ΑΠΟΦΑΣΗ
Stassart κατά Γαλλίας της 04.05.2023 (αρ. προσφ. 79356/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ποινική δίωξη για φορολογική απάτη που ασκήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η ασυμφωνία μεταξύ της απόφασης που υιοθέτησαν τα ποινικά δικαστήρια και εκείνης που προηγουμένως εκδόθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια για το ίδιο θέμα, το οποίο ήταν καθοριστικό για την έκβαση της διαδικασίας, είχε παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου και, κατά συνέπεια, το άρθρο 6 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 37 § 1 (γ) της Σύμβασης, θα μπορούσε να αποφασίσει να διαγράψει την προσφυγή εκτός του καταλόγου υποθέσεων του βάσει μονομερούς δήλωσης της εναγόμενης Κυβέρνησης, ακόμη και όταν ο προσφεύγων επιθυμούσε να συνεχιστεί η εξέταση της υπόθεσης.
Η Κυβέρνηση πρότεινε να γίνει μονομερής δήλωση προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ερωτήματα που τέθηκαν με την καταγγελία του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο σημείωσε την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια ερμήνευσαν το Άρθρο 622-1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Προέκυψε από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επανεξέτασης και αναθεώρησης, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2022, και του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 2023, ότι ήταν πλέον δυνατό να εξασφαλιστεί η επανέναρξη της ποινικής διαδικασίας βάσει απόφασης στην οποία το Δικαστήριο διέγραψε μια υπόθεση από τον κατάλογο των υποθέσεων μετά την αποδοχή μονομερούς δήλωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ένδικα μέσα που προσφέρθηκαν στον προσφεύγοντα βάσει αυτής της αλλαγής της νομολογίας ήταν τέτοια που του επέτρεψαν να ζητήσει αποκατάσταση για τη διαπιστωθείσα παράβαση, τόσο όσον αφορά την ποινική καταδίκη όσο και την αστική διαδικασία.
Έχοντας υπόψη τις παραδοχές που έγιναν στη δήλωση της Κυβέρνησης και το ποσό της αποζημίωσης που προτείνεται (ποσό που αντιστοιχεί σε εκείνα που επιδικάστηκαν σε παρόμοιες υποθέσεις), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείται πλέον η συνέχιση της εξέτασης της προσφυγής (άρθρο 37 § 1 (γ)).
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφάσισε να διαγράψει την προσφυγή από τον κατάλογο των υποθέσεων του, σύμφωνα με το Άρθρο 37 § 1 (γ) της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
Άρθρο 37
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Gérard Stassart, είναι Βέλγος υπήκοος που γεννήθηκε το 1952 και ζει στο Braine L’Alleud (Βέλγιο).
Σε απόφαση της 18ης Μαρτίου 2015, το εφετείο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε ενεργήσει ως de facto διαχειριστής της βρετανικής εταιρείας C., η οποία ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα και ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στη Γαλλία, καθιστώντας τον υπόχρεο σε εταιρικό φόρο. Τον έκρινε ένοχο για φοροδιαφυγή. Αναίρεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε στις 31 Μαΐου 2017. Ο προσφεύγων, ο οποίος είχε καταδικαστεί ταυτόχρονα να καταβάλει πρόστιμο για φόρο εισοδήματος και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που οφείλονται για τα εισοδήματα που φέρεται να είχε λάβει από αυτήν την εταιρεία (C.) απαλλάχθηκε από το διοικητικό εφετείο με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2013 αναφορικά με τα εν λόγω ποσά. Το δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία δεν ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στη Γαλλία και ότι τα τυχόν ποσά που είχε λάβει ο προσφεύγων δεν υπόκεινται σε φόρο και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στη Γαλλία.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η αμφισβήτηση από τα ποινικά δικαστήρια ως προς την προσέγγιση που είχαν προηγουμένως τα διοικητικά δικαστήρια, σχετικά με ζήτημα καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της διαδικασίας, είχε παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Στις 23 Μαρτίου 2022, στο τέλος των ανεπιτυχών συζητήσεων για την εξασφάλιση μιας φιλικής διευθέτησης, η κυβέρνηση ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι πρότεινε την έκδοση μονομερούς δήλωσης προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ερωτήματα που εγείρονται από την καταγγελία του προσφεύγοντος και κάλεσε το Δικαστήριο να διαγράψει την προσφυγή από τον κατάλογο των υποθέσεων του. Η Κυβέρνηση αναγνώρισε ότι «η ασυμφωνία στην αξιολόγηση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, συγκεκριμένα στην απόφασή της 31ης Μαΐου 2017, ενός σημείου για το οποίο είχε οριστική απόφαση ήδη εκδοθεί, είχε παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου για τους σκοπούς του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης». Πρότεινε να καταβληθεί στον προσφεύγοντα το συνολικό ποσό των 7.200 ευρώ και κάλεσε το Δικαστήριο να διαγράψει την προσφυγή από τον κατάλογο υποθέσεων του, σύμφωνα με το άρθρο 37 § 1 (γ) της Σύμβασης.
Ο προσφεύγων δεν αποδέχτηκε τους όρους της δήλωσης. Σε επιστολή της 22ας Απριλίου 2022, ανέφερε ότι το προτεινόμενο ποσό δεν αντιπροσώπευε ικανοποιητική αποζημίωση για την αναγνωρισμένη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι δεν εξάλειψε την ποινική καταδίκη που εκδόθηκε από το Εφετείο του Παρισιού, δεν επιβεβαίωσε ρητά ότι η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης εναντίον του δεν θα εκτελούνταν και στέρησε από τον προσφεύγοντα το δικαίωμα επανεξέτασης της ποινικής του καταδίκης βάσει του άρθρου 622-1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η εφαρμογή του οποίου προϋπέθετε «ότι απορρέει από απόφαση που εκδόθηκε από το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι η καταδίκη εκδόθηκε κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή τα πρόσθετα πρωτόκολλα αυτής».
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 37 § 1 (γ) της Σύμβασης, θα μπορούσε να αποφασίσει να διαγράψει την προσφυγή από την λίστα των υποθέσεων του βάσει μονομερούς δήλωσης της εναγόμενης Κυβέρνησης, ακόμη και όταν ο προσφεύγων επιθυμούσε να συνεχιστεί η εξέταση της υπόθεσης.
Σύμφωνα με την πρόσκληση της κυβέρνησης, το Δικαστήριο σημείωσε την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια ερμήνευαν τώρα το άρθρο 622-1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ακολούθησε από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επανεξέταση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, και του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 2023, ότι ήταν πλέον δυνατό να εξασφαλιστεί η επανέναρξη της ποινικής διαδικασίας βάσει απόφασης στην οποία το Δικαστήριο διέγραψε μια υπόθεση από τον κατάλογο των υποθέσεων μετά την αποδοχή μονομερούς δήλωσης (βλ., για το σκοπό αυτό, όσον αφορά τη δυνατότητα εκ νέου ανοίγματος της ποινικής έρευνας μετά από μονομερή δήλωση, Şeker and Others v. Turkey (απ.), αρ. προσφ. 58175/10, § 15, 18 Δεκεμβρίου 2018). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ένδικα μέσα που προσφέρθηκαν στον προσφεύγοντα βάσει αυτής της αλλαγής της νομολογίας ήταν τέτοια που να επιτρέπουν να επιτύχει αποκατάσταση για τη διαπιστωθείσα παράβαση, τόσο όσον αφορά την ποινική καταδίκη όσο και τις αστικές διαδικασίες.
Έχοντας υπόψη τις παραδοχές που έγιναν στη δήλωση της Κυβέρνησης και το ποσό της αποζημίωσης που προτείνεται (ποσό που αντιστοιχεί σε εκείνα που επιδικάστηκαν σε παρόμοιες υποθέσεις), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείται πλέον η συνέχιση της εξέτασης της προσφυγής (άρθρο 37 § 1 (γ)).
Περαιτέρω έκρινε ότι η απόφαση αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να ασκήσει, εάν ενδείκνυται, ένδικο μέσο σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να εξασφαλιστεί η επανέναρξη της ποινικής διαδικασίας. Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης από την κυβέρνηση με τους όρους της μονομερούς δήλωσής τους, η προσφυγή θα μπορούσε να επανέλθει στη λίστα, σύμφωνα με το άρθρο 37 § 2 της Σύμβασης.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφάσισε να διαγράψει την προσφυγή από τον κατάλογο των υποθέσεων του, σύμφωνα με το Άρθρο 37 § 1 (γ) της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).