ΜονΔΕφΑθ 1111/2022 Εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem” -. Για την ίδια παράβαση προβλέπονται περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης (ποινική και διοικητική αντιστοίχως) ώστε θεωρούνται ως «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ ενόψει του ότι αφορούν κυρώσεις…

ΜονΔΕφΑθ 1111/2022

 

Εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem” -.

 

Για την ίδια παράβαση προβλέπονται περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης (ποινική και διοικητική αντιστοίχως) ώστε θεωρούνται ως «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ ενόψει του ότι αφορούν κυρώσεις. Σε περίπτωση της αθώωσης εκκαλούντος από το ποινικό δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική κατ’ άρθρο 5 παρ.2 του ΚΔΔ, με συνέπεια η τυχόν πράξη που επιβάλλει διοικητική κύρωση να θεωρείται ακυρωτέα από το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

 

Αριθμός απόφασης: 1111/2022

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 18ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 2021, με δικαστή την Αγλαΐα Θέμου Δημητροπούλου, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο, δικαστικό υπάλληλο,

 

για να δικάσει την από 27 Ιανουαρίου 2020 (με αρ. εισαγωγής ΕΦ./2020 στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών) έφεση

 

του …, κατοίκου . Θάσου, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ουρανία Καββαδά, σύμφωνα με την από 9.11.2021 κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ισχύει, δήλωση

 

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με την δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δήμητρα Αθανασοπούλου, σύμφωνα με την από 8.11.2021, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως ισχύει, δήλωση

 

και κατά της με αριθμό 13943/2019 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η κ ρ ί σ η τ ο υ   Δ ι κ α σ τ η ρ ί ο υ ε ί ν α ι η   ε ξ ή ς:

 

  1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο 100,00 ευρώ (σχετ. το με κωδ. αρ. . έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου), παραδεκτώς ζητείται η εξαφάνιση της με αρ. 13943/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (28ου Τμήματος). Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 25.6.2012 προσφυγή του ήδη εκκαλούντος, με την οποία παραδεκτώς ζητούσε την ακύρωση της με αρ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφασης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Με αυτή είχε απορριφθεί η από 20.2.2012 ενδικοφανής προσφυγή που είχε ασκήσει ο ίδιος κατά της με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφασης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, περί επιβολής σε βάρος του διοικητικού προστίμου ύψους 30.000,00 ευρώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 2518/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄ της 1016/109/121-θ/17.7.2009 Κ.Υ.Α. για παράβαση των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ως άνω νόμου, όπως ισχύει (απασχόληση ιδιωτικού προσωπικού ασφάλειας στερούμενου της απαιτούμενης κατά νόμο άδειας εργασίας).

 

  1. Επειδή, στο ν. 2518/1997 «Προϋποθέσεις λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προσόντα και υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 164), ορίζεται στο άρθρο 3 [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 3 του ν. 3707/2008 (Α΄ 209)], ότι: «1. Το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας Α΄ ή Β΄ κατηγορίας ανάλογα με τις δραστηριότητες που πρόκειται να ασκήσει. 2. …», στο άρθρο 4 (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 του ν. 3703/2008), ότι: «1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται: α. … γ. να χρησιμοποιούν την προβλεπόμενη στολή για το προσωπικό ασφαλείας, εφόσον γίνεται χρήση στολής, δ. … ιδ. να μην απασχολούν προσωπικό που δεν κατέχει την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας. …», στο άρθρο 8 που φέρει τον τίτλο «Ποινικές κυρώσεις» (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 7 του ν. 3707/2008) ότι: «1. Με ποινή φυλάκισης μέχρι τριών (3) ετών και χρηματική ποινή, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος: α. … β. … γ. προσλαμβάνει προσωπικό ασφαλείας ή διοικητικό προσωπικό ή αναθέτει σε αυτό δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, χωρίς την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας. … δ. …» και στο άρθρο 9 που φέρει τον τίτλο «Διοικητικές κυρώσεις» (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 8 του ν. 3703/2008) ότι: «1. … 2. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του παρόντος νόμου και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις επιβάλλεται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας υπηρεσίας διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, που μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών. … Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για κάθε παράβαση, η διαδικασία και τα αρμόδια για την επιβολή και είσπραξη όργανα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. 3. … 5. Κατά των αποφάσεων … επιβολής των διοικητικών προστίμων της παραγράφου 2 ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, ενώπιον του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. … 6. …». Κατ’ επίκληση της παραπάνω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η 1016/109/121-θ/17.7.2009 κοινή απόφαση των Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (Β΄ 1467/20.7.2009), με την οποία ορίσθηκε στο άρθρο 1 ότι: «1. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του ν. 2518/1997 (Α΄-164), όπως ισχύουν κάθε φορά επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ως εξής: α. … γ. τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε παράβαση των περιπτώσεων δ΄, η΄, θ΄ και ιδ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4» και στο άρθρο 2 ότι: «1. Για τη βεβαίωση των παραβάσεων των παρ. 1, 2 και 4 του προηγουμένου άρθρου σε βάρος επιχείρησης, συντάσσεται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο Έκθεση Βεβαίωσης Παράβασης … . Ένα αντίτυπο της Έκθεσης Βεβαίωσης Παράβασης επιδίδεται με αποδεικτικό στο νόμιμο εκπρόσωπο της ελεγχόμενης επιχείρησης. … 2. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο μπορεί, εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση της Έκθεσης Βεβαίωσης Παράβασης, να διατυπώσει εγγράφως αντιρρήσεις στην Υπηρεσία που βεβαίωσε την παράβαση. Η ίδια Υπηρεσία υποβάλλει αμέσως τις τυχόν υποβληθείσες αντιρρήσεις καθώς και αντίγραφο της Έκθεσης Βεβαίωσης Παράβασης στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία την προωθεί στον Προϊστάμενο Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας για τη λήψη απόφασης προς επιβολή ή μη των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων. 3. … 4. Κατά των αποφάσεων επιβολής των διοικητικών κυρώσεων των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 1, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση της απόφασης. 5. …».

 

  1. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), ορίζεται ότι: «2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1705/1987 (Α΄ 89), ορίζεται ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, καταρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως «ποινικές» και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 9/2021, 406/2019, 951/2018 επταμ., 2987/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, η δεύτερη διαδικασία πρέπει να αφορά στο ίδιο ιστορικό γεγονός με την πρώτη, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ. και τις αναφερόμενες σε αυτή αποφάσεις του ΔΕΕ).

 

  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας που έλαβε υπόψη του και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 2.5.2011 και ώρα 23:05, σε έλεγχο που διενεργήθηκε από αρμόδιο όργανο του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, στον Πρίνο Θάσου, κατελήφθη ο . να παρέχει υπηρεσίες φύλαξης-επιτήρησης του Κέντρου Υγείας ., ως εργαζόμενος της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφάλειας του εκκαλούντος (με τον διακριτικό τίτλο «TS») φορώντας στολή που έφερε τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης αυτής, χωρίς, ωστόσο, να κατέχει άδεια εργασίας κατηγορίας Α΄ από την Αστυνομική Διεύθυνση Καβάλας, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. πρωτ. .-α΄/28.09.2011 έκθεση βεβαίωσης παράβασης του ν. 2518/1997, του αρχιφύλακα …. Κατά της έκθεσης αυτής, ο ήδη εκκαλών …, κάτοχος της με αρ. πρωτ. .-ε΄ άδειας λειτουργίας της ανωτέρω ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, με έδρα την Κοινότητα Ποταμιάς Θάσου Καβάλας και ισχύ έως τις 23.7.2012, εκδοθείσας από τον Προϊστάμενο του Κλάδου Ασφάλειας και Τάξης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας (η οποία προσκομίζεται), υπέβαλε τις από 3.10.2011 έγγραφες αντιρρήσεις του (ένσταση), ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν ήταν εργοδότης αλλά νόμιμα εργαζόμενος στην επιχείρηση «TS», καθώς και ότι την ημέρα του ως άνω ελέγχου, λόγω ασθένειάς του και προκειμένου να μην κινδυνεύσει να απωλέσει την εργασία του που μόλις είχε αρχίσει, έστειλε τον πατέρα του … να τον αντικαταστήσει. Σημειωτέον ότι, στα πλαίσια του σχηματισμού δικογραφίας εις βάρος των … και …, από το Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, σύμφωνα με τα κατατεθέντα στην από 5.10.2011 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα …, ιατρού, Διευθυντή του Κέντρου Υγείας ., ενώπιον της αρμόδιας ανακριτικής υπαλλήλου Αστυφύλακα …, οι υπηρεσίες ασφάλειας του ανωτέρω Κέντρου Υγείας είχαν ανατεθεί, κατά τα τελευταία έτη, στην εταιρεία του κου … Κατά το νυχτερικό ωράριο από 23.00 έως 07.00, από το μήνα Φεβρουάριο του 2011 ο ανωτέρω έστελνε για την εν λόγω φύλαξη τον εκκαλούντα. Από ενημέρωση των ιατρών του Κέντρου, αλλά και από προσωπική διαπίστωση του μάρτυρα, κατά τη διάρκεια των εφημεριών του, αρκετές φορές αντ’ αυτού ερχόταν για τη φύλαξη ο πατέρας του, …. Κατόπιν επικοινωνίας του μάρτυρα με τον κο … περί της μη νομιμότητας της αλλαγής αυτής, ο Διευθυντής του Κέντρου Υγείας ζήτησε από τον … να μην την επαναλάβει, εκτός εάν αποκτούσε σχετική νόμιμη άδεια. Από τότε επανήλθε ο ήδη εκκαλών …, μέχρι την αποχώρησή του από την εργασία αυτή. Ενόψει του ότι οι ανωτέρω αντιρρήσεις του εκκαλούντος δεν έγιναν δεκτές, εκδόθηκε η με αριθμ. πρωτ. .-ι΄/08.11.2011 απόφαση του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος διοικητικό πρόστιμο ύψους 30.000 ευρώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 2518/1997, όπως ίσχυε μετά την έκδοση του ν. 3707/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄ της υπ’ αρ. 1016/109/121-θ/17.7.2009 ΚΥΑ για την ως άνω αποδιδόμενη παράβαση των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ν. 2518/97, όπως ίσχυε (απασχόληση ιδιωτικού προσωπικού ασφαλείας χωρίς την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εργασίας κατά την ανωτέρω ημέρα και ώρα). Κατά της απόφασης αυτής, ο εκκαλών άσκησε την από 20.2.2012 ενδικοφανή προσφυγή, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει με τις από 3.10.2011 αντιρρήσεις του, ενώ επικαλέσθηκε και την οικονομική του αδυναμία να καταβάλει το επιβληθέν πρόστιμο, η οποία απορρίφθηκε με την αριθμ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την αιτιολογία ότι υπέπεσε στην αποδιδόμενη σε βάρος του παράβαση.

 

  1. Επειδή, με την από 25.6.2012 προσφυγή, ο ήδη εκκαλών ζήτησε την ακύρωση της τελευταίας αυτής απόφασης, επαναλαμβάνοντας όσα προέβαλε με τις αντιρρήσεις του και την ως άνω ενδικοφανή προσφυγή και ειδικότερα ισχυριζόμενος ότι η ιδιωτική επιχείρηση που παρείχε ασφάλεια στο Κέντρο Υγείας . Θάσου με την επωνυμία «TS» ανήκε στον κο …, σύμφωνα και με την κατάθεση που υπέβαλε ο Διευθυντής του Κέντρου Υγείας … ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, καθώς και ότι ο ίδιος ήταν εργαζόμενος σε αυτή, με συνέπεια το χρηματικό πρόστιμο παρά το νόμο (άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 2518/1997) να έχει επιβληθεί στον ίδιο, αντί του ιδιοκτήτη της επιχείρησης αυτής. Ακολούθως, με το από 21.1.2019 υπόμνημά του, ο εκκαλών το πρώτον προέβαλε ότι η ως άνω επιχείρηση του … έφερε την επωνυμία «CS» και όχι, όπως εσφαλμένως είχε αναγραφεί στην προσφυγή του «TS». Το προσκομισθέν σχετικώς, όμως, από 1.7.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης έργου φύλαξης μεταξύ του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας (νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή του) και του …, το οποίο αφορούσε, εκτός από όλους τους χώρους του ανωτέρω Νοσοκομείου και των Παραρτημάτων του και τα 3 Κέντρα Υγείας, μεταξύ των οποίων και αυτό του . Θάσου, για το χρονικό διάστημα από 1.7.2010 έως 30.6.2011, δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον απαραδέκτως είχε προσκομισθεί στις 21.1.2019, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της προτεραίας της συζήτησης της προσφυγής (16.1.2019), χωρίς να αποδειχθεί ότι η έγκαιρη προσαγωγή του ήταν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής, κατ’ άρθρο 150 παρ. 1 του ΚΔΔ. Περαιτέρω, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, προσκόμισε προαποδεικτικώς: α) αντίγραφο της 230/2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας (που συνεδρίασε στη Θάσο), με την οποία, μεταξύ άλλων, ο ίδιος κηρύχθηκε αθώος της παράβασης του ν. 2518/1997 που του αποδόθηκε (ανάθεση παροχής υπηρεσιών φύλαξης σε εργαζόμενο στερούμενο της απαιτούμενης κατά νόμο άδεια εργασίας), με την αιτιολογία ότι δεν ήταν εργοδότης της επιχείρησης φύλαξης του ως άνω Κέντρου Υγείας, αλλά εργαζόμενος, ενώ ο πατέρας του … κηρύχθηκε ένοχος για το ότι «εργαζόταν ως προσωπικό ασφαλείας φορώντας στολή που έφερε τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης «TS», ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορούμενου (…) χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη από τον νόμο άδεια εργασίας» και του επιβλήθηκε φυλάκιση 4 μηνών και β) την από 20.1.2020 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θάσου (Ποινικού Τμήματος) περί άσκησης της υπ’ αρ. ./1.8.2014 έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης, από τον … και κανενός άλλου ένδικου μέσου μέχρι την προτεραία της έκδοσης της βεβαίωσης.

 

  1. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 13943/2019 απόφασή του (εκκαλούμενη), αφού έλαβε υπόψη την με αριθμ. πρωτ. .-α΄/28.09.2011 έκθεση βεβαίωσης παράβασης και χωρίς να λάβει υπόψη, κατά τα ανωτέρω, τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι υπεύθυνη για την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας του Κέντρου Υγείας . Θάσου κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν η επιχείρηση του … με την επωνυμία «CS», αλλά ούτε και την προσκομισθείσα υπ’ αρ. 230/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία ο εκκαλών είχε αθωωθεί από την ως άνω κατηγορία, για το λόγο ότι δεν συνοδευόταν από πιστοποιητικό ή βεβαίωση περί αμετακλήτου της, με την αιτιολογία ότι το Δικαστήριο υπεχρεούτο να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη το δεδικασμένο, εφόσον αυτό προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 5 παρ. 4 του ΚΔΔ, έκρινε ότι εφόσον κατά την ημέρα και ώρα του ελέγχου, o … απασχολούνταν ως υπάλληλος της επιχείρησης που διατηρούσε ο εκκαλών με την επωνυμία «TS», φορώντας στολή με τα διακριτικά γνωρίσματα αυτής, χωρίς να κατέχει άδεια εργασίας κατηγορίας Α΄ από την Αστυνομική Διεύθυνση Καβάλας, νομίμως επιβλήθηκε με την με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφαση του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, το ένδικο πρόστιμο στον εκκαλούντα, ως κύριο της απασχολούσας αυτόν επιχείρησης. Ενόψει δε του ότι η Διοίκηση δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια επιμέτρησης, κατ’ εφαρμογή της κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2518/1997 εκδοθείσας 1016/109/121-θ/17.7.2009 ΚΥΑ (άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄), έκρινε ότι νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη η ενδικοφανής προσφυγή του ήδη εκκαλούντα κατά της ανωτέρω απόφασης.

 

  1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, όπως συμπληρώνεται με το νομίμως υποβληθέν υπόμνημα, ο εκκαλών επιδιώκει την εξαφάνιση της 13943/2019 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προβάλλοντας ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τη φύλαξη του Κέντρου Υγείας . Θάσου είχε αναλάβει η εταιρεία του …, αφού αυτό προέκυπτε και από την από 5.10.2011 έκθεση ένορκης εξέτασης του Διευθυντή του Κέντρου Υγείας ., ενώπιον της αρμόδιας ανακριτικής υπαλλήλου του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, με συνέπεια η ανωτέρω εταιρεία να είναι υπεύθυνη για τα προσόντα των υπαλλήλων που απασχολούσε, καθώς και την 230/2014 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία είχε αθωωθεί για την ίδια παράβαση για την οποία του επιβλήθηκε η ένδικη διοικητική κύρωση.

 

  1. Επειδή, ανεξαρτήτως της εργασιακής σχέσης με την οποία ο … βρέθηκε να ασκεί υπηρεσίες ασφάλειας στο Κέντρο Υγείας . Θάσου, κατά τις νυκτερινές ώρες της 2.5.2011, φέροντας στολή με τα διακριτικά «TS», ήτοι αυτά της επιχείρησης του εκκαλούντος και ανεξαρτήτως της μη απόδειξης από τον τελευταίο ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ως άνω Κέντρο Υγείας με σχέση εξαρτημένης εργασίας, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι εν προκειμένω: α) από τα άρθρα 8 και 9 του ν. 2518/1997, όπως ισχύουν, προβλέφθηκαν για την ίδια παράβαση περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης (ποινική και διοικητική, αντιστοίχως), οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, β) οι διαδικασίες αυτές είναι «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι αφορούν κυρώσεις, γ) η μία από τις διαδικασίες αυτές έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση, αφού, όπως προκύπτει από την συμπεριλαμβανόμενη στα στοιχεία του φακέλου από 20.1.2020 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θάσου (Ποινικού Τμήματος), κατά της 230/2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας (που συνεδρίασε στη Θάσο), ασκήθηκε μόνο η υπ’ αρ. ./1.8.2014 έφεση από τον καταδικασθέντα σε ποινή φυλάκισης … και όχι άλλο ένδικο μέσο μέχρι τις 19.1.2020, με συνέπεια να μην είναι πλέον δυνατή η προσβολή της με ένδικα μέσα [σύμφωνα με τα άρθρα 473 και 486 του π.δ/τος 258/1986 (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) που ίσχυε κατά την έκδοση της ως άνω απόφασης του Ποινικού Δικαστηρίου], και δ) όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ανωτέρω απόφασης, το Ποινικό Δικαστήριο έκρινε τον εκκαλούντα αθώο ως προς την κατηγορία της παράβασης του άρθρου 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ν. 2518/1997 όπως ίσχυε, ήτοι ακριβώς για την ίδια πράξη η οποία του καταλογίσθηκε με την προσβαλλόμενη εν προκειμένω απόφαση και του επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο και συγκεκριμένα την ανάθεση της παροχής υπηρεσιών φύλαξης του ως άνω Κέντρου Υγείας στις 2.5.2011 και ώρα 23:05, στον μη κατέχοντα την απαιτούμενη από το νόμο άδεια εργασίας …, ήτοι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη μη εκ νέου δίωξη του εκκαλούντος κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κρίνει ότι η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, με συνέπεια η πράξη, με την οποία του επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο για τον ίδιο λόγο, να πρέπει να ακυρωθεί. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά τον ως άνω βάσιμο λόγο αυτής και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτά τα αντίθετα.

 

  1. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, το Δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 25.6.2012 προσφυγή του ήδη εκκαλούντος, η οποία κατά την κρίση του πρέπει να γίνει δεκτή για τον αναφερόμενο στην προηγούμενη σκέψη λόγο και να ακυρωθεί η με αρ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ περαιτέρω, η από 20.2.2012 ενδικοφανής προσφυγή που είχε ασκήσει ο εκκαλών κατά της με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφασης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η απόφαση αυτή.

 

  1. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η έφεση του εκκαλούντος πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο στον εκκαλούντα (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ του ΚΔΔ). Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το Δικαστήριο απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα (275 παρ. 1 εδ. ε΄ του ΚΔΔ).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Δέχεται την έφεση.

 

Εξαφανίζει τη με αριθμό 13943/2019 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Δικάζοντας επί της από 25.6.2012 προσφυγής του ήδη εκκαλούντος, δέχεται αυτή.

 

Ακυρώνει την με αρ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.

 

Αποφαίνεται ότι από 20.2.2012 ενδικοφανής προσφυγή που είχε ασκήσει ο εκκαλών κατά της με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφασης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η ως άνω προσβαλλόμενη περί καταλογισμού στον εκκαλούντα … της παράβασης των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του νόμου 2518/1997, όπως ισχύει μετά την έκδοση του νόμου 3707/2008.

 

Διατάσσει να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο ποσού εκατό (100,00) ευρώ στον εκκαλούντα.

 

Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα.

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 29.3.2022.

 

Η Δικαστής                                       Ο Γραμματέας

 

Αγλαΐα Θέμου Δημητροπούλου     Παναγιώτης Θεοδωρακόπουλος

To Top