“1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.
2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Λειτουργία του άρ. 2 ΠΚ – Προϋποθέσεις εφαρμογής ηπιότερου νόμου
1.1. Η ρυθμιστική εμβέλεια του άρ. 2 ΠΚ δεν συνάγεται άμεσα από το άρ. 7 του Συντάγματος – Συνέπειες
«Με τη διάταξη του άρ. 7 παρ. 1 του Συντάγματος με την οποία ορίζεται ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία αυτής και ότι ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη εκείνης που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης, καθιερώνεται η αρχή της νομιμότητας και προστατεύεται έναντι της νομοθετικής εξουσίας η ελευθερία των πολιτών. Περαιτέρω κατά το άρ. 2 παρ. 1 ΠK, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Hπιότερος νόμος θεωρείται κυρίως εκείνος ο οποίος καθιστά ανέγκλητη την πράξη ή αντικαθιστά την ποινική κύρωση με διοικητικές κυρώσεις. Όμως, ούτε από την πιο πάνω διάταξη του Συντάγματος ούτε από καμιά άλλη διάταξη κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να ορίσει ότι ο νέος επιεικέστερος νόμος θα εφαρμόζεται μόνο σε μεταγενέστερες αυτού πράξεις, οπότε δεν ισχύει το άρ. 2 παρ. 1 του ΠK. Νόμος με τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι αντισυνταγματικός, διότι η αναδρομικότητα του νόμου δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα» (ΑΠ 1033/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 574. Βλ. ακόμη παρόμοια ΑΠ 452/1999 ΠοινΧρ Νã [2000], 62, κατά την οποία η συγκεκριμένη άποψη δεν προσκρούει ούτε στο άρ. 4 Σύντ.).
1.2. Ερμηνευτικές πτυχές του άρ. 2 ΠΚ
«Κατά την διάταξη της παρ. 1 του άρ. 2 του ΠΚ αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος καθιστά ανέγκλητον την πράξη, ή απειλεί μικροτέρα ποινή ή αντικαθιστά την ποινική κύρωση με διοικητικές κυρώσεις. Σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας ως προς τον χαρακτηρισμό της πράξεως από πταίσμα σε πλημμέλημα ή ως προς τον χρόνο της παραγραφής ή ως προς τον χρόνον της αναστολής θα εφαρμοσθεί ο επιεικέστερος νόμος που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι της εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως, σύμφωνα με το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου και εφαρμόζεται επ’ αυτής η ως άνω αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιοτέρου νόμου» (ΑΠ 2088/2001 ΠοινΧρ ΝΒã [2002], 810).
Από τη διάταξη του άρθρου 2 του ΠK που ορίζει ότι, “αν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκαση αυτής, ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”, απορρέει η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου από τους περισσότερους που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Ως ηπιότερος δε, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως θεωρείται, μεταξύ των άλλων, και ο νόμος εκείνος που, για το χαρακτηρισμό ορισμένης αξιόποινης πράξεως ως κακουργήματος, απαιτεί περισσότερα στοιχεία (πχ. ορισμένο ποσό ζημίας ή οφέλους) από όσα ήταν αναγκαία μέχρι την ισχύ αυτού, για να χαρακτηρισθεί η ίδια πράξη ως κακούργημα (ΣυμβΑΠ 712/1997 ΠοινΧρ ΜΗã [1998], 227).
Από τη διάταξη [του άρ. 2 ΠΚ] αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος επί το επιεικέστερο, επί ήδη αξιοποίνου πράξεως, συνεπεία γενικής ή μερικής ανατροπής των κοινωνικών δεδομένων και των ειδικών συνθηκών, τα οποία αυθεντικώς αξιολογεί ο εκάστοτε νομοθέτης και επικροτεί νέα ρύθμιση εξ απόψεως ποινικών αποτελεσμάτων, θα έχει εφαρμογή και επί των ήδη εκκρεμών υποθέσεων, εντεύθεν δε το επιλαμβανόμενο δικαστήριο έχει υποχρέωση να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το νεώτερο επιεικέστερο νόμο (ΑΠ 783/1996 ΠοινΧρ ΜΖ [1997], 971, ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 650).
Για τον χαρακτηρισμό, πάντως ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλουμένης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής επί ίσων δε ποινών φυλακίσεως, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 652).
1.3. Ποιος είναι ο εφαρμοστέος νόμος στην περίπτωση κατά την οποία με διαδοχικούς νόμους επιφυλάσσεται όμοια μεταχείριση στον κατηγορούμενο;
1.3.1. Εφαρμόζεται ο νόμος που ισχύει κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης
Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου όταν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ’ αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (ΣυμβΑΠ 673/2004 ΠΛογ 2004, 772. Σύμφωνη και η ΑΠ 1348/2003 ΠΛογ 2003, 1517 με αντίθετες παρατηρήσεις Γ. Μπέκα, ΣυμβΑΠ 172/2002 ΠοινΧρ ΝΒ [2002], 890.
1.3.2. Εφαρμόζεται ο νόμος που ισχύει κατά τον χρόνο εκδίκασης της πράξης
Το ποινικό δικαστήριο ερμηνεύει και εφαρμόζει τον ουσιαστικό ποινικό νόμο, όπως αυτός ισχύει κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως. Κατ’ εξαίρεση, αν από την τέλεση της εγκληματικής πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις (άρθρο 2 ΠΚ). Αντιστοίχως και ο Άρειος Πάγος, κατ’ εξαίρεση επίσης της αρχής, σύμφωνα με την οποία εξετάζει αν ο δικαστής της ουσίας εφάρμοσε ορθώς τον νόμο όπως αυτός ίσχυε κατά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είτε ερευνά τη μη εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου που ίσχυε ήδη κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως, αν προταθεί ως αναιρετικός λόγος (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠ∆), είτε υποχρεούται και αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει τον επιεικέστερο ποινικό νόμο που ίσχυσε μετά το χρονικό αυτό όριο (άρθρ. 511 εδ. γ ΚΠ∆) (ΑΠ 1874/2002 ΠΛογ 2002, 2068 με σύμφωνες παρατηρήσεις Γ. Μπέκα).
1.4. Είναι δυνατή η εφαρμογή δύο νόμων, ο ένας εκ των οποίων είναι επιεικέστερος ως προς την αντικειμενική ή/και την υποκειμενική υπόσταση, ο δε δεύτερος ως προς το σκέλος της ποινικής κύρωσης;
1.4.1. Καταφατικά
Με τη νεότερη διάταξη του άρ. 19 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2523/1997 το αδίκημα
της φοροδιαφυγής που διαπράττεται με την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και με την αποδοχή ή νόθευση τέτοιων στοιχείων, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, ανεξάρτητα αν διαφεύγει ή μη
την πληρωμή φόρου. Η νεότερη αυτή διάταξη, η οποία ισχύει, σύμφωνα με το άρ.
38 παρ. 5 του Ν. 2523/1997 για τα αδικήματα που διαπράττονται από 1 Ιανουαρίου 1998 και μετά, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη μόνο ως προς την απειλούμενη ποινή, ενώ η προηγούμενη διάταξη είναι επιεικέστερη από αυτή γιατί απαιτεί
ως πρόσθετο αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του ίδιου αδικήματος και τον σκοπό του υπαίτιου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, ήτοι στοιχείο που δεν απαιτεί
ο νεότερος νόμος. Επομένως, για το ως άνω αδίκημα της φοροδιαφυγής, που τελέστηκε υπό την ισχύ του Ν. 1591/1986, εφαρμόζονται αφ’ ενός οι διατάξεις του άρ.
31 παρ. 1 περ. ζ και η αυτού (ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση) και αφ’ ετέρου, κατά το άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ, η διάταξη του άρ. 19 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2523/1997 ως προς την απειλούμενη γι’ αυτό ποινή (ΑΠ 1990/2002 ΠοινΧρ ΝΓ [2003], 728, ΑΠ 1252/2004 ΠΛογ 2004, 1549, με παρατηρήσεις Γ. Μπέκα. Βλ. ακόμη ΑΠ 804/2004 ΠΛογ 2004, με παρατηρήσεις Γ. Μπέκα. Εκτενέστερη ανάπτυξη στην ΤρΠλημΚερκ 2144/2004 όπου και περαιτέρω παραπομπές και στην αντίθετη άποψη, Ποιν∆ικ 2005, 686 με αντίθετες εν προκειμένω παρατηρήσεις Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι).
1.4.2. Αρνητικά εν γένει
Κατά την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ […], απορρέει η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου από τους περισσότερους που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως, κατά την οποία (αρχή) αφενός μεν ως ηπιότερος θα κριθεί εκείνος ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενον, εφαρμοζόμενος στο σύνολό του και αφετέρου δεν επιτρέπεται ο συνδυασμός αμφοτέρων των νόμων που ίσχυσαν και η επιλογή των ηπιότερων διατάξεων που περιέχονται στον καθένα από αυτούς, γιατί τότε κατασκευάζεται νέος νόμος που δεν υπάρχει και ο δικαστής στην περίπτωση αυτή νομοθετεί (ΑΠ 56/1989 ΠοινΧρ ΛΘ [1989], 697. Όμοια 820/1988 ΠοινΧρ ΛΗ [1989], 897, ΑΠ 940/1988 ΠοινΧρ ΛΗ [1988], 963, όπου και η θέση ότι η αντίθετη εκδοχή προσκρούει στα άρ. 26 και 73 επ. του Σύντ. Ως προς το πρώτο σκέλος
όμοια ΑΠ 1278/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ [1996], 392. Με αυτό το σκεπτικό και ΣυμβΑΠ 2021/2006 ΠΛογ 2006, 2185 επί ειδικότερων ζητημάτων σχετικών με το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία).
2. Ποιος νόμος θεωρείται επιεικέστερος
“Επιεικέστερος” θεωρείται ο νόμος ο οποίος – καθιστά ανέγκλητη την πράξη ή αντικαθιστά την ποινική κύρωση με διοικητικές κυρώσεις (ΑΠ 1033/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 574).
– δεν καθορίζει ελάχιστο όριο ποινής ή καθορίζει ανώτερο όριο ποινής μικρότερο του ανωτάτου ορίου της ποινής φυλακίσεως, ήτοι των πέντε ετών (αρ. 53 ΠΚ) (ΑΠ 783/1996 ΠοινΧρ ΜΖ [1997], 970, ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 650, παρόμοια ως προς το πρώτο σκέλος ΑΠ 1031/1999 ΠοινΧρ Ν [2000], 517).
– για το χαρακτηρισμό ορισμένης αξιόποινης πράξεως ως κακουργήματος απαιτεί
περισσότερα στοιχεία (πχ. ορισμένο ποσό ζημίας ή οφέλους) από όσα ήταν αναγκαία
μέχρι την ισχύ αυτού, για να χαρακτηρισθεί η ίδια πράξη ως κακούργημα (ΣυμβΑΠ
712/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 227).
– θέτει ως όρο της ασκήσεως της ποινικής διώξεως την υπό του παθόντος υποβολή εγκλήσεως για αξιόποινη πράξη, που, κατά τον προγενέστερο νόμο, διωκόταν
αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 80/2000 ΠοινΧρ Ν [2000], 405, ΑΠ 334/2000 ΠοινXρ N
[2000], 894 με ενημ. σημείωμα Θ. Σάμιου με περαιτέρω παραπομπές στην πάγια
νομολογία του Ακυρωτικού, ΑΠ 1486/2000 ΠοινΧρ ΝΑã [2001], 543 ΑΠ 252/2002
ΠοινΧρ ΝΒ [2002], 911. Όμοια ΑΠ 1607/2002 ΠοινΧρ ΝΓ [2003], 596, ΑΠ
278/2004 ΠοινΧρ ΝΕ [2005], 53, ΑΠ 499/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ [2006], 928).
– απαριθμεί περιοριστικά και όχι ενδεικτικά τις επιβαρυντικές περιπτώσεις (ΑΠ
1733/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 579 με παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου, ΑΠ
1865/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 622, ΑΠ 415/1998 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 1062,
ΑΠ 851/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 453, ΑΠ 1241/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 685,
ΠεντΕφΑθ 1355/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 409).
– μετατρέπει μία αξιόποινη πράξη από πλημμέλημα σε πταίσμα (ΑΠ 2229/2002
ΠοινΧρ ΝΓ [2003], 790).
– θέτει δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης (ΑΠ
1786/2003 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 649).
– καθιερώνοντας ρήτρα επικουρικότητας, καθιστά την συρροή δύο ποινικών διατάξεων από αληθινή σε φαινομενική (ΣυμβΑναθ∆ικ 1/2004 το οποίο δέχτηκε πρόταση Α. Μπελαντώνα, ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 946).
– καθιερώνει διαφορετικά –μεγαλύτερα– όρια ανηλικότητας (ΜΟ∆Μεσολ 18-
19/2004 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 849. Όμοια ΜΟ∆Θηβ 345-346/2004 ΠοινΧρ ΝΕ
[2005], 453).
– θέτει παραγραφή υφ’ όρον για ορισμένες πράξεις ή ανεκτέλεστες ποινές (ΑΠ
1439/2006 ΠοινΧρ ΝΖ [2007], 627, ΑΠ 1606/2006 ΠΛογ 2006, 1762 μεταξύ
πολλών).
3. Ποιος νόμος θεωρείται αυστηρότερος
“Αυστηρότερος” θεωρείται ο νόμος ο οποίος
– κατά παρέκκλιση του κανόνα του άρ. 17 ΠΚ, ορίζει ότι χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται αυτός κατά τον οποίο επέρχεται το εγκληματικό αποτέλεσμα (ΣυμβΑΠ
1926/2004 ΠοινΧρ ΝΕ [2005], 720).
– ενώ επιβάλλει ίση ποινή φυλακίσεως με κάποιον προγενέστερο, επιβάλλει επίσης και χρηματική ποινή (ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 652).
– θέτει αυστηρότερα όρια εκτιτέας ποινής προκειμένου να καθιστά εφικτή την απόλυση υπό όρο κρατουμένου: (ΓνωμΕισΑΠ 11/2005 [Φ. Μακρής] Ποιν∆ικ 2006, 175).
4. Κρίσιμος χρόνος εφαρμογής του άρ. 2 ΠΚ
1.1. Η ρυθμιστική εμβέλεια του άρ. 2 ΠΚ δεν συνάγεται άμεσα από το άρ. 7 του Συντάγματος – Συνέπειες
«Με τη διάταξη του άρ. 7 παρ. 1 του Συντάγματος με την οποία ορίζεται ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία αυτής και ότι ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη εκείνης που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης, καθιερώνεται η αρχή της νομιμότητας και προστατεύεται έναντι της νομοθετικής εξουσίας η ελευθερία των πολιτών. Περαιτέρω κατά το άρ. 2 παρ. 1 ΠK, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Hπιότερος νόμος θεωρείται κυρίως εκείνος ο οποίος καθιστά ανέγκλητη την πράξη ή αντικαθιστά την ποινική κύρωση με διοικητικές κυρώσεις. Όμως, ούτε από την πιο πάνω διάταξη του Συντάγματος ούτε από καμιά άλλη διάταξη κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να ορίσει ότι ο νέος επιεικέστερος νόμος θα εφαρμόζεται μόνο σε μεταγενέστερες αυτού πράξεις, οπότε δεν ισχύει το άρ. 2 παρ. 1 του ΠK. Νόμος με τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι αντισυνταγματικός, διότι η αναδρομικότητα του νόμου δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα» (ΑΠ 1033/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 574. Βλ. ακόμη παρόμοια ΑΠ 452/1999 ΠοινΧρ Νã [2000], 62, κατά την οποία η συγκεκριμένη άποψη δεν προσκρούει ούτε στο άρ. 4 Σύντ.).
1.2. Ερμηνευτικές πτυχές του άρ. 2 ΠΚ
«Κατά την διάταξη της παρ. 1 του άρ. 2 του ΠΚ αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος καθιστά ανέγκλητον την πράξη, ή απειλεί μικροτέρα ποινή ή αντικαθιστά την ποινική κύρωση με διοικητικές κυρώσεις. Σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας ως προς τον χαρακτηρισμό της πράξεως από πταίσμα σε πλημμέλημα ή ως προς τον χρόνο της παραγραφής ή ως προς τον χρόνον της αναστολής θα εφαρμοσθεί ο επιεικέστερος νόμος που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι της εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως, σύμφωνα με το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου και εφαρμόζεται επ’ αυτής η ως άνω αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιοτέρου νόμου» (ΑΠ 2088/2001 ΠοινΧρ ΝΒã [2002], 810).
Από τη διάταξη του άρθρου 2 του ΠK που ορίζει ότι, “αν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκαση αυτής, ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”, απορρέει η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου από τους περισσότερους που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Ως ηπιότερος δε, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως θεωρείται, μεταξύ των άλλων, και ο νόμος εκείνος που, για το χαρακτηρισμό ορισμένης αξιόποινης πράξεως ως κακουργήματος, απαιτεί περισσότερα στοιχεία (πχ. ορισμένο ποσό ζημίας ή οφέλους) από όσα ήταν αναγκαία μέχρι την ισχύ αυτού, για να χαρακτηρισθεί η ίδια πράξη ως κακούργημα (ΣυμβΑΠ 712/1997 ΠοινΧρ ΜΗã [1998], 227).
Από τη διάταξη [του άρ. 2 ΠΚ] αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος επί το επιεικέστερο, επί ήδη αξιοποίνου πράξεως, συνεπεία γενικής ή μερικής ανατροπής των κοινωνικών δεδομένων και των ειδικών συνθηκών, τα οποία αυθεντικώς αξιολογεί ο εκάστοτε νομοθέτης και επικροτεί νέα ρύθμιση εξ απόψεως ποινικών αποτελεσμάτων, θα έχει εφαρμογή και επί των ήδη εκκρεμών υποθέσεων, εντεύθεν δε το επιλαμβανόμενο δικαστήριο έχει υποχρέωση να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το νεώτερο επιεικέστερο νόμο (ΑΠ 783/1996 ΠοινΧρ ΜΖ [1997], 971, ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 650).
Για τον χαρακτηρισμό, πάντως ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλουμένης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής επί ίσων δε ποινών φυλακίσεως, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 652).
1.3. Ποιος είναι ο εφαρμοστέος νόμος στην περίπτωση κατά την οποία με διαδοχικούς νόμους επιφυλάσσεται όμοια μεταχείριση στον κατηγορούμενο;
1.3.1. Εφαρμόζεται ο νόμος που ισχύει κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης
Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου όταν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ’ αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (ΣυμβΑΠ 673/2004 ΠΛογ 2004, 772. Σύμφωνη και η ΑΠ 1348/2003 ΠΛογ 2003, 1517 με αντίθετες παρατηρήσεις Γ. Μπέκα, ΣυμβΑΠ 172/2002 ΠοινΧρ ΝΒ [2002], 890.
1.3.2. Εφαρμόζεται ο νόμος που ισχύει κατά τον χρόνο εκδίκασης της πράξης
Το ποινικό δικαστήριο ερμηνεύει και εφαρμόζει τον ουσιαστικό ποινικό νόμο, όπως αυτός ισχύει κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως. Κατ’ εξαίρεση, αν από την τέλεση της εγκληματικής πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις (άρθρο 2 ΠΚ). Αντιστοίχως και ο Άρειος Πάγος, κατ’ εξαίρεση επίσης της αρχής, σύμφωνα με την οποία εξετάζει αν ο δικαστής της ουσίας εφάρμοσε ορθώς τον νόμο όπως αυτός ίσχυε κατά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είτε ερευνά τη μη εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου που ίσχυε ήδη κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως, αν προταθεί ως αναιρετικός λόγος (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠ∆), είτε υποχρεούται και αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει τον επιεικέστερο ποινικό νόμο που ίσχυσε μετά το χρονικό αυτό όριο (άρθρ. 511 εδ. γ ΚΠ∆) (ΑΠ 1874/2002 ΠΛογ 2002, 2068 με σύμφωνες παρατηρήσεις Γ. Μπέκα).
1.4. Είναι δυνατή η εφαρμογή δύο νόμων, ο ένας εκ των οποίων είναι επιεικέστερος ως προς την αντικειμενική ή/και την υποκειμενική υπόσταση, ο δε δεύτερος ως προς το σκέλος της ποινικής κύρωσης;
1.4.1. Καταφατικά
Με τη νεότερη διάταξη του άρ. 19 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2523/1997 το αδίκημα
της φοροδιαφυγής που διαπράττεται με την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και με την αποδοχή ή νόθευση τέτοιων στοιχείων, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, ανεξάρτητα αν διαφεύγει ή μη
την πληρωμή φόρου. Η νεότερη αυτή διάταξη, η οποία ισχύει, σύμφωνα με το άρ.
38 παρ. 5 του Ν. 2523/1997 για τα αδικήματα που διαπράττονται από 1 Ιανουαρίου 1998 και μετά, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη μόνο ως προς την απειλούμενη ποινή, ενώ η προηγούμενη διάταξη είναι επιεικέστερη από αυτή γιατί απαιτεί
ως πρόσθετο αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του ίδιου αδικήματος και τον σκοπό του υπαίτιου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, ήτοι στοιχείο που δεν απαιτεί
ο νεότερος νόμος. Επομένως, για το ως άνω αδίκημα της φοροδιαφυγής, που τελέστηκε υπό την ισχύ του Ν. 1591/1986, εφαρμόζονται αφ’ ενός οι διατάξεις του άρ.
31 παρ. 1 περ. ζ και η αυτού (ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση) και αφ’ ετέρου, κατά το άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ, η διάταξη του άρ. 19 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2523/1997 ως προς την απειλούμενη γι’ αυτό ποινή (ΑΠ 1990/2002 ΠοινΧρ ΝΓ [2003], 728, ΑΠ 1252/2004 ΠΛογ 2004, 1549, με παρατηρήσεις Γ. Μπέκα. Βλ. ακόμη ΑΠ 804/2004 ΠΛογ 2004, με παρατηρήσεις Γ. Μπέκα. Εκτενέστερη ανάπτυξη στην ΤρΠλημΚερκ 2144/2004 όπου και περαιτέρω παραπομπές και στην αντίθετη άποψη, Ποιν∆ικ 2005, 686 με αντίθετες εν προκειμένω παρατηρήσεις Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι).
1.4.2. Αρνητικά εν γένει
Κατά την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ […], απορρέει η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου από τους περισσότερους που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως, κατά την οποία (αρχή) αφενός μεν ως ηπιότερος θα κριθεί εκείνος ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενον, εφαρμοζόμενος στο σύνολό του και αφετέρου δεν επιτρέπεται ο συνδυασμός αμφοτέρων των νόμων που ίσχυσαν και η επιλογή των ηπιότερων διατάξεων που περιέχονται στον καθένα από αυτούς, γιατί τότε κατασκευάζεται νέος νόμος που δεν υπάρχει και ο δικαστής στην περίπτωση αυτή νομοθετεί (ΑΠ 56/1989 ΠοινΧρ ΛΘ [1989], 697. Όμοια 820/1988 ΠοινΧρ ΛΗ [1989], 897, ΑΠ 940/1988 ΠοινΧρ ΛΗ [1988], 963, όπου και η θέση ότι η αντίθετη εκδοχή προσκρούει στα άρ. 26 και 73 επ. του Σύντ. Ως προς το πρώτο σκέλος
όμοια ΑΠ 1278/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ [1996], 392. Με αυτό το σκεπτικό και ΣυμβΑΠ 2021/2006 ΠΛογ 2006, 2185 επί ειδικότερων ζητημάτων σχετικών με το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία).
2. Ποιος νόμος θεωρείται επιεικέστερος
“Επιεικέστερος” θεωρείται ο νόμος ο οποίος – καθιστά ανέγκλητη την πράξη ή αντικαθιστά την ποινική κύρωση με διοικητικές κυρώσεις (ΑΠ 1033/1998 ΠοινΧρ ΜΘã [1999], 574).
– δεν καθορίζει ελάχιστο όριο ποινής ή καθορίζει ανώτερο όριο ποινής μικρότερο του ανωτάτου ορίου της ποινής φυλακίσεως, ήτοι των πέντε ετών (αρ. 53 ΠΚ) (ΑΠ 783/1996 ΠοινΧρ ΜΖ [1997], 970, ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 650, παρόμοια ως προς το πρώτο σκέλος ΑΠ 1031/1999 ΠοινΧρ Ν [2000], 517).
– για το χαρακτηρισμό ορισμένης αξιόποινης πράξεως ως κακουργήματος απαιτεί
περισσότερα στοιχεία (πχ. ορισμένο ποσό ζημίας ή οφέλους) από όσα ήταν αναγκαία
μέχρι την ισχύ αυτού, για να χαρακτηρισθεί η ίδια πράξη ως κακούργημα (ΣυμβΑΠ
712/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 227).
– θέτει ως όρο της ασκήσεως της ποινικής διώξεως την υπό του παθόντος υποβολή εγκλήσεως για αξιόποινη πράξη, που, κατά τον προγενέστερο νόμο, διωκόταν
αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 80/2000 ΠοινΧρ Ν [2000], 405, ΑΠ 334/2000 ΠοινXρ N
[2000], 894 με ενημ. σημείωμα Θ. Σάμιου με περαιτέρω παραπομπές στην πάγια
νομολογία του Ακυρωτικού, ΑΠ 1486/2000 ΠοινΧρ ΝΑã [2001], 543 ΑΠ 252/2002
ΠοινΧρ ΝΒ [2002], 911. Όμοια ΑΠ 1607/2002 ΠοινΧρ ΝΓ [2003], 596, ΑΠ
278/2004 ΠοινΧρ ΝΕ [2005], 53, ΑΠ 499/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ [2006], 928).
– απαριθμεί περιοριστικά και όχι ενδεικτικά τις επιβαρυντικές περιπτώσεις (ΑΠ
1733/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 579 με παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου, ΑΠ
1865/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 622, ΑΠ 415/1998 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 1062,
ΑΠ 851/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 453, ΑΠ 1241/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 685,
ΠεντΕφΑθ 1355/1997 ΠοινΧρ ΜΗ [1998], 409).
– μετατρέπει μία αξιόποινη πράξη από πλημμέλημα σε πταίσμα (ΑΠ 2229/2002
ΠοινΧρ ΝΓ [2003], 790).
– θέτει δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης (ΑΠ
1786/2003 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 649).
– καθιερώνοντας ρήτρα επικουρικότητας, καθιστά την συρροή δύο ποινικών διατάξεων από αληθινή σε φαινομενική (ΣυμβΑναθ∆ικ 1/2004 το οποίο δέχτηκε πρόταση Α. Μπελαντώνα, ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 946).
– καθιερώνει διαφορετικά –μεγαλύτερα– όρια ανηλικότητας (ΜΟ∆Μεσολ 18-
19/2004 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 849. Όμοια ΜΟ∆Θηβ 345-346/2004 ΠοινΧρ ΝΕ
[2005], 453).
– θέτει παραγραφή υφ’ όρον για ορισμένες πράξεις ή ανεκτέλεστες ποινές (ΑΠ
1439/2006 ΠοινΧρ ΝΖ [2007], 627, ΑΠ 1606/2006 ΠΛογ 2006, 1762 μεταξύ
πολλών).
3. Ποιος νόμος θεωρείται αυστηρότερος
“Αυστηρότερος” θεωρείται ο νόμος ο οποίος
– κατά παρέκκλιση του κανόνα του άρ. 17 ΠΚ, ορίζει ότι χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται αυτός κατά τον οποίο επέρχεται το εγκληματικό αποτέλεσμα (ΣυμβΑΠ
1926/2004 ΠοινΧρ ΝΕ [2005], 720).
– ενώ επιβάλλει ίση ποινή φυλακίσεως με κάποιον προγενέστερο, επιβάλλει επίσης και χρηματική ποινή (ΑΠ 1122/1998 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 652).
– θέτει αυστηρότερα όρια εκτιτέας ποινής προκειμένου να καθιστά εφικτή την απόλυση υπό όρο κρατουμένου: (ΓνωμΕισΑΠ 11/2005 [Φ. Μακρής] Ποιν∆ικ 2006, 175).
4. Κρίσιμος χρόνος εφαρμογής του άρ. 2 ΠΚ
α) εάν τεθεί σε εφαρμογή απλώς επιεικέστερος νόμος και
β) εάν ο νεώτερος νόμος καθιστά την πράξη μη αξιόποινη
Κατά το άρ. 2 του ΠΚ αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις (παρ. 1), αν δε μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές που αναφέρονται στο ζήτημα της επιδράσεως του μεταγενέστερου νόμου, σαφώς προκύπτει ότι ανώτερο χρονικό σημείο μέχρι του όποιου έχει αναδρομική ισχύ ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο νόμος, είναι εκείνο της αμετάκλητης καταδίκης του. Μετά από αυτή έχει αναδρομική εφαρμογή μόνο ο νόμος που καθιστά την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) όχι επομένως και εκείνος με τον οποίο εξαλείφεται, για ορισμένους λόγους το αξιόποινο πράξης η οποία ως αδίκημα εξακολουθεί να έχει χωρίς τη συνδρομή των λόγων αυτών αξιόποινο χαρακτήρα. Έτσι θα πρέπει με το νέο νόμο να καταργείται ο κυρωτικός κανόνας που εφαρμόστηκε και επί πλέον η πράξη να μην επικαλύπτεται από άλλες διατάξεις που συνέρρεαν κατ’ ιδία και είχαν απορροφηθεί από τη διάταξη που τότε εφαρμόστηκε και αργότερα καταργήθηκε. Είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην πράξη ως γεγονός και στην κατάλυση του αξιοποίνου της με μεταγενέστερο νόμο ολοσχερώς (ΑΠ 88/2001 ΠοινΧρ ΝΑ [2001], 893. Παρόμοια ΑΠ 843/2002 ΠΛογ 2002, 994, ΣυμβΑΠ 201/1999 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 821).
5. Μεταβολή χαρακτηρισμού πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα: αναδρομική
εφαρμογή και επί της παραγραφής
Σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας ως προς τον χαρακτηρισμό της πράξεως από κακούργημα σε πλημμέλημα ή ως προς το χρόνο της παραγραφής ή ως
προς το χρόνο της αναστολής κ.λπ. θα εφαρμοσθεί ο επιεικέστερος νόμος που ίσχυε
από της τέλεσης της πράξης μέχρι της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης, σύμφωνα
με το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου και εφαρμόζεται επ’ αυτών η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου,
που καθιερώνεται με το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ. Και όταν με διάταξη νόμου μεταβάλλεται, όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο μιας πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα και ως εκ τούτου σμικρύνεται ο χρόνος παραγραφής της, έπεται ότι είναι πλημμέλημα αφότου τελέσθηκε και ότι έκτοτε υπόκειται στην παραγραφή ως και στις προϋποθέσεις και το χρόνο διάρκειας της προθεσμίας αναστολής αυτής, που ισχύουν για τα πλημμελήματα. ∆ιότι ο νομοθέτης υποβαθμίζοντας το αξιόποινο μιας πράξης αποβλέπει όχι μόνο στην ηπιότερη ποινική μεταχείριση του υπαιτίου (δράστη), αλλά και στην επέκταση και σ’ αυτόν (τον υπαίτιο) των οποιωνδήποτε ευεργετημάτων, τα οποία η νομοθετική παρέμβαση συνεπιφέρει» (ΑΠ 49/1999 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 121).
6. Ο χρόνος τέλεσης της πράξης του αυτουργού είναι κρίσιμος και για την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου ως προς την αξιόποινη συμπεριφορά του απλού συνεργού
Ο χρόνος τελέσεως της απλής συνέργειας είναι τόσο ο χρόνος δράσεως του συνεργού, όσο και ο χρόνος δράσεως του αυτουργού, με την έννοια ότι ναι μεν ο χρόνος δράσεως του συνεργού προσδιορίζει αυτοτελώς το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης του, πλην όμως και ο χρόνος δράσεως του αυτουργού είναι κρίσιμος για την ευθύνη του συνεργού σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι η επέλευση νομοθετικής μεταβολής της ποινικής νομοθεσίας (ώστε, αν κατά το χρόνο δράσεως του αυτουργού η πράξη δεν είναι πλέον αξιόποινη, δεν τιμωρείται και ο συνεργός) καθώς και η περίπτωση της παραγραφής, η οποία, για την πράξη του συνεργού, αρχίζει από τότε που αρχίζει η παραγραφή της κύριας πράξης (ΣυμβΑΠ 1273/2001 ΠοινΧρ ΝΒ [2002], 512 με αντίθετη εισ. πρότ. Α. Βασιλόπουλου και σύμφωνες παρατηρήσεις Α. Σταθόπουλου).
7. Δεν εφαρμόζεται το άρ. 2 ΠΚ στην περίπτωση κατάργησης κανόνα με τον οποίο θεμελιώνεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατ’ άρ. 15 ΠΚ ή και στην περίπτωση διαφορετικής εξωποινικής νομοθετικής μεταβολής
Κατά τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ αν από τη τέλεση της πράξης έως την
αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που
περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενος διατάξεις. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει την ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων νόμων για πράξη αξιόποινη.
Αν όμως μεταβληθεί ο απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου ο οποίος επιβάλλει μία υποχρέωση, τότε δεν καταλύεται το αξιόποινο της πράξης, που συνίσταται σε παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής, εκτός αν προκύπτει ρητά, από τη νεότερη διάταξη, η θέληση του νομοθέτη να καταργήσει αναδρομικά τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (ΑΠ 1971/2003 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 740. Παρόμοια ΣυμβΑΠ 2264/2003 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 799).
Ο νεότερος ευμενέστερος εξωποινικός νόμος δεν περιλαμβάνεται στα όσα ορίζει το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ. Η περί αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου διάταξη (άρθρο 2 Π.Κ.) έχει εφαρμογή σε περίπτωση μεταβολής επί το επιεικέστερο κυρωτικών διατάξεων του ποινικού νόμου και όχι σε περίπτωση μεταβολής του κανόνα που αποτελεί το λογικώς πρότερο του ποινικού νόμου (εξωποινική νομοθετική μεταβολή Εφ. Πατρών 547/1992 Αρμ. ΜΣΤ [1992], 636) (ΑΠ 2145/2004 ΠΛογ 2004, 2641).
8. Δεν εφαρμόζεται το άρ. 2 ΠΚ ως προς τους δικονομικούς κανόνες δικαίου
Ενώ κατά γενική αρχή ο ουσιαστικός ποινικός νόμος δεν έχει αναδρομική δύναμη, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είναι επιεικέστερος (άρ. 2 ΠΚ), ο ποινικός δικονομικός νόμος, ο σχετικός προς την αρμοδιότητα και τη δικαιοδοσία, εφαρμόζεται τόσο επί των μελλουσών να τελεσθούν πράξεων, όσο και επί των πριν από τη δημοσίευση των τελεσθεισών τέτοιων. Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege (άρ. 7 παρ. 1 ισχύοντος Συντάγματος και 1 ΠΚ), δεν ισχύει εν προκειμένω, τούτο δε διότι οι δικονομικοί νόμοι σκοπούν σε τελευταία ανάλυση στην ανίχνευση της αλήθειας και στη διασφάλιση της προσήκουσας απονομής της δικαιοσύνης (Ζησιάδης, Ποιν. ∆ικονομία, έκδ. βã, σελ. 23 επ., Κ. Σταμάτης, ΠοινΧρ ΚΕ/150, ΑΠ 1001/1981 ΠοινΧρ ΛΒ/88). Οι ποινικοί δικονομικοί νόμοι, εκτός αντίθετης διάταξης, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς ποινικές δίκες, με αποτέλεσμα οι μεν διαδικαστικές πράξεις που επιχειρήθηκαν υπό το κράτος του παλαιού νόμου να είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας να διέπεται από το νέο νόμο (ΑΠ 1571/1988 ΠοινΧρ ΛΘ/390, ΠεντΕφΑθ 257/1993, Υπεράσπιση 1996, 538-544) (ΜΟ∆Θηβ 345-346/2004 ΠοινΧρ ΝΕ [2005], 453).
Κατά το άρ. 2 του ΠΚ αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις (παρ. 1), αν δε μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές που αναφέρονται στο ζήτημα της επιδράσεως του μεταγενέστερου νόμου, σαφώς προκύπτει ότι ανώτερο χρονικό σημείο μέχρι του όποιου έχει αναδρομική ισχύ ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο νόμος, είναι εκείνο της αμετάκλητης καταδίκης του. Μετά από αυτή έχει αναδρομική εφαρμογή μόνο ο νόμος που καθιστά την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη) όχι επομένως και εκείνος με τον οποίο εξαλείφεται, για ορισμένους λόγους το αξιόποινο πράξης η οποία ως αδίκημα εξακολουθεί να έχει χωρίς τη συνδρομή των λόγων αυτών αξιόποινο χαρακτήρα. Έτσι θα πρέπει με το νέο νόμο να καταργείται ο κυρωτικός κανόνας που εφαρμόστηκε και επί πλέον η πράξη να μην επικαλύπτεται από άλλες διατάξεις που συνέρρεαν κατ’ ιδία και είχαν απορροφηθεί από τη διάταξη που τότε εφαρμόστηκε και αργότερα καταργήθηκε. Είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην πράξη ως γεγονός και στην κατάλυση του αξιοποίνου της με μεταγενέστερο νόμο ολοσχερώς (ΑΠ 88/2001 ΠοινΧρ ΝΑ [2001], 893. Παρόμοια ΑΠ 843/2002 ΠΛογ 2002, 994, ΣυμβΑΠ 201/1999 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 821).
5. Μεταβολή χαρακτηρισμού πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα: αναδρομική
εφαρμογή και επί της παραγραφής
Σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας ως προς τον χαρακτηρισμό της πράξεως από κακούργημα σε πλημμέλημα ή ως προς το χρόνο της παραγραφής ή ως
προς το χρόνο της αναστολής κ.λπ. θα εφαρμοσθεί ο επιεικέστερος νόμος που ίσχυε
από της τέλεσης της πράξης μέχρι της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης, σύμφωνα
με το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου και εφαρμόζεται επ’ αυτών η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου,
που καθιερώνεται με το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ. Και όταν με διάταξη νόμου μεταβάλλεται, όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο μιας πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα και ως εκ τούτου σμικρύνεται ο χρόνος παραγραφής της, έπεται ότι είναι πλημμέλημα αφότου τελέσθηκε και ότι έκτοτε υπόκειται στην παραγραφή ως και στις προϋποθέσεις και το χρόνο διάρκειας της προθεσμίας αναστολής αυτής, που ισχύουν για τα πλημμελήματα. ∆ιότι ο νομοθέτης υποβαθμίζοντας το αξιόποινο μιας πράξης αποβλέπει όχι μόνο στην ηπιότερη ποινική μεταχείριση του υπαιτίου (δράστη), αλλά και στην επέκταση και σ’ αυτόν (τον υπαίτιο) των οποιωνδήποτε ευεργετημάτων, τα οποία η νομοθετική παρέμβαση συνεπιφέρει» (ΑΠ 49/1999 ΠοινΧρ ΜΘ [1999], 121).
6. Ο χρόνος τέλεσης της πράξης του αυτουργού είναι κρίσιμος και για την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου ως προς την αξιόποινη συμπεριφορά του απλού συνεργού
Ο χρόνος τελέσεως της απλής συνέργειας είναι τόσο ο χρόνος δράσεως του συνεργού, όσο και ο χρόνος δράσεως του αυτουργού, με την έννοια ότι ναι μεν ο χρόνος δράσεως του συνεργού προσδιορίζει αυτοτελώς το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης του, πλην όμως και ο χρόνος δράσεως του αυτουργού είναι κρίσιμος για την ευθύνη του συνεργού σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι η επέλευση νομοθετικής μεταβολής της ποινικής νομοθεσίας (ώστε, αν κατά το χρόνο δράσεως του αυτουργού η πράξη δεν είναι πλέον αξιόποινη, δεν τιμωρείται και ο συνεργός) καθώς και η περίπτωση της παραγραφής, η οποία, για την πράξη του συνεργού, αρχίζει από τότε που αρχίζει η παραγραφή της κύριας πράξης (ΣυμβΑΠ 1273/2001 ΠοινΧρ ΝΒ [2002], 512 με αντίθετη εισ. πρότ. Α. Βασιλόπουλου και σύμφωνες παρατηρήσεις Α. Σταθόπουλου).
7. Δεν εφαρμόζεται το άρ. 2 ΠΚ στην περίπτωση κατάργησης κανόνα με τον οποίο θεμελιώνεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατ’ άρ. 15 ΠΚ ή και στην περίπτωση διαφορετικής εξωποινικής νομοθετικής μεταβολής
Κατά τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ αν από τη τέλεση της πράξης έως την
αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που
περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενος διατάξεις. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει την ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων νόμων για πράξη αξιόποινη.
Αν όμως μεταβληθεί ο απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου ο οποίος επιβάλλει μία υποχρέωση, τότε δεν καταλύεται το αξιόποινο της πράξης, που συνίσταται σε παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής, εκτός αν προκύπτει ρητά, από τη νεότερη διάταξη, η θέληση του νομοθέτη να καταργήσει αναδρομικά τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (ΑΠ 1971/2003 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 740. Παρόμοια ΣυμβΑΠ 2264/2003 ΠοινΧρ Ν∆ [2004], 799).
Ο νεότερος ευμενέστερος εξωποινικός νόμος δεν περιλαμβάνεται στα όσα ορίζει το άρ. 2 παρ. 1 του ΠΚ. Η περί αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου διάταξη (άρθρο 2 Π.Κ.) έχει εφαρμογή σε περίπτωση μεταβολής επί το επιεικέστερο κυρωτικών διατάξεων του ποινικού νόμου και όχι σε περίπτωση μεταβολής του κανόνα που αποτελεί το λογικώς πρότερο του ποινικού νόμου (εξωποινική νομοθετική μεταβολή Εφ. Πατρών 547/1992 Αρμ. ΜΣΤ [1992], 636) (ΑΠ 2145/2004 ΠΛογ 2004, 2641).
8. Δεν εφαρμόζεται το άρ. 2 ΠΚ ως προς τους δικονομικούς κανόνες δικαίου
Ενώ κατά γενική αρχή ο ουσιαστικός ποινικός νόμος δεν έχει αναδρομική δύναμη, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είναι επιεικέστερος (άρ. 2 ΠΚ), ο ποινικός δικονομικός νόμος, ο σχετικός προς την αρμοδιότητα και τη δικαιοδοσία, εφαρμόζεται τόσο επί των μελλουσών να τελεσθούν πράξεων, όσο και επί των πριν από τη δημοσίευση των τελεσθεισών τέτοιων. Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege (άρ. 7 παρ. 1 ισχύοντος Συντάγματος και 1 ΠΚ), δεν ισχύει εν προκειμένω, τούτο δε διότι οι δικονομικοί νόμοι σκοπούν σε τελευταία ανάλυση στην ανίχνευση της αλήθειας και στη διασφάλιση της προσήκουσας απονομής της δικαιοσύνης (Ζησιάδης, Ποιν. ∆ικονομία, έκδ. βã, σελ. 23 επ., Κ. Σταμάτης, ΠοινΧρ ΚΕ/150, ΑΠ 1001/1981 ΠοινΧρ ΛΒ/88). Οι ποινικοί δικονομικοί νόμοι, εκτός αντίθετης διάταξης, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς ποινικές δίκες, με αποτέλεσμα οι μεν διαδικαστικές πράξεις που επιχειρήθηκαν υπό το κράτος του παλαιού νόμου να είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας να διέπεται από το νέο νόμο (ΑΠ 1571/1988 ΠοινΧρ ΛΘ/390, ΠεντΕφΑθ 257/1993, Υπεράσπιση 1996, 538-544) (ΜΟ∆Θηβ 345-346/2004 ΠοινΧρ ΝΕ [2005], 453).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 367/2020
Με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, που επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και, συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου και ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του νέου Π.Κ. (ν. 4619/2019), “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του νέου Π.Κ., που ισχύει από 1-7-2019 και εφεξής (βλ. αρθρ. 460 αυτού). Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νομούς και όχι στους δικονομικούς, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσης τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ.ΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος.
Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικεστέρου η μη, επί πλημμελημάτων, λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής (όπως και της προσφοράς κοινωφελούς εργασίας), επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή.
Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικεστέρου η μη, επί πλημμελημάτων, λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής (όπως και της προσφοράς κοινωφελούς εργασίας), επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή.
Κυριάκος Κόκκινος
Δικηγόρος, Ποινικολόγος, Διαμεσολαβητής, CSAP, Coach
Σημ. Να ελέγχετε πάντοτε την τρέχουσα μορφή του άρθρου, γιατί ενδέχεται από την παρούσα δημοσίευση έως την ανάγνωσή της από εσάς, να έχουν επέλθει αλλαγές.