“Έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της καθώς και την επιβλητέα γι’ αυτή ποινή”.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
(Ισχύει σύμφωνα με το νέο Ποινικό Κώδικα, όπως κωδικοποιήθηκε με τον Ν. 4619/2019, με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιουλίου 2019)
Περιεχόμενο της αρχής “nullum crimen nulla poena sine lege” – Η ερμηνεία των
ποινικών κανόνων
ποινικών κανόνων
«Από τις διατάξεις των άρ. 7 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος και 1 του ΠΚ, που ορίζουν η μεν πρώτη ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και ορίζει τα στοιχεία της, κατά δε τη δεύτερη ότι ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους, προκύπτει η βούληση του συνταγματικού και του κοινού νομοθέτη διπλής κατοχύρωσης του ποινικού φαινομένου χάριν της προσωπικής ασφάλειας των πολιτών, επιβάλλεται δε στον κοινό νομοθέτη η υποχρέωση κατά τη θέσπιση των ποινικών νόμων να είναι σαφής και ακριβής, ώστε κάθε νέα πράξη-έγκλημα (άρ. 14 ΠΚ) να περιέχει τα στοιχεία της γενικής δομής του εγκλήματος: α) πράξη, β) άδικη, γ) καταλογιστή, δ) τιμωρούμενη με ποινή. Επομένως οποιαδήποτε άλλη προσβολή που δεν έχει τυποποιηθεί δεν αναγνωρίζεται κατά νόμο, ως έγκλημα, χωρίς την ύπαρξη των στοιχείων, τα οποία ο νομοθέτης όρισε στη συγκεκριμένη πράξη. Έτσι κάθε νέα πράξη πρέπει να περιέχει τα γενικά ελάχιστα δομικά στοιχεία του εγκλήματος, παράλληλα με τα ειδικότερα στοιχεία που προσιδιάζουν στη νέα πράξη, που περιγράφεται με σαφήνεια και ακρίβεια, με τιμωρία
δε αυτής ο κοινός νομοθέτης θέλει να προστατεύσει ορισμένο έννομο αγαθό» (ΑΠ
588/2004 ΠοινΧρ Ν∆ã [2004], 514). Είναι γνωστό ότι θεμελιώδης αρχή του Ποινικού μας ∆ικαίου είναι η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής που βρίσκεται διατυπωμένη στην πρόταση: “έγκλημα δεν υπάρχει και ποινή δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο” (Nullum crimen nulla poena sine lege, από την οποία απορρέει η ειδικότερη αρχή Nullum crimen nulla poena sine lege certa). Την τελευταία, το ισχύον
Σύνταγμά μας, με αυξημένη ευαισθησία από τις μέχρι τότε ιστορικοκοινωνικές εμπειρίες, κατέγραψε ρητά στο άρθρο 7 παρ. 1 εδ. αã αυτού με τη διατύπωση “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της”, κατοχυρώνοντας έτσι σαφέστερα την εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου, δηλ. την εξασφαλιστική του ατόμου λειτουργία του απέναντι σε κάθε αυθαιρεσία (βλ. Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο, εκδ. 1979 σ. 35, 62). Η συνταγματική αυτή επιταγή καθορίζει ότι δεν αρκεί πια η οποιαδήποτε προηγούμενη από την πράξη ποινική πρόβλεψη, αλλά πρέπει οι ποινικοί νόμοι να περιγράφουν συγκεκριμένα και ορισμένα την αξιόποινη πράξη, ώστε να είναι αντικειμενικά διαγνώσιμη σε κάθε ατομική – εμπειρική της εμφάνιση (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, “Το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος και οι Ποινικοί Νόμοι” Εισήγηση στο Αã Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Συνταγματολόγων, Ποιν. Χρον. ΛΓã σ. 865). Η σύμφωνη με το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. αã του Συντάγματος συγκεκριμενοποιημένη κατά τα παραπάνω και ειδικά προσδιορισμένη αξιόποινη συμπεριφορά πρέπει να περιγράφεται πάντοτε στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος (βλ. Γ. Α. Μαγκάκη, ό.π. σ. 99) και δεν μπορεί να καθορίζεται με βάση συγκεκριμένους, έστω, εννοιολογικούς προσδιορισμούς που αποτελούν το περιεχόμενο μόνον της υποκειμενικής υπόστασης, διότι διαφορετικά πρόκειται κατ’ ευθείαν για τιμώρηση του φρονήματος, όταν μάλιστα η
αντικειμενική υπόσταση είναι εντελώς αόριστη οπότε τότε πρόκειται για τις “πιο κραυγαλέες περιπτώσεις αόριστων και άρα αντισυνταγματικών ποινικών νόμων” (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π. σ. 872)» (ΤρΕφΛαρ 1617/2005 με εισ. πρότ. Σ. ∆ασκαλόπουλου, Ποιν∆ικ 2006, 845 με σύμφωνες παρατηρήσεις Ι. Μανωλεδάκη).
δε αυτής ο κοινός νομοθέτης θέλει να προστατεύσει ορισμένο έννομο αγαθό» (ΑΠ
588/2004 ΠοινΧρ Ν∆ã [2004], 514). Είναι γνωστό ότι θεμελιώδης αρχή του Ποινικού μας ∆ικαίου είναι η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής που βρίσκεται διατυπωμένη στην πρόταση: “έγκλημα δεν υπάρχει και ποινή δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο” (Nullum crimen nulla poena sine lege, από την οποία απορρέει η ειδικότερη αρχή Nullum crimen nulla poena sine lege certa). Την τελευταία, το ισχύον
Σύνταγμά μας, με αυξημένη ευαισθησία από τις μέχρι τότε ιστορικοκοινωνικές εμπειρίες, κατέγραψε ρητά στο άρθρο 7 παρ. 1 εδ. αã αυτού με τη διατύπωση “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της”, κατοχυρώνοντας έτσι σαφέστερα την εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου, δηλ. την εξασφαλιστική του ατόμου λειτουργία του απέναντι σε κάθε αυθαιρεσία (βλ. Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο, εκδ. 1979 σ. 35, 62). Η συνταγματική αυτή επιταγή καθορίζει ότι δεν αρκεί πια η οποιαδήποτε προηγούμενη από την πράξη ποινική πρόβλεψη, αλλά πρέπει οι ποινικοί νόμοι να περιγράφουν συγκεκριμένα και ορισμένα την αξιόποινη πράξη, ώστε να είναι αντικειμενικά διαγνώσιμη σε κάθε ατομική – εμπειρική της εμφάνιση (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, “Το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος και οι Ποινικοί Νόμοι” Εισήγηση στο Αã Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Συνταγματολόγων, Ποιν. Χρον. ΛΓã σ. 865). Η σύμφωνη με το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. αã του Συντάγματος συγκεκριμενοποιημένη κατά τα παραπάνω και ειδικά προσδιορισμένη αξιόποινη συμπεριφορά πρέπει να περιγράφεται πάντοτε στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος (βλ. Γ. Α. Μαγκάκη, ό.π. σ. 99) και δεν μπορεί να καθορίζεται με βάση συγκεκριμένους, έστω, εννοιολογικούς προσδιορισμούς που αποτελούν το περιεχόμενο μόνον της υποκειμενικής υπόστασης, διότι διαφορετικά πρόκειται κατ’ ευθείαν για τιμώρηση του φρονήματος, όταν μάλιστα η
αντικειμενική υπόσταση είναι εντελώς αόριστη οπότε τότε πρόκειται για τις “πιο κραυγαλέες περιπτώσεις αόριστων και άρα αντισυνταγματικών ποινικών νόμων” (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π. σ. 872)» (ΤρΕφΛαρ 1617/2005 με εισ. πρότ. Σ. ∆ασκαλόπουλου, Ποιν∆ικ 2006, 845 με σύμφωνες παρατηρήσεις Ι. Μανωλεδάκη).
Κυριάκος Κόκκινος
Δικηγόρος, Ποινικολόγος, Διαμεσολαβητής, CSAP, Coach
Σημ. Να ελέγχετε πάντοτε την τρέχουσα μορφή του άρθρου, γιατί ενδέχεται από την παρούσα δημοσίευση έως την ανάγνωσή της από εσάς, να έχουν επέλθει αλλαγές.