Αριθμός 983/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη και Αγάπη Τζουλιαδάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 7 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένη Μ. Μ. του Ν., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο – Σπυρίδωνα Μαζαράκη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 146, 151/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Δ. Τ. του Α., κάτοικο … που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Ραβάνη.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 7978/16-9-2021 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 933/2021.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 15-9-2021 αίτηση, με αριθμό 7978/2021, της Μ. Μ. του Ν., κατοίκου … για αναίρεση της απόφασης 146, 151/2021 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού με πρόθεση, από τον οποίο προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 α’ του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την 1η-7-2019 και κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης “όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα…..β) …… γ) ……”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 264 παρ. 1α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019) “Όποιος προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β)…. γ) …..δ)…..”. Περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διάταξη, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 του Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α’ 215/12-11-2021), “όποιος προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για ξένα πράγματα…β)…..γ)…..δ)…..”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 264 παρ. 1α’ του ΠΚ, ως ίσχυσε κατά το χρονικό διάστημα από1-7-2019 έως και 11-11-2021 είναι ευμενέστερη σε σχέση με την προηγούμενη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αλλά και την ήδη από 12-11-2021 ισχύουσα, εφόσον για το αξιόποινο του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται η πρόκληση και όχι η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα. Για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά οπωσδήποτε σημαντική και όχι συνηθισμένης έκτασης με τάση εξάπλωσης και χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεσθεί και β) να προέκυψε κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι απ’ αυτή μπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Ο δόλος αρκεί να είναι και ενδεχόμενος (ΑΠ 825/2013). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, εφόσον δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Έτσι, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επιπροσθέτως, μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ’ Κ.Ποιν.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Επίσης, η πραγματογνωμοσύνη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (η το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης που καθιερώνεται από το προαναφερθέν άρθρο 177 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 68/2017, ΑΠ 1458/2017). Σε κάθε άλλη περίπτωση και, ειδικότερα, επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωμάτευσης ή γνωμοδότησης), τα πορίσματά τους εκτιμώνται ελευθέρως μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου, ως απλά έγγραφα, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους (ΑΠ 1310/2019, ΑΠ 290/2016). Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα, λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ακόμη δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός νομίμως προσθέντος από τον κατηγορούμενο αυτοτελούς ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη) αυτού συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 471/2017), όμως, ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι’ αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του (ΑΠ 1525/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του 146, 151/2021, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετ’ αναίρεση της 635/2019 προηγούμενης απόφασής του με την 66/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος στο προοίμιο του σκεπτικού του (ανωμοτί κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος, ένορκες επ’ ακροατηρίου καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, έκθεση δικαστικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του γραφολόγου Φ. Γ., αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία κατηγορουμένης, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ” Α.Αποδείχθηκε πλήρως και πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας ότι η εκκαλούσα κατηγορούμενη Μ. Μ. στο … στις 29 Νοεμβρίου 2013 με πρόθεση προξένησε πυρκαγιά από την οποία προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και πιο συγκεκριμένα αποδείχθηκε πλήρως και πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας ότι η ως άνω κατ/νη στον ως άνω τόπο και κατά τον ως άνω χρόνο, αφού παραβίασε τη θύρα του 1ου ορόφου διώροφης οικίας, ιδιοκτησίας του παθόντα Δ. Τ., με την χρήση γυμνής φλόγας έθεσε φωτιά στα στρώματα του υπνοδωματίου, η οποία επεκτάθηκε προξενώντας πυρκαγιά σε δυο δωμάτια του πρώτου ορόφου και στο χωλ – διάδρομο αυτού. Από την πυρκαγιά δε αυτή της 29.11.2013, πέραν της καύσης στον πρώτο όροφο της οικίας: Τεσσάρων (4) κρεβατιών, ενός ηλεκτρικού ψυγείου, μιας ηλεκτρικής κουζίνας, τριών τηλεοράσεων, ενός DVD, ενός φούρνου μικροκυμάτων, ενός πλυντηρίου, μιας κούνιας ειδών προικός, ένδυσης, υπόδησης, μικροαντικειμένων, των ντουλαπιών της κουζίνας, των ξύλινων εσωτερικών θυρών, του ξύλινου ταβανιού και της ρύπανσης των εσωτερικών επιχρισμάτων του ανωτέρω χώρου, προέκυψε και κοινός κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο εκ των προτέρων κύκλο ξένων πραγμάτων, κίνδυνος δηλαδή να προκληθούν υλικές ζημίες σε ολόκληρη την οικία, στις όμορες αυτής ξένες οικίες και σε ξένες εν γένει ιδιοκτησίες. Η φωτιά αυτή που έθεσε η εκκαλούσα κατ/νη στις 29.11.2013 απετέλεσε “πυρκαγιά” με την έννοια του άρθρου 264 παρ. 1 στ. α’ του νέου Π.Κ., ήταν δηλαδή φωτιά ασυνήθιστης έκτασης και με τάση αυτοδύναμης εξάπλωσης και δεν μπορούσε εύκολα να κατασβεσθεί, κατασβέσθηκε δε μόνον μετά από ανθρώπινη επέμβαση και συγκεκριμένα από τις ενέργειες των κατοίκων του … και πριν από την άφιξη της Πυροσβεστικής, όπως βεβαιώνεται και στη νομίμως αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από 29.11.2013 έκθεση απλής αυτοψίας των αξιωματικών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Μεγαλόπολης. Επιπλέον, η πυρκαγιά αυτή προξένησε αναμφίβολα και κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα, όπως επίσης βεβαιώνεται στην ως άνω έκθεση αυτοψίας της Π/Υ Μεγαλόπολης. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί η εκκαλούσα κατηγορούμενη ένοχη της πρώτης επίδικης μερικότερης πράξεως του τετελεσμένου πλημμεληματικού εμπρησμού από πρόθεση του άρθρου 264 παρ. 1 στ. α’ του νέου ΠΚ, όπως τούτο ισχύει μετά από την τροποποίησή του από το Ν. 4619/2019, μετά δηλαδή από την 1.7.2019 και το οποίο (άρθρο) είναι εφαρμοστέο, ως ευμενέστερη νεότερη ποινική διάταξη (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ), αντί του άρθρου 264 στ. α’ του παλαιού ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του από το Ν. 4619/2019, πριν δηλαδή από την 1.7.2019, το οποίο (άρθρο) δεν είναι εφαρμοστέο ως δυσμενέστερη παλαιότερη ποινική διάταξη. Αντιθέτως, Β/ Δεν αποδείχθηκε πλήρως και πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας [in dubio pro reo – όπως η αρχή αυτή αποτυπώνεται νομοθετικά στο άρθρο 351 παρ. 1 εδ. β [ΚΠΔ (βλ. και άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ)], ότι η παραπάνω εκκαλούσα κατηγορούμενη στο … κατά το χρονικό διάστημα, από 18 έως 31 Ιανουάριου 2014 και σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς, με πρόθεση αποπειράθηκε να προξενήσει πυρκαγιά από την οποία να προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα; και ειδικότερα, ότι, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το ως άνω πλημμέλημα, άρχισε να εκτελεί την περιγραφόμενη στο άρθρο 264 παρ. 1 στ. α’ του νέου ΠΚ αξιόποινη (πλημμεληματική) πράξη και ότι το πλημμέλημα αυτό δεν ολοκληρώθηκε από εμπόδια εξωτερικά και πιο συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε πλήρως και πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας ότι η ως άνω κατ/νη στον ως άνω τόπο και κατά τον ως άνω χρόνο, εισήλθε στο πατάρι του πρώτου ορόφου της ιδίας ως άνω περιγραφόμενης οικίας, η οποία λόγω ανακατασκευής της μετά από τον από 29.11.2013 εμπρησμό της ήταν ανασφάλιστη (χωρίς εξωτερικά κουφώματα) Και με τη χρήση γυμνής φλόγας έθεσε φωτιά σε κάποια πλαστικά αντικείμενα, η οποία επεκτάθηκε σε ολόκληρο το πατάρι, προξενώντας πυρκαγιά. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η φωτιά αυτή που τέθηκε από την εκκαλούσα κατ/νη κατά το διάστημα από 18 έως 31 Ιανουάριου 2014 και που έκαυσε στο πατάρι του πρώτου ορόφου της ανωτέρω οικίας: Έναν θερμοσίφωνα ηλεκτρικών καλωδίων, ηλεκτρολογικά υλικά, την ξύλινη οροφή και ένα ξύλινο κούφωμα, απετέλεσε “πυρκαγιά” με την έννοια του άρθρου 264 παρ. 1 στ. α’ του νέου ΠΚ, δηλαδή φωτιά ασυνήθιστης έκτασης και με τάση αυτοδύναμης εξάπλωσης που δεν μπορούσε εύκολα να κατασβεσθεί και ότι προξένησε κοινό κίνδυνο σε ευρύτερο και απροσδιόριστο εκ των προτέρων κύκλο ξένων πραγμάτων, κίνδυνο δηλαδή να προκληθούν υλικές ζημίες σε ολόκληρη την οικία, στις όμορες αυτής ξένες οικίες και σε ξένες εν γένει ιδιοκτησίες. Ειδικότερα, η φωτιά του διαστήματος από 18 έως 31 Ιανουαρίου 2014 κατασβέσθηκε από μόνη της και χωρίς ανθρώπινη επέμβαση, όπως βεβαιώνεται και στη νομίμως αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από 31.1.2014 έκθεση απλής αυτοψίας των αξιωματικών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Μεγαλόπολης. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί η εκκαλούσα κατηγορούμενη αθώα της δεύτερης επίδικης μερικότερης πράξεως της απόπειρας του πλημμεληματικού εμπρησμού από πρόθεση των άρθρων 42 παρ. 1 και 264 παρ. 1 στ. α’ του νέου ΠΚ, όπως τούτα ισχύουν μετά από την τροποποίησή του από το Ν. 4619/2019, μετά δηλαδή από την 1.7.2019 και τα οποία (άρθρα) είναι εφαρμοστέα κατά την επιταγή του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ. Επαναλαμβάνεται, ότι και την δεύτερη φωτιά του διαστήματος από 18 έως 31 Ιανουάριου 2014 την έθεσε η εκκαλούσα κατ/vη, απλώς τούτη δεν πληροί την αντικειμενική υπόσταση της απόπειρας του πλημμεληματικού εμπρησμού από πρόθεση των άρθρων 42 παρ. 1 και 264 παρ. 1 στ. α’ του νέου ΠΚ. Ειδικότερα, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα κατηγορούμενη κατοικεί στο …, όπου έχει ιδιοκτησία (διώροφη οικία) και ο παθών Δ. Τ., ο οποίος όμως διαμένει μόνιμα στην … και έρχεται σποραδικά στο …., όπως και τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του, που χρησιμοποιούν την οικία αυτή ως εξοχικό. Οι οικογένειες Τ. και Μ. (της κατηγορουμένης) στο παρελθόν είχαν καλές σχέσεις, οι οποίες όμως ψυχράνθηκαν σταδιακά (παλαιότερα υπήρξε μεταξύ τους μικρή κτηματική διαφορά) και σταμάτησαν το έτος 2013, επειδή ο πατέρας της κατηγορουμένης υποστήριξε σε δίκη τον αδελφό του παθόντα κατ’ αυτού. Σημειωτέον ότι η οικογένεια Τ. δεν είχε διαφορές με άλλη οικογένεια στο χωριό. Η εκκαλούσα κατηγορούμενη, λόγω και του ιδιορρύθμου χαρακτήρα της, μεγαλοποίησε στο νου της τα πράγματα και ανέπτυξε μίσος, ιδίως λόγω του ότι η κόρη του παθόντα σταμάτησε να την κάνει παρέα, το οποίο επεκτάθηκε σε όλη την οικογένεια Τ., είχε δε εκτοξεύσει κατ’ αυτών ύβρεις, όπως και την απειλή ότι θα τους κάψει το σπίτι. Πράγματι δε προξένησε τις δύο φωτιές της 29.11.2013 και του διαστήματος από 18 έως 31 Ιανουάριου 2014, τελώντας με την πρώτη ενέργεια της (της 29.11.2013) την πρώτη επίδικη μερικότερη πράξη του τετελεσμένου πλημμεληματικού εμπρησμού από πρόθεση του άρθρου 264 παρ. 1 στ. α’ του νέου ΠΚ, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω. Μάλιστα, η ως άνω εκκαλούσα κατηγορούμενη “υπέγραψε” τις πράξεις της χαράσσοντας στο ψυγείο της οικίας την εξής φράση: “Συρά έχει η Καλαμάτα Εδώ πληρώνωνται όλα Αυτό είναι μόνο η αρχή Δ. Γεια σου πουτανα Ζ. ΤΖ ΘΑ κάψουμε τη καλαμάτα” (Ζ. αποκαλούσε την κόρη του παθόντα). Εδώ σημειώνεται πως όλοι οι γραφολόγοι που ασχολήθηκαν με την υπόθεση εντόπισαν ομοιότητες και διαφορές με τον γραφικό χαρακτήρα της κατηγορουμένης. Οι τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων έχουν πάρει θέση ευνοϊκή για την αντίστοιχη πλευρά, ενώ ο διορισθείς από το παρόν Δικαστήριο πραγματογνώμων Φ. Γ., βρίσκοντας ομοιότητες και διαφορές αρνείται να εξαγάγει συμπέρασμα. Βεβαιώνει πάντως ότι όλο το κείμενο έχει χαραχθεί από το ίδιο πρόσωπο. Εδώ όμως πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι, από τους συγκριτικούς πίνακες (μεταξύ του υπό εξέταση κειμένου και της δειγματικής γραφής της κατηγορουμένης) που παρατίθενται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, είναι σαφές και για τον μη ειδικό ότι αρκετοί χαρακτήρες είναι απολύτως όμοιοι με τη γραφή της κατηγορουμένης (π.χ. τα γράμματα α, Ε, η, κ, λ ρ δεν ομοιάζουν απλώς με τα δειγματικά, αλλά ταυτίζονται με αυτά). Επειδή επομένως αυτά δεν μπορούν να έχουν γραφεί από άλλο πρόσωπο συνάγεται ότι οι διαφορές οφείλονται είτε σε συνειδητή προσπάθεια της κατηγορουμένης να αλλοιώσει το γραφικό της χαρακτήρα, είτε στις δυσκολίες που παρουσίαζε η χάραξη γραμμάτων πάνω σε μεταλλική επιφάνεια. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, είναι χαρακτηριστικό και επιβαρυντικό για την εκκαλούσα κατηγορουμένη το γεγονός ότι η τελευταία, όταν κλήθηκε στο πρωτόδικο ποινικό Δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Τριπόλεως) από τον Εισαγγελέα αυτού να γράψει τις ίδιες παραπάνω φράσεις υπέπεσε στην αναγνωσθείσα νομίμως στο ακροατήριο καρτέλα δειγματικής γραφής στα ίδια ορθογραφικά λάθη με εκείνα που έχουν οι χαραχθείσες στο ψυγείο φράσεις (έγραψε την λέξη σειρά ως “συρά”), σχετικώς δεν ερωτήθηκε και κατά την σημερινή απολογία της από τον Προεδρεύοντα του παρόντος δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου”. Ακολούθως, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ ΠΚ, για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού με πρόθεση, από τον οποίο προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, για την οποία της επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει την κατηγορουμένη ένοχη του ότι: Στο … στις 29-11-2013 με πρόθεση προξένησε πυρκαγιά από την οποία προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και πιο συγκεκριμένα: α) Στις 29 Νοεμβρίου 2013, αφού παραβίασε τη θύρα του 1ου ορόφου διώροφης οικίας, ιδιοκτησίας του παθόντα Δ. Τ., με τη χρήση γυμνής φλόγας έθεσε φωτιά στα στρώματα του υπνοδωματίου, η οποία επεκτάθηκε προξενώντας πυρκαγιά σε δυο δωμάτια του πρώτου ορόφου και στο χωλ – διάδρομο αυτού”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του εμπρησμού με πρόθεση, από τον οποίο προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος αυτού, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 264 παρ. 1α’ Π.Κ. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται: α) οι περιστάσεις και ο τρόπος προκλήσεως της πυρκαγιάς από την αναιρεσείουσα, β) ότι η προκληθείσα φωτιά ήταν ασυνήθιστως έκτασης και με τάση αυτοδύναμης εξάπλωσης και δεν μπορούσε εύκολα να κατασβεσθεί, γ) ότι κατασβέσθηκε μόνον μετά από ανθρώπινη παρέμβαση και συγκεκριμένα από τις ενέργειες των κατοίκων του … και πριν από την άφιξη της Πυροσβεστικής, δ) ότι πέραν της καύσης των αναφερομένων σ’ αυτή (προσβαλλόμενη) κινητών, προξένησε και κοινό κίνδυνο σε ευρύτερο και απροσδιόριστο εκ των προτέρων κύκλο ξένων πραγμάτων, κίνδυνο δηλαδή να προκληθούν υλικές ζημίες σε ολόκληρη την οικία του παθόντος, αλλά και στις όμορες ξένες οικίες και ιδιοκτησίες και ε) ο δόλος της αναιρεσείουσας, συνιστάμενος στη θέληση να προξενήσει πυρκαγιά και στη γνώση της ότι από αυτή θα προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ο οποίος (δόλος) συνάγεται από την παραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 264 παρ. 1 α ΠΚ και περιέχεται στην περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, και σε σχέση με τις ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην ως άνω καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα εισφερθέντα στη διαδικασία της δίκης αποδεικτικά μέσα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε προσδιορίζονται κατ’ είδος το προοίμιο του σκεπτικού του, χωρίς να εξαιρέσει κανένα από αυτά και χωρίς να απαιτείται η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, συνεκτιμώντας όμως ιδιαιτέρως την από Σεπτεμβρίου 2018 έκθεση δικαστικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος, με την 851/2017 παρεμπίπτουσα απόφασή του, δικαστικού γραφολόγου Φ. Γ. και αιτιολογώντας ειδικώς στο σκεπτικό του (σελ. 20 και 21) την εν μέρει αντίθετη προς το πόρισμα αυτής δικανική κρίση του. Επιπροσθέτως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις των γραφολόγων τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, για τις οποίες κάνει μνεία στο σκεπτικό του (σελ. 20), συνεκτιμώνται αυτές ως απλά έγγραφα, χωρίς να έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς την αντίθετη κρίση του προς το πόρισμα του τεχνικού συμβούλου της αναιρεσείουσας γραφολόγου Κ. Κ., αφού η σχετική γνωμοδότηση αυτού δεν αποτελεί δικαστική πραγματογνωμοσύνη, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη αντίκρουση του πορίσματος της, αλλά απλό έγγραφο, συνεκτιμώμενο με τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα. Επίσης, από το προαναφερόμενο σκεπτικό του Δικαστηρίου της ουσίας, όπου εκτίθενται εκτενώς τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που απαρτίζουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 264 παρ. 1α’ ΠΚ, καθώς και οι υπαγωγικοί συλλογισμοί του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι αυτό (σκεπτικό) δεν αποτελεί απλή επανάληψη του περιεχομένου της κατηγορίας και δεν ταυτίζεται απόλυτα με το διατακτικό, όπως αβάσιμα αιτιάται η αναιρεσείουσα. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, οι προβληθέντες ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, ισχυρισμοί της κατηγορουμένης – αναιρεσείουσας που ενσωματώθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι αυτοτελείς, με την προεκτεθείσα έννοια, ώστε το Δικαστήριο να έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή τους, αλλά αποτελούν, αρνητικούς της κατηγορίας, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτής, ισχυρισμούς και απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα αυτής, για τα οποία το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους, ώστε από τη σιγή απόρριψή τους να ιδρυθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠοινΔ αναιρετικοί λόγοι. Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την σιγή και αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών της, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών της, που κατά την άποψή της, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ελλειπουσών αιτιολογιών, που αφορούν στην επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής της και αμφισβήτηση των σε βάρος της παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, λόγους αναιρέσεως και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στο άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, ορίζεται ότι “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από κάθεμιά απ’ αυτές. Ειδικότερα επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει τις ελαφρότερες ποινικές συνέπειες από απόψεως είδους και μέτρου ποινής. Έτσι, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών στερητικών της ελευθερίας, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 511 εδ. δ’ του νέου ΚΠΔ, όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 156 του Ν. 4855/12-11-2021, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της και μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση το έγκλημα του άρθρου 264 παρ. 1α, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας, τιμωρείτο, υπό την ισχύ του Ν. ΠΚ, ήτοι από 1ης-7-2019 μέχρι 12-11-2021 με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, ήτοι μέχρι πέντε (5) έτη, ενώ με την ισχύουσα νεότερη διάταξη, μετά την τροποποίηση της ανωτέρω διάταξης με το άρθρο 45 του Ν. 4855/2021, ισχύοντος από 12-11-2021 και εφεξής, η απειλούμενη για το εν λόγω έγκλημα ποινή είναι φυλάκιση, ήτοι δέκα (10) ημέρες έως πέντε (5) έτη (αρ. 53 ΠΚ). Η νεότερη αυτή διάταξη η οποία ίσχυσε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, είναι, συγκριτικά με την αμέσως προηγούμενη, ευμενέστερη για την κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, καταδικάστηκε για την ως άνω αξιόποινη πράξη με την αναγνώριση στο πρόσωπό της της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του ΠΚ, σε φυλάκιση δέκα (10) μηνών. Και τούτο διότι προβλέπεται με αυτήν (νεότερη διάταξη) μικρότερο κατώτατο όριο ποινής και τυγχάνει, ως εκ τούτου, αναδρομικής εφαρμογής, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 του ΠΚ και 511 εδ. δ’ του ΚΠΔ. Πρέπει επομένως, εφόσον: α) η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ως ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως και β) η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν από την ισχύ της προαναφερόμενης ευμενέστερης για την κατηγορούμενη – αναιρεσείουσα ουσιαστικής ποινικής διάταξης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την διάταξη με την οποία επιβλήθηκε σ’ αυτήν ποινής. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, ως προς αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (αρ. 519 του ΚΠΔ) και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την απόφαση 146, 151/2021 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξη με την οποία επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την πράξη του εμπρησμού με πρόθεση από τον οποίο προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος, για νέα, κατά τούτο, συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 15-9-2021, με αριθμό 7978/2021, αίτηση της Μ. Μ. του Ν., κατοίκου … …, για αναίρεση της απόφασης 146, 151/2021 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ