι η αγωγή παραλείψεως ασκείται «με την επιφύλαξη κάθε άλλης δικαστικής, διοικητικής ή εξώδικης διαδικασίας» και χωρίς να περιορίζεται «η αρμοδιότητα του πρωτοδικείου που δικάζει κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων» (άρθρα 209 και 219 του LPD), εντούτοις, κάθε άλλο μέσο έννομης προστασίας που θα μπορούσε να ασκήσει ο ΒΑ προσκρούει, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, στα ίδια εμπόδια.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας Laila Medina πρότεινε στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles, ως εξής:
Πρώτον, το άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 [οδηγίας για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου], σε συνδυασμό με το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω οδηγίας, υπό το πρίσμα δε του άρθρου 47 και του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι το υποκείμενο των δεδομένων πρέπει να μπορεί να ασκήσει δικαστική προσφυγή κατά ανεξάρτητης εποπτικής αρχής όταν ασκεί τα δικαιώματά του μέσω της εν λόγω αρχής, στον βαθμό που το μέσο αυτό έννομης προστασίας αφορά το καθήκον της αρχής να ελέγχει τη νομιμότητα της επεξεργασίας.
Δεύτερον, το κύρος του άρθρου 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 δεν αμφισβητείται.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA