ΑΠ 362/2023. Η κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 363 ΚΠΔ, ανάγνωση στο ακροατήριο ένορκων καταθέσεων απολειπόμενων μαρτύρων, οι οποίες δόθηκαν στην προδικασία, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ` ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Α` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ` της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε` του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, καθώς και η αρχή της προφορικότητας. Δεν ισχύουν όμως, τα προαναφερόμενα όταν πρόκειται για ένορκες καταθέσεις μαρτύρων οι οποίες περιέχουν τα αναγκαία περιστατικά για τη στοιχειοθεσία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, διότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο τελευταίος (ή ο συνήγορος του) γνωρίζει την κατηγορία και συνεπώς παρέχεται σ΄ αυτόν η δυνατότητα προβολής υπερασπιστικών κατά της κατηγορίας ισχυρισμών, αλλά και της ασκήσεως των από το άρθρο 358 του ΚΠΔ υπερασπιστικών δικαιωμάτων (ΑΠ 1016/2020).
Κατά το άρθρο 363 του ΚΠοινΔ «1.Στις περιπτώσεις που κρίνεται αιτιολογημένα ότι είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, μη ανεύρεσής του λόγω αδυναμίας εντοπισμού της διεύθυνσης κατοικίας του ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση ή αυτεπαγγέλτως, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 354. Η ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης της προδικασίας χωρίς τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. 2. Σε περιπτώσεις που η εμφάνιση του απόντος μάρτυρα στο ακροατήριο είναι εφικτή, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία διαβάζεται στο ακροατήριο μόνον εφόσον συναινεί ρητώς ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά.». Η κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, ανάγνωση στο ακροατήριο ένορκων καταθέσεων απολειπόμενων μαρτύρων, οι οποίες δόθηκαν στην προδικασία, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ` ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Α` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ` της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε` του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, καθώς και η αρχή της προφορικότητας. Δεν ισχύουν όμως, τα προαναφερόμενα όταν πρόκειται για ένορκες καταθέσεις μαρτύρων οι οποίες περιέχουν τα αναγκαία περιστατικά για τη στοιχειοθεσία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, διότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο τελευταίος (ή ο συνήγορος του) γνωρίζει την κατηγορία και συνεπώς παρέχεται σ΄ αυτόν η δυνατότητα προβολής υπερασπιστικών κατά της κατηγορίας ισχυρισμών, αλλά και της ασκήσεως των από το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ υπερασπιστικών δικαιωμάτων (ΑΠ 1016/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, αναγνώσθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας, με αριθμούς 1 έως 7 των αναγνωστέων εγγράφων, οι από 3-3-2018 προανακριτικές καταθέσεις των M. A., B. S., R. A., S. H., M. K., V. R., T. K., ήτοι επτά (7) από τους δέκα (10) παράνομα μεταφερθέντες αλλοδαπούς, χωρίς να βεβαιώνεται από το Δικαστήριο της ουσίας συνδρομή κάποιας εκ των αναφερομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 363 του ΚΠοινΔ, περιπτώσεων αδυναμίας εμφάνισης αυτών στο ακροατήριο. Τα φυσικά πρόσωπα αυτά συνιστούν θεμελιώδες στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων α) της παραλαβής αλλοδαπών χωρίς δικαίωμα εισόδου στην Χώρα με σκοπό την εξασφάλιση καταλύματος και την προώθηση στο εσωτερικό της Χώρας, από κοινού, εκ κερδοσκοπίας, κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, β) της αρπαγής από κοινού, κατά συρροή, γ) της εκβίασης από κοινού κατά συρροή για τις οποίες καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες. Όπως προαναφέρθηκε, για την ανάγνωση των καταθέσεων αυτών δεν απαιτείται ρητή συναίνεση των κατηγορουμένων. Κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ έκτος λόγος των υπό κρίση αιτήσεων αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την απόλυτη ακυρότητα, επειδή χωρίς να έχει προηγηθεί η συναίνεσή τους, αναγνώσθηκαν οι προανακριτικές καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων, είναι αβάσιμος.