ΑΠΟΦΑΣΗ
Μακρυλάκης κατά Ελλάδας της 17.11.2022 (αρ. προσφ. 34812/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αιτήσεις αποζημίωσης για δύο χρόνια φυλάκιση κατόπιν αθωωτικής απόφασης που εκδόθηκε από το Εφετείο. Διαδικασία κατάθεσης Αιτήσεων μη ρυθμιζόμενη από το εθνικό δίκαιο με συνεκτικό και προβλέψιμο τρόπο. Υπερβολικά τυπολατρική εφαρμογή διαδικαστικών απαιτήσεων από τα εθνικά δικαστήρια. Δυσανάλογη επιβάρυνση του προσφεύγοντος που θίγει την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Αδικαιολόγητη διάρκεια της πρωτοβάθμιας ποινικής διαδικασίας
Ο προσφεύγων συνελήφθη για καλλιέργεια κάνναβης. Καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε 18 χρόνια κάθειρξη και χρηματική ποινή 300.000 ευρώ. Παρέμεινε στην φυλακή για δύο χρόνια. Κατόπιν ασκηθείσας έφεσης αθωώθηκε στο δεύτερο βαθμό και η απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά από αναίρεση του Εισαγγελέα η οποία απορρίφθηκε. Η συνολική διαδικασία στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο διήρκεσε 5 χρόνια και 9 μήνες. Στο μεσοδιάστημα άσκησε δύο Αιτήσεις για αποζημίωση λόγω της άδικης φυλάκισης οι οποίες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες. Η πρώτη επειδή ασκήθηκε πριν η απόφαση καταστεί αμετάκλητη και η δεύτερη επειδή ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης.
To ΕΔΔΑ έκρινε ότι έπρεπε να εξεταστεί εάν η εφαρμογή των διαδικαστικών απαιτήσεων, ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ή εάν υπονόμευε την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διατύπωση των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκάλεσε αβεβαιότητα και ασάφεια ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού για την υποβολή της Αίτησης αποζημίωσης. Στην εγχώρια νομοθεσία δεν ήταν ξεκάθαρο εάν έπρεπε να ασκηθεί όταν η απόφαση καταστεί αμετάκλητη ή μετά την τελεσίδικη αθωωτική απόφαση. Διαπίστωσε ότι η νομολογία των εγχώριων δικαστηρίων είχαν εδραιώσει αυτή την αβάσιμη κατάσταση και δεν υπήρχε προβλέψιμη πρακτική. Κατά το ΕΔΔΑ η εξέταση της υπόθεσης, στο σύνολό της έδειξε ότι οι διατάξεις του ΚΠΔ σχετικά με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για υποβολή Αίτησης αποζημίωσης εφαρμόστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια με υπερβολικό φορμαλισμό.
Ακολούθως διαπίστωσε ότι το απαράδεκτο των Αιτήσεων αποζημίωση δεν οφειλόταν σε λάθος για το οποίο ο προσφεύγων ήταν αντικειμενικά υπεύθυνος αλλά σε μία σειρά παραλείψεων και αβεβαιοτήτων που δημιουργήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια.
Τέλος διαπίστωσε ότι οι δικονομικοί κανόνες έπαυσαν να εξυπηρετούν τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελούσαν εμπόδιο που απαγορεύει στον διάδικο να προσδιορίσει την υπόθεσή του επί της ουσίας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο, πουν αποτελεί ειδικότερη έκφανση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ).
Τέλος το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η συνολική διάρκεια της δίκης στον πρώτο βαθμό που διήρκησε 5 χρόνια και 9 μήνες και έκρινε ότι παραβιάστηκε η εύλογη διάρκεια της δίκης (άρθρο 6 παρ.1).
Αντιθέτως έκρινε ότι η κράτηση του προσφεύγοντος δεν ήταν παράνομη και απέρριψε ως απαράδεκτη την καταγγελία του για στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του (άρθρο 5 παρ. 5 ΕΣΔΑ).
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 16.500 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 5§5
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 4 Αυγούστου 2004 εντοπίστηκε φυτεία κάνναβης στο δήμο Νικηφόρου Φωκά του νομού Ρεθύμνου.
Για ένα χρονικό διάστημα, ο προσφεύγων μίσθωνε το οικόπεδο όπου βρέθηκε η φυτεία. Διενεργήθηκε προανάκριση από την αστυνομία κατά την οποία ο προσφεύγων εξετάστηκε ως μάρτυρας. Στις 22 Δεκεμβρίου 2004 ασκήθηκε μήνυση κατά αγνώστων. Στις 7 Ιανουαρίου 2005 ο εισαγγελέας Ρεθύμνου άσκησε ποινική δίωξη και ζήτησε από τον ανακριτή τη διεξαγωγή της κύριας έρευνας για το αδίκημα της καλλιέργειας κάνναβης.
Στις 20 Ιανουαρίου 2006, κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης, ο προσφεύγων απολογήθηκε ως κατηγορούμενος ενώπιον του ανακριτή και του επιβλήθηκε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Μετά την ολοκλήρωση της κύριας ανάκρισης, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ρεθύμνου υπέβαλε τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων – «Εφετείο») στις 7 Μαρτίου 2006. Στις 17 Μαρτίου 2006, μετά από πρόταση του εισαγγελέα, εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 85/2006 Βούλευμα, που παρέπεμψε τον προσφεύγοντα για δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης.
Με Κλήση που εκδόθηκε στις 22 Ιουνίου 2006, ο προσφεύγων διατάχθηκε να εμφανιστεί στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος για το αδίκημα που αφορά τη καλλιέργεια κάνναβης.
Η συζήτηση είχε προγραμματιστεί για τις 15 Δεκεμβρίου 2006. Ο προσφεύγων ζήτησε αναβολή λόγω της αδυναμίας του συνηγόρου του να παραστεί. Η συζήτηση αναβλήθηκε για τις 21 Σεπτεμβρίου 2007. Μετά από αναβολή η υπόθεση εισήχθη για εκδίκαση στις 14 Μαΐου 2010 και στη συνέχεια αναβλήθηκε για τις 21 Ιανουαρίου 2011 κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος επειδή ο δικηγόρος του βρισκόταν σε αποχή.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης που πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2011, η υπόθεση αναβλήθηκε περαιτέρω για τις 21 Οκτωβρίου 2011 μετά από αίτημα του δικηγόρου του προσφεύγοντος, λόγω γενικής εθνικής απεργίας των δικηγόρων.
Κατά τη συνεδρίαση της 21 Οκτωβρίου 2011, το δικαστήριο διέκοψε τη συζήτηση. Η υπόθεση επαναλήφθηκε την 1η Νοεμβρίου 2011. Την ημερομηνία αυτή, με την απόφαση αριθ. 867/2011 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης που ενεργούσε ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο προσφεύγων καταδικάστηκε για καλλιέργεια κάνναβης και καταδικάστηκε σε 18 χρόνια κάθειρξη και χρηματική ποινή 300.000 ευρώ.
Την 1η Νοεμβρίου 2011 ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Και τα τέσσερα αιτήματά του για αναστολή της ποινής απορρίφθηκαν με αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης και φυλακίστηκε.
Μετά από άσκηση έφεσης προσδιορίστηκε η εκδίκασή της στις 26 Σεπτεμβρίου 2013 και διεκόπη για 15 Οκτωβρίου 2013. Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Κρήτης, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αθώωσε τον προσφεύγοντα με την αριθ. 184/2013 απόφασή του.
Ο προσφεύγων, ο οποίος κρατούνταν από την 1η Νοεμβρίου 2011, αφέθηκε ελεύθερος στις 16 Οκτωβρίου 2013, μετά από περίπου δύο χρόνια φυλάκισης.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2014 ο εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης άσκησε αναίρεση. Μετά από αίτημα του δικηγόρου του προσφεύγοντος στις 8 Απριλίου 2014, η υπόθεση αναβλήθηκε για τον Νοέμβριο του 2014.
Με την απόφαση με αριθ. 23/2015 της 13 Ιανουαρίου 2015, ο Άρειος Πάγος έκρινε απαράδεκτη την αναίρεση.
Στις 23 Οκτωβρίου 2013 ο προσφεύγων κατέθεσε Αίτηση στο Εφετείο Κρήτης, επικαλούμενος τα άρθρα 533, 536 και 537 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ζητώντας αποζημίωση για την πρωτόδικη καταδίκη του και την κράτηση του, ενόψει της μεταγενέστερης αθώωσής του δυνάμει της απόφασης υπ’αριθ. 184/2013 του εν λόγω δικαστηρίου.
Στις 28 Νοεμβρίου 2013 το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης πραγματοποίησε ακρόαση αντιμωλία του προσφεύγοντος και με την υπ’ αριθ. 222/2013 απόφαση ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι που η απόφαση αριθ. 184/2013 κατέστη αμετάκλητη.
Εν τω μεταξύ, ο εισαγγελέας άσκησε την προαναφερθείσα αναίρεση και ο Άρειος Πάγος την απέρριψε στις 13 Ιανουαρίου 2015. Στις 11 Φεβρουαρίου 2015 ο προσφεύγων κατέθεσε δεύτερη Αίτηση αποζημίωσης στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Κρήτης.
Λόγω του γεγονότος ότι στην παρούσα υπόθεση η αθωωτική απόφαση είχε καταστεί αμετάκλητη στις 13 Ιανουαρίου 2015 το δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία για την υποβολή Αίτησης αποζημίωσης είχε λήξει στις 23 Ιανουαρίου 2015 και ότι ο προσφεύγων είχε καταθέσει εκπρόθεσμα την Αίτησή του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, καθώς δεν είχε ισχυριστεί επιπλέον ότι ανωτέρα βία ή οποιοδήποτε άλλο εμπόδιο τον εμπόδισε να υποβάλει την αίτηση.
Στις 10 Ιουλίου 2015 ο προσφεύγων υπέβαλε προσφυγή στο ΕΔΔΑ.
Ακολούθως το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Κρήτης αποφάνθηκε επί της πρώτης Αίτησης αποζημίωσης, η οποία είχε κατατεθεί το 2013. Στις 15 Οκτωβρίου 2015, στην απόφαση με αριθ. 123/2015, το δικαστήριο υιοθέτησε την ίδια ερμηνεία ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την υποβολή αιτήσεων αποζημίωσης. Κήρυξε την πρώτη αίτηση του προσφεύγοντος απαράδεκτη, καθώς η αθωωτική απόφαση δεν είχε ακόμη καταστεί αμετάκλητη όταν κατέθεσε την εν λόγω Αίτηση αποζημίωσης.
Στις 7 Ιουλίου και στις 6 Νοεμβρίου 2015, ο προσφεύγων άσκησε δύο αναιρέσεις κατά των δύο αποφάσεων που απέρριψαν τις αιτήσεις του για αποζημίωση. Στις 25 Οκτωβρίου και στις 2 Νοεμβρίου 2016 αντιστοίχως και οι δύο αναιρέσεις κρίθηκαν απαράδεκτες.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση εντός εύλογου χρόνου) και 5 § 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε για τη μη δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας σχετικά με τις αιτήσεις του για αποζημίωση και ισχυρίστηκε ότι η ποινική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων εθνικών δικαστηρίων ήταν μακροχρόνια.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Α) ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ
Το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να αμφισβητήσει ότι οι διαδικαστικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται κατά την υποβολή αίτησης αποζημίωσης, όπως ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια, αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της ορθής απονομής δικαιοσύνης και της τήρησης, ιδίως, της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, το ερώτημα που έπρεπε να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση είναι εάν η εφαρμογή των διαδικαστικών απαιτήσεων και η ιδιαίτερη συμπεριφορά των εθνικών δικαστηρίων, που οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι Αιτήσεις του προσφεύγοντος κρίθηκαν απαράδεκτες, ήταν ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ή εάν υπονόμευαν την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 § 1.
(i) Ήταν ο περιορισμός προβλέψιμος;
Το Δικαστήριο σημείωσε όσον αφορά το πρώτο κριτήριο ότι η διατύπωση των εφαρμοστέων διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκάλεσε αβεβαιότητα και ασάφεια ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού για την υποβολή Αίτησης αποζημίωσης. Το άρθρο 533 § 1 του προηγούμενου ΚΠΔ όριζε τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καταδικάστηκαν με δικαστική απόφαση και στη συνέχεια αθωώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση. Το άρθρο 536 § 1 του προηγούμενου ΚΠΔ όριζε ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση ήταν αρμόδιο να αποφανθεί για αποζημίωση με χωριστή απόφαση που εκδίδεται ταυτόχρονα με την απόφαση. Το άρθρο 537 του προηγούμενου ΚΠΔ προέβλεπε περαιτέρω ότι Αίτηση αποζημίωσης μπορεί να υποβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, εντός δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση. Από τις διατάξεις δεν προκύπτει ότι η Αίτηση μπορούσε να υποβληθεί μόνο μετά την τελεσιδικία της αθωωτικής απόφασης και εντός 10 ημερών από την έκδοση της.
Το Εφετείο Κακουργημάτων Κρήτης στην απόφαση με αρ. 59/2015, όφειλε να λάβει υπόψη τη βούληση του νομοθέτη, σύμφωνα με την οποία δεν θα έπρεπε να προσβάλλεται το δικαίωμα αποζημίωσης και να ερμηνευθούν η σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ανάλογα. Έτσι, έκρινε ότι η Αίτηση αποζημίωσης ήταν παραδεκτή μόνο εάν είχε υποβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 536 §1ΚΠΔ αμέσως μετά την έκδοση της αθωωτικής απόφασης και μόνο υπό τον όρο ότι η απόφαση ήταν αμετάκλητη. Όσον αφορά Αίτηση που κατατέθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 537 § 1, η προθεσμία των 10 ημερών άρχιζε από την ημερομηνία κατά την οποία η αθωωτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Η Κυβέρνηση αναγνώρισε ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση των διατάξεων, φαινόταν ότι σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις μια Αίτηση αποζημίωσης θα κηρύσσονταν απαράδεκτη και υποστήριξε ότι η ερμηνεία των δικαστηρίων είχε εδραιώσει αυτήν την κατάσταση. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να συμπεράνει με βάση τα αναφερόμενα από την Κυβέρνηση ότι ακολουθήθηκε ίδια ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων σε παρόμοια υπόθεση το 2004 και ότι υπήρχε παρόμοια εγχώρια δικαστική πρακτική και συνεπής εφαρμογή της πρακτική.
Όσον αφορά την προσβασιμότητα της σχετικής πρακτικής ακόμη και αν ο προσφεύγων είχε λάβει νομική συμβουλή, θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να εξακριβώσει, βάσει των σχετικών εσωτερικών διατάξεων και πρακτικών, ότι δεν συμμορφώθηκε με τις διαδικαστικές απαιτήσεις, ενόψει και της έκδοσης της απόφασης με αριθμ. 222/2013 του Εφετείου Κρήτης που ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η αθωωτική απόφαση. Οι προηγούμενες σκέψεις αρκούν ώστε το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί για Αίτηση αποζημίωσης δεν ρυθμίστηκε με συνεκτικό και προβλέψιμο τρόπο.
(ii) Επωμίστηκε ο προσφεύγων τις αρνητικές συνέπειες των λαθών που έγιναν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας;
Ως προς το δεύτερο κριτήριο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Εφετείο Κρήτης με την υπ’ αριθ. 222/2013 απόφασή του, οδήγησε τον προσφεύγοντα να πιστέψει ότι η πρώτη του Αίτηση αποζημίωσης πληρούσε τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που όριζε ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και δεν έθετε κανένα ζήτημα απαραδέκτου. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η υπόθεση αναβλήθηκε εν αναμονή της έκβασης ενδεχόμενης αναίρεσης, ο προσφεύγων οδηγήθηκε να πιστέψει ότι η Αίτησή του θα εξεταζόταν στη συνέχεια επί της ουσίας. Επιπλέον, το Εφετείο Κρήτης έκρινε απαράδεκτη την πρώτη Αίτηση αποζημίωσης που χρονολογείται από το 2013 μετά από περίπου δύο χρόνια, τη στιγμή που δεν ήταν πλέον δυνατό για τον προσφεύγοντα να συμμορφωθεί με την απαίτηση της προθεσμίας.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχτεί το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων επέδειξε έλλειψη επιμέλειας. Επιπλέον, ο προσφεύγων, παρότι δεν έλαβε καμία απόφαση για την πρώτη του Αίτηση μετά την αμετάκλητη αθώωσή του, συνέχισε την υπόθεσή του και υπέβαλε δεύτερη Αίτηση. Αυτό το έπραξε παρά το γεγονός ότι δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη διαδικασία αποζημίωσης για κανένα από τα αιτήματά του, γεγονός που μπορεί να τον δυσκόλεψε περισσότερο στη διαδικασία.
Επομένως, το απαράδεκτο των Αιτήσεων δεν οφειλόταν σε λάθος για το οποίο ο προσφεύγων ήταν αντικειμενικά υπεύθυνος. Μάλλον, λόγω μιας σειράς παραλείψεων και αβεβαιοτήτων που δημιουργήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια, η υπόθεση του προσφεύγοντος παρέμεινε τελικά απροσδιόριστη (βλ. mutatis mutandis, Gogić κατά Κροατίας της 08.10.202ο, αρ. προσφ. 1605/14, § 40).
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων υφίστατο τις αρνητικές συνέπειες σφαλμάτων που δεν μπορούσαν να του καταλογιστούν.
iii) Υπήρχε υπερβολικός φορμαλισμός που περιόριζε την πρόσβαση του προσφεύγοντος σε δικαστήριο;
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκαν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις στην υπόθεση του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι μετά την αναβολή της εξέτασης της πρώτης Αίτησης του προσφεύγοντος έως ότου καταστεί αμετάκλητη η αθώωση, το Εφετείο Κρήτης έκρινε απαράδεκτη τη δεύτερη Αίτησή του για αποζημίωση. Στη συνέχεια, το δικαστήριο επανεξέτασε την πρώτη του Αίτηση, κρίνοντάς την απαράδεκτη ως πρόωρη. Το έπραξε με βάση την ερμηνεία των ειδικών διατάξεων που δημιούργησαν αβεβαιότητα και ασάφεια.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η εξέταση της υπόθεσης, στο σύνολό της και σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις, έδειξε ότι ο τρόπος με τον οποίο οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικά με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την υποβολή Αίτησης αποζημίωσης όπως εφαρμόστηκε ισοδυναμούσαν με υπερβολικό φορμαλισμό. Δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογο να αναμένεται από τον προσφεύγοντα να έχει υποβάλει το αίτημα αποζημίωσής του εντός της απαιτούμενης προθεσμίας, λόγω της έλλειψης προβλεψιμότητας της σχετικής διαδικασίας που συνδέεται με την απόφαση αναβολής της διαδικασίας και η μετέπειτα συμπεριφορά του δικαστηρίου. Οι δικονομικοί κανόνες έπαυσαν έτσι να εξυπηρετούν τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελούσαν εμπόδιο που εμπόδιζε τον διάδικο να προσδιορίσει την υπόθεσή του επί της ουσίας.
Επιπλέον, δεδομένης της φύσης του ρόλου του Εφετείου Κρήτης στην απόφαση επί των Αιτήσεων αποζημίωσης για την αδικαιολόγητη κράτηση μετά την αθώωση του κατηγορουμένου, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού θα πρέπει να είναι τόσο τυπική. Πράγματι, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο Κρήτης δεν διαδέχθηκε άλλα εθνικά δικαστήρια στην εξέταση του αιτήματος του προσφεύγοντα, αλλά κλήθηκε να αποφανθεί σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Επομένως, ήταν η πρώτη και τελευταία δέσμη διαδικασιών στην οποία η υπόθεση του προσφεύγοντος μπορούσε να εξεταστεί από δικαστήριο (βλ. Σωτήρης και Νίκος Κούτρας ATTEE κατά Ελλάδας, αρ. 39442/98, § 22).
Υπό το πρίσμα των παραπάνω κριτηρίων και των περιστάσεων της υπόθεσης, ο τρόπος με τον οποίο οι Αιτήσεις αποζημίωσης του προσφεύγοντος κηρύχθηκαν απαράδεκτες, εμποδίστηκε να εξεταστεί η απαίτησή του για αποζημίωση και συνιστούσε δυσανάλογη επιβάρυνση που βλάπτει την ίδια την ουσία του δικαιώματος σε πρόσβασης σε δικαστήριο όπως διασφαλίζεται βάσει του άρθρου 6 § 1.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
Β) ΕΥΛΟΓΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η διάρκεια της ποινικής διαδικασίας σε πρώτο βαθμό ήταν ασυμβίβαστη με την απαίτηση του «εύλογου χρόνου» που ορίζεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης,
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και μετά την αφαίρεση από τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας (πέντε έτη και εννέα μήνες) της συνολικής καθυστέρησης δύο ετών και δύο μηνών που δεν μπορεί να αποδοθεί στις αρχές, η διάρκεια της διαδικασίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί λογική. Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι το δικαστήριο διερεύνησε πιθανούς τρόπους για να συντομεύσει τις καθυστερήσεις λόγω αναβολών, εξετάζοντας εάν οι περιστάσεις και οι λόγοι των αναβολών θα επέτρεπαν προγενέστερη ημερομηνία. Τέλος, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην παρούσα υπόθεση στη φύση των ισχυρισμών που εκκρεμούσαν κατά του προσφεύγοντος, την ποινική φύση της διαδικασίας και την επιμέλεια που απαιτείται σε τέτοιες υποθέσεις (βλ, Χαραλάμπους κατά Κύπρου της 19.07.2007, αρ. προσφ. 43151/04, §§ 45-47).
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση και της εύλογης διάρκειας της της ποινικής διαδικασίας σε πρώτο βαθμό κατά του προσφεύγοντος (άρθρο 6 § 1).
Τέλος, ο προσφεύγων παραπονέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 5 § 5 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν προέκυψε από τις παρατηρήσεις των μερών ότι η κράτηση του προσφεύγοντος ήταν παράνομη ή άλλως αντίθετα με τις τέσσερις πρώτες παραγράφους του άρθρου 5. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό και αθωώθηκε από το Εφετείο με την βάση το ότι δεν είχε διαπράξει το αδίκημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εγγυήσεις του άρθρου 5 § 5 της Σύμβασης δεν ισχύουν στην παρούσα υπόθεση (βλ. Kabili κατά Ελλάδας της 31.07.2008, αρ. προσφ. 28606/05, §23). Επομένως, αυτή η καταγγελία είναι ratione materiae ασυμβίβαστη με τις διατάξεις της Σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4.
Δίκαιη ικανοποίηση ( άρθρο 41): Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 16.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες
( επιμέλεια echrcaselaw.com).