ΙΙ. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 21, 22, 25, 304 παρ. 4, «308 παρ. 3», 367 και 371 παρ. 4, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται στο νόμο.
Ενδεικτική νομολογία:
Με την ΑΠ 779/2022 κρίθηκε αναίρεση του Εισαγγελέα του ΑΠ κατά αθωωτικής απόφασης για το αδίκημα της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση.
“… Με τις παραδοχές της όμως αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε αθώα την κατηγορούμενη για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση, δεν περιέχει την από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές της απόφασης η κατηγορούμενη τέλεσε την ανωτέρω πράξη μόνον κατά την αντικειμενική της υπόσταση, αφού γίνεται δεκτό ότι παραβίασε το περιεχόμενο της υπ’ αρ. 5841/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μη συμμορφούμενη με το διατακτικό της που ρύθμιζε την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του εγκαλούντος Α. Α. μετά των ανηλίκων τέκνων τους Κ. και, Δ. Α. όχι όμως και κατά την υποκειμενική της υπόσταση, αφού την κήρυξε αθώα “ελλείψει δόλου”, χωρίς ωστόσο να αιτιολογεί επαρκώς, ως όφειλε, γιατί κατ’ εξαίρεση στην ένδικη περίπτωση δεν συντρέχει ο δόλος της κατηγορούμενης, ο οποίος κατά κανόνα ενυπάρχει στα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που γίνεται δεκτό ότι τελέστηκαν απ’ αυτήν.»
Άρθρο 20 ΠΚ. «Περαιτέρω, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε την αθωωτική της κρίση στην παραδοχή ότι η κατηγορούμενη “….έστω και αν έπραξε με αυτόν το τρόπο, ενήργησε με σκοπό να προστατεύσει τα έννομα δικαιώματά της [τα οποία δεν προσδιόρισε] και όχι με πρόθεση να μην συμμορφωθεί στην ανωτέρω δικαστική απόφαση … “, υπαινισσόμενη προφανώς (αφού τούτο δεν αναφέρεται ρητά στην αιτιολογία της) την εφαρμογή της διάταξης του άρ. 20 του ΠΚ, η οποία ορίζει ότι “εκτός των αναφερομένων στον Ποινικό Κώδικα λοιπών περιπτώσεων, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται στο νόμο“. Πλην όμως, η ερμηνεία και η εφαρμογή στην ένδικη υπόθεση του ανωτέρω άρθρου έγινε εσφαλμένα από το δικάσαν Δικαστήριο, αφού η εφαρμογή του άρ. 20 του ΠΚ δεν δύναται να αποκλείσει το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου της κατηγορουμένης· αλλά να άρει τον άδικο χαρακτήρα της τελεσθείσας ως άνω πράξεώς της. Συνεπώς, ενόψει των παραπάνω κενών, ασαφειών και νομικών σφαλμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι αντίστοιχοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι αναίρεσης του Εισαγγελέως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, παρελκούσης δε της έρευνας των λοιπών αιτιάσεων αυτού, ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας».