Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 3251/2004, προκύπτει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, είτε για να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για πράξη που του αποδίδεται είτε για να εκτελεστεί στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας και με την επιφύλαξη της μη προσβολής με την έκδοσή του των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που απορρέουν από το ισχύον Σύνταγμα και το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει, για το τυπικό κύρος του, να περιέχει: α) την ταυτότητα και την ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, τη διεύθυνση, τον αριθμό της τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και την ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) τη μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) τη φύση και το νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) την περιγραφή των περιστάσεων τέλεσής του, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Προϋπόθεση της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, είναι οι πράξεις, για τις οποίες πρόκειται να ασκηθεί η ποινική δίωξη να τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και, αν πρόκειται για εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή μέτρου ασφαλείας, που έχουν, δηλαδή, ήδη επιβληθεί, να είναι διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Το ένταλμα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του αυτού νόμου, εκτελείται, με την επιφύλαξη περαιτέρω των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του ίδιου νόμου, εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί αυτό, συνιστά έγκλημα, σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό, το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου για τις αναφερόμενες σ’ αυτή (παράγραφο) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές (αξιόποινες πράξεις), στις οποίες περιλαμβάνονται η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (περ. α), η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες( περ. θ), η απάτη (περ.κ), η πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων (περ. κγ),ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στο άρθρο 12 αυτού οι περιπτώσεις, στις οποίες η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του και στο άρθρο 13 ορίζονται οι εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όπως τα άρθρα αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τα άρθρα 30, 31 και 32 Ν. 4947/2022( ΦΕΚ 124/23-06-2022) αντίστοιχα. Ο Έλληνας δικαστής, ως δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του εντάλματος, δηλαδή την εξωτερικά νομότυπη έκδοση (π.χ. έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π. χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές, που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου λόγους υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου ή, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Ν. 3251/2004 ορίζεται ότι: η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α)….. β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, ενώ με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: “Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, β) αν οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν τη δίωξη, γ) αν ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης, δ) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε τρίτη χώρα, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, ε) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα ή είναι Έλληνας υπήκοος και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους, στ) αν ο εκζητούμενος, με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, ζ) αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, η) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία είτε θεωρείται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξομοιούμενο με αυτόν τόπο είτε για αξιόποινη πράξη η οποία τελέστηκε εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, απαγορεύεται η δίωξη για το έγκλημα που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Ελλάδας, θ) αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος Ελλάδας και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη, ι) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού του ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας΄΄. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 3 του ιδίου ως άνω νόμου: ΄΄ Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, και πάντως μετά από απόδοση σε αυτό το πρόσωπο συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σε αυτό τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος΄΄. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, συνάγεται ότι, με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μπορεί να συλλαμβάνεται και να παραδίδεται από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο μέλος αυτής κάθε υπόδικος ή κατάδικος για τα εγκλήματα, που αναφέρονται στις ως άνω διατάξεις του Ν. 3251/2004, εφόσον συντρέχουν οι προαναφερθείσες θετικές προϋποθέσεις και ελλείπουν οι σχετικές υποχρεωτικές ή δυνητικές απαγορεύσεις. Περαιτέρω, η απαγόρευση της έκδοσης ή παράδοσης ημεδαπών σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προκύπτει από το Σύνταγμα, ούτε έχει πλέον σήμερα κανένα λόγο ύπαρξης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε ισχύει η απαγόρευση, του άρθρου 438 περ. α’ του Κ.Π.Δ., καθόσον η ρύθμιση του νόμου είναι ειδική και στα πλαίσια της τελευταίας (Ε.Ε.) έχουν αναπτυχθεί, μεταξύ των κρατών μελών, αρχές αμοιβαίας εμπιστοσύνης που στηρίζονται στο σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών και των αρχών του κράτους δικαίου, ενώ οι ιστορικοί λόγοι στήριξης της απαγόρευσης, δηλαδή η υποχρέωση προστασίας του κράτους προς τους πολίτες του και συγκεκριμένα η προστασία τους από τις αντιξοότητες που σημαίνει για αυτούς μια δίκη σε ξένο μη οικείο νομικό περιβάλλον, καθώς και η υπάρχουσα δυσπιστία στις αλλοδαπές δικαστικές αρχές είναι πλέον αδικαιολόγητοι και ιδίως στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, ως διωκόμενος στην Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί ο μηνυόμενος, ούτε εκείνος εις βάρος του οποίου ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, αφού η τελευταία, προκειμένου ειδικότερα για κακούργημα (ή πλημμέλημα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου) διεξάγεται ακριβώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., προκειμένου να διερευνηθεί η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για να κινηθεί η ποινική δίωξη και μπορεί να οδηγήσει και στην μη άσκηση ποινικής διώξεως. Αν δεν έχει ασκηθεί εις βάρος του εκζητούμενου ποινική δίωξη, η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, προς έκτιση της ποινής που τυχόν θα του επιβληθεί από το κράτος εκδόσεως του εντάλματος (άρθρο 13 παρ. 3 του Ν.3251/2004, όπως ισχύει), ενώ και η διασφάλιση της διαμεταγωγής του ημεδαπού στην Ελλάδα, για να εκτίσει την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που τυχόν θα του επιβληθεί στο κράτος εκδόσεως του εντάλματος, δεν προϋποθέτει εγγύηση δικαστικής αρχής, αλλά εγγύηση της αρμόδιας αλλοδαπής αρχής που μπορεί να μην είναι και δικαστική. Πάντως, το ένταλμα εκτελείται δυνητικά, ακόμη και αν η ποινική δίωξη στην Ελλάδα έχει ασκηθεί μεταγενέστερα, δηλαδή μετά την έκδοση του σχετικού ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, απαιτείται όμως να έχει πράγματι ασκηθεί τουλάχιστον έως την ημέρα της συζητήσεως στο εφετείο η ποινική δίωξη και όχι απλώς να έχει το Ελληνικό κράτος την δυνατότητα να ασκήσει ποινική δίωξη με τα αρμόδια όργανά του για την ίδια πράξη (Α.Π. 578/2019, Α.Π. 280/2017, Α.Π. 855/2016). Τέλος, κατά το άρθρο 16 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε, ή σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε, σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις, προβλέπεται μόνον τυπικός έλεγχος από την αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος και όχι η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της σε βάρος του εκζητουμένου κατηγορίας και των σε βάρος του ενδείξεων ενοχής, καθώς ο έλεγχος αυτός ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, με αποτέλεσμα τέτοιος έλεγχος κατά το στάδιο της λήψης της απόφασης για την εκτέλεση ή μη του εντάλματος από τη δικαστική αρχή της εκτέλεσής του, όχι μόνον να καθίσταται περιττός και να είναι αντίθετος προς τις αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης, στις οποίες εδράζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, αλλά και να αντιμάχεται την έννοια του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ως μιας ενιαίας διακρατικής επιμεριστικής διαδικασίας για άλλα εγκλήματα, της οποίας αρμόδια καθίσταται η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και για άλλα η δικαστική αρχή εκτέλεσης του, φέροντας η κάθε μια την ευθύνη για το δικό της τμήμα της όλης διαδικασίας. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ε’ του Ν. 3251/2004, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιλαμβάνεται και “περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος”, αφού αφενός μεν τα στοιχεία αποσκοπούν στον έλεγχο από την αρμόδια δικαστική αρχή που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης του εντάλματος, όλων των προϋποθέσεων και κωλυμάτων της προσαγωγής του εκζητουμένου, όπως η συνδρομή του διττού αξιοποίνου και της αρχής του ne bis in idem, καθώς και της συνδρομής περιστάσεων που απαγορεύουν την εκτέλεση του εντάλματος, αφετέρου δε ο έλεγχος της ουσιαστικής βασιμότητος της κατηγορίας προϋποθέτει και διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία βασίζεται αυτή, προϋπόθεση όμως που δεν προβλέπεται από το ν. 3251/2004.