Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 Ν 4239/2014 δεν αναφέρεται στην αιτιολογία της απόφασης, όταν το δικαστήριο δεν διαπιστώνει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, καθώς η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι πράγματι έχει διαγνωσθεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
Για την ύπαρξη αιτιολογίας της απόφασης, ως προς την επιμέτρηση της ποινής, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση των αιτιολογιών, που αναφέρονται στο οικείο μέρος της απόφασης, με αυτές του αιτιολογικού και διατακτικού της απόφασης για την ενοχή του κατηγορουμένου, με τις οποίες αποτελούν ενιαίο σύνολο και θεωρείται ότι η απόφαση έχει την απαιτούμενη από την παρ. 7 του άρθρου 79 αιτιολογία, αν από το σύνολο των αιτιολογιών της (απόφασης) προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη οι κανόνες που ορίζει η ανωτέρω διάταξη για την επιμέτρηση της ποινής.
Αν η εκδίκαση της υπόθεσης διατάχθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα ή προς όφελός του, στο δικαστήριο της παραπομπής η νέα συζήτηση της υπόθεσης διεξάγεται εξ αρχής μεν, αν αναιρέθηκε η απόφαση εκ ολοκλήρου, ενώ, αν αναιρέθηκε μερικώς, μόνο κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για δε τα λοιπά μέρη της απόφασης, για τα οποία δεν προβλήθηκαν λόγοι αναίρεσης ή οι τυχόν προβληθέντες απορρίφθηκαν από την αναιρετική απόφαση, η προσβληθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη (άρ. 546 ΚΠΔ), οπότε δεν επιτρέπεται νέα συζήτηση επί των μερών τούτων (και για ελαφρυντική περίσταση που απορρίφθηκε) γι’ αυτό και, όταν προτείνονται λόγοι αναίρεσης κατά των μερών αυτών, είναι απαράδεκτοι, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου, κατ΄άρθρο 57 ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω κεφάλαια είναι αυτοτελή και η υπόστασή τους δεν εξαρτάται από το αναιρεθέν μέρος. Αν το δικαστήριο ερευνήσει αυτά τα κεφάλαια, διαπράττει υπέρβαση εξουσίας ( Βλ και ΟλΑΠ 6/2021, ΑΠ 758/2022, 36/2022, 96/2021).