ΑΠΟΦΑΣΗ
Loste κατά Γαλλίας της 03.11.2022 (αρ. προσφ. 59227/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ευθύνη των αρχών σε περίπτωση αναδοχής ανηλίκου.
Η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια από ηλικία 5 ετών. Έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον σύζυγο της οικογένειας και υποχρεώθηκε να προσχωρήσει στο θρήσκευμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά παρά τις μουσουλμανικές καταβολές της. Η αρμόδια επιτροπή πρόνοιας δεν επιτήρησε επαρκώς τις συνθήκες διαβίωσής της στην ανάδοχη οικογένεια. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την μήνυση για τον βιασμό που υπέστη αλλά και την αγωγή αποζημίωσης τα διοικητικά δικαστήρια λόγω εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων περί παραγραφής. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για έλλειψη αποτελεσματικού ενδίκου μέσου, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας.
Όσον αφορά τη δυνατότητα πραγματικής προσφυγής, το Στρασβούργο παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια εσφαλμένως θεώρησαν την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση της αγωγής χρόνο, κατά τον οποίο η προσφεύγουσα δεν είχε στοιχεία του φακέλου της αναδοχής της και δεν μπορούσε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της στο δικαστήριο. Κατά το ΕΔΔΑ η έναρξη του χρόνου άσκησης της αγωγής καθορίζεται από το χρονικό σημείο που ο ενδιαφερόμενος διαθέτει «επαρκείς πληροφορίες» που επιτρέπουν να αποδείξει ότι η ζημία που έχει υποστεί μπορεί να αποδοθεί στον ζημιώσαντα και να ασκήσει αγωγή για αποζημίωση. Το Δικαστήριο έκρινε, ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν επιδείξει υπερβολικό φορμαλισμό στις προθεσμίας παραγραφής και το αποτέλεσμα ήταν ασυμβίβαστο με το δικαίωμα ενός αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 9.
Όσον αφορά την καταγγελία για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη ενώ ήταν ευάλωτη η ανήλικη εμπίπτει στην προστασία του άρθρου 3. Διαπίστωσε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο του καθ’ού κράτους ήταν κατάλληλο για την προστασία των παιδιών από σοβαρή βλάβη, ωστόσο δεν εφαρμόστηκε. Οι επισκέψεις της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίες δεν ήταν καθόλου τακτικές και γίνονταν ανά διάστημα 2-3 ετών. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι γαλλικές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν την προσφεύγουσα έναντι της κακομεταχείρισης την οποία υπέστη από τον σύζυγο της οικογένειας ενώ βρισκόταν σε ανάδοχη φροντίδα. Διαπίστωσε παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι λόγω της πλημμελούς παρακολούθησης των συνθηκών διαβίωσης από την κοινωνική υπηρεσία, η προσφεύγουσα υπέστη προσηλυτισμό με την αναγκαστική προσχώρηση στη θρησκεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά και ως εκ τούτου παραβιάστηκε η θρησκευτική ελευθερία.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 55.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 9
Άρθρο 13.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, France Loste, είναι Γαλλίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1971. Το 1976, σε ηλικία πέντε ετών, τοποθετήθηκε από εισαγγελέα ανηλίκων στη φροντίδα της παιδικής πρόνοιας (υπηρεσία ASE). Μεταξύ 1976 και 1991 τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια (την Y.B., βοηθός νηπιαγωγού και τον σύζυγό της M.B.). Οι ανάδοχοι γονείς ανέλαβαν τη δέσμευση στην υπηρεσία ASE ότι στη φροντίδα της ανήλικης θα λάμβαναν «τα απαραίτητα μέτρα για την επίτευξη των στόχων που προσδιορίζονται από την υπηρεσία παιδικής πρόνοιας», σεβασμό στις πολιτικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές απόψεις της ανήλικης και εκείνες των βιολογικών γονέων της και ότι θα διευκολύνουν τους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της υπηρεσίας ASE στην επίβλεψη της τήρησης των προϋποθέσεων που ορίζονται στη συμφωνία ανάδοχης φροντίδας. Ωστόσο, λίγο μετά την τοποθέτηση στην οικογένεια το 1976, η προσφεύγουσα – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που έγιναν στις καταθέσεις της κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας η οποία έγινε εν μέρει δεκτή για τον Μ.Β. – έγινε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Επί πλέον, παρόλο που οι βιολογικοί γονείς της ήταν μουσουλμάνοι, η προσφεύγουσα μεγάλωσε με την θρησκεία που πρέσβευαν τα μέλη της ανάδοχης οικογένειάς της, που ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά καθώς τους συνόδευε σε συναθροίσεις της εκκλησίας και σε δραστηριότητες κηρύγματος. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ηλικία 17 ετών, η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Όσο ήταν στο νοσοκομείο η ανάδοχη οικογένεια ενημέρωσε το νοσοκομείο απαιτώντας να μην της χορηγηθούν συμπληρώματα αίματος.
Η συμφωνία ανάδοχης φροντίδας διατηρήθηκε έως ότου η προσφεύγουσα ενηλικιώθηκε.
Σε επιστολή της 16 Νοεμβρίου 1998 προς τη διεύθυνση υγείας και κοινωνικών υποθέσεων του υπουργείου (DDASS), η προσφεύγουσα ζήτησε άδεια να ενημερωθεί για τον φάκελο της υπόθεσής της. Στις 22 Ιανουαρίου 1999 το ASE ενημέρωσε ότι μπορούσε να συμβουλευτεί άμεσα τον φάκελό της, κάτι που έκανε στις 24 Φεβρουαρίου 1999.
Το 1999 η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση. Εκδόθηκε διάταξη για αρχειοθέτηση της υπόθεσης . Υπέβαλε δεύτερη μήνυση και αγωγή για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση από τον θετό πατέρα της, M.B. Ωστόσο, δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αδικήματος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Το 2004 προσφεύγουσα άσκησε αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη του δημοσίου . Το δικαστήριο διέταξε το Δημόσιο να της καταβάλει αποζημίωση 22.000 ευρώ, αλλά αυτή η απόφαση ακυρώθηκε από το Διοικητικό Εφετείο του Μπορντό. Το Εφετείο διαπίστωσε ότι, το επίμαχο χρονικό διάστημα, το ASE ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της υπηρεσίας αυτής και επομένως, το κράτος δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο για οποιαδήποτε αμέλεια που μπορούσε να είχε διαπραχθεί.
Το 2007 η προσφεύγουσα άσκησε νέα αγωγή στα διοικητικά δικαστήρια, αυτή τη φορά κατά του ASE. Η αγωγή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η τετραετής προθεσμία για παραγραφή της απαίτησης, όπως ορίζονταν στον νόμο της 31 Δεκεμβρίου 1968 είχε παρέλθει καθώς τα διοικητικά δικαστήρια είχαν ορίσει το καλοκαίρι του 1994 ως σημείο έναρξης της προθεσμίας για την κατάθεση της αγωγής. Το δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η προσφεύγουσα, η οποία το έτος 1994 ήταν 23 ετών, είχε προσχωρήσει στην κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά και είχε διακόψει κάθε σχέση με την ανάδοχη οικογένειά της σε εκείνο το σημείο. Είχε λοιπόν απελευθερωθεί από τον έλεγχο του οικογενειακού περιβάλλοντος και ήταν σε θέση να εκτιμήσει τις επιβλαβείς συνέπειες των εικαζόμενων παραλείψεων από την υπηρεσία πρόνοιας. Κατά την άποψη των εθνικών δικαστηρίων, έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής ήταν η 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους (δηλαδή, 1 Ιανουαρίου 1995), και η προθεσμία άσκησης αγωγής έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1998.
Στηριζόμενη στα άρθρα 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο για την ανάληψη ευθυνών από το ASE (υπηρεσία πρόνοιας), λόγω της αδικαιολόγητης και εσφαλμένης εφαρμογής της προθεσμίας για την παραγραφή από τα διοικητικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει αυτή την καταγγελία από την άποψη του άρθρου 13 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 9 της ΕΣΔΑ. Καταγγελία δυνάμει του άρθρου 3 ( απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση), γιατί η υπηρεσία πρόνοιας δεν την προστάτεψε από την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τον θετό γονέα της. Καταγγελία δυνάμει του άρθρου 9 (ελευθερία της θρησκείας) γιατί οι αρχές δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα να επιτηρήσουν την αδυναμία της ανάδοχης οικογένειας να σεβαστεί την θρησκευτική ουδετερότητα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 13 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 9: καταγγελία σχετικά με την εφαρμογή της τετραετούς παραγραφής.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχε ένδικο βοήθημα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με το οποίο έπρεπε να θεμελιωθεί ευθύνη του τμήματος του Tarn-et-Garonne, αλλά ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να το ασκήσει λόγω της εφαρμογής της τετραετούς παραγραφής από τα εθνικά δικαστήρια, δυνάμει της οποίας η προσφεύγουσα είχε προθεσμία τεσσάρων ετών (από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως 31 Δεκεμβρίου 1998) για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν εφαρμόσει τη σχετική διαδικαστική προϋπόθεση και δεν εξέτασαν επί της ουσίας της αγωγή της. Θεώρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια, που αποφάνθηκαν μεταξύ 2010 και 2012 με όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με τις ποινικές και διοικητικές διαδικασίες που είχε ασκήσει ενώπιον τους, δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε πρόσβαση στα έγγραφα της αναδοχής της και στον φάκελο που απεκάλυπτε τις εικαζόμενες παραλείψεις των εθνικών αρχών έως τις 24 Φεβρουαρίου 1999. Από την ημερομηνία αυτή και μετά η προσφεύγουσα είχε «επαρκείς πληροφορίες» που της επέτρεπαν να αποδείξει ότι η ζημία που είχε υποστεί μπορούσε να αποδοθεί στις διοικητικές αρχές και να ασκήσει αγωγή για αποζημίωση. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το αντισταθμιστικό ένδικο βοήθημα που χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα είχε καταστεί αναποτελεσματικό με τον τρόπο με τον οποίο τα διοικητικά δικαστήρια είχαν εφαρμόσει τους κανόνες που αφορούσαν την παραγραφή, χωρίς να ληφθεί υπόψη – σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου της 31ης Δεκεμβρίου 1968 – από ποια ημερομηνία και μετά η προσφεύγουσα είχε επαρκή στοιχεία για να αποδείξει εικαζόμενες παραλείψεις των εθνικών αρχών που θα μπορούσαν έτσι να ασκήσουν αποτελεσματική επιρροή για τη διαπίστωσή της ευθύνης. Το Δικαστήριο έκρινε, υπό τις πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν επιδείξει υπερβολικό φορμαλισμό, τα αποτελέσματα του οποίου ήταν ασυμβίβαστα με το δικαίωμα ενός αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 9 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 3: καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, από την αρχή της τοποθέτησής της σε ανάδοχη φροντίδα, η προσφεύγουσα βρισκόταν σε μία ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση λόγω, πρώτον, της πολύ νεαρής ηλικίας της (5 ετών στο χρόνο τοποθέτησής της) και, δεύτερον, του γεγονότος ότι ήταν παιδί που έμεινε χωρίς γονική μέριμνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η σεξουαλική κακοποίηση στην οποία είχε υποστεί επί σειρά ετών, όπως προέκυψε από την ποινική διαδικασία και αμφισβητήθηκε μόνο εν μέρει από τον M.B., ήταν αρκετά σκληρή και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο ήταν κατάλληλο για προστασία των παιδιών από σοβαρή βλάβη, δεδομένου ότι εξασφαλίζονταν μια σειρά μέτρων και μηχανισμών για πρόληψη και εντοπισμό των κινδύνων κακομεταχείρισης σε ανάδοχες οικογένειες.
Ωστόσο, όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων πρόληψης και ανίχνευσης των μηχανισμών, το Δικαστήριο σημείωσε ότι μόνο έξι επισκέψεις επιθεώρησης είχαν πραγματοποιηθεί στη σχετική περίοδο, που ήταν σχεδόν δώδεκα ετών. Το γεγονός ότι είχε γίνει η πρώτη επίσκεψη στο σπίτι της ανάδοχης οικογένειας σχεδόν έντεκα μήνες μετά την τοποθέτηση της προσφεύγουσας η οποία ήταν πέντε ετών όταν άρχισε η διευθέτηση ανάδοχης φροντίδας, υποδηλώνοντας ότι δεν είχε γίνει καμία ενέργεια για τον έλεγχο για την κατάσταση της προσφεύγουσας στην αρχή της ανάδοχης περιόδου, αν και αυτή ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη στιγμή για εκείνη. Επιπλέον, οι επόμενες επισκέψεις δεν είχαν πραγματοποιηθεί σε τακτική βάση, αφού έλαβαν χώρα το 1977 και το 1978 και μετά ξανά το 1981 (δυόμισι χρόνια αργότερα), το 1982 και το 1983 και καμία επίσκεψη δεν έγινε μέχρι το 1998 (πάνω από πέντε χρόνια αργότερα) . Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν λάβει τα προληπτικά μέτρα που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία προκειμένου να εντοπιστεί κίνδυνος κακομεταχείρισης. Εάν αυτά τα μέτρα είχαν όντως εφαρμοστεί, οι εργαζόμενοι του ASE θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σχέση εμπιστοσύνης με την προσφεύγουσα και να της δώσουν την προσοχή που της άξιζε. Αυτά τα μέτρα θα ήταν ιδιαίτερα καθοριστικά δεδομένου ότι το 1985 η προσφεύγουσα, η οποία ήταν 14 ετών τότε, είχε εμπιστευθεί σε μέλος της εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά ότι είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση από τον M.B.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά την ίδια περίοδο δεν πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις στο σπίτι, από τις 23 Φεβρουαρίου 1983 έως τις 18 Μαΐου 1988, δηλαδή για περίοδο πέντε ετών.
Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να επικαλεστεί το επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η προσφεύγουσα δεχόταν σεξουαλική κακοποίηση αφού δεν είχε κάνει ποτέ καμία καταγγελία στο ASE σχετικά ΜΕ την ανάδοχη οικογένειά της, καθώς υπήρχαν προφανείς ελλείψεις στην τακτική παρακολούθηση της προσφεύγουσας που επιβάλλονταν από τις τότε ισχύουσες καταστατικές διατάξεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έλλειψη τακτικής παρακολούθησης από το ASE, σε συνδυασμό με την έλλειψη επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών είχε επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη των γεγονότων. Πρόσθεσε ότι η εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων βάσει του εσωτερικού δικαίου, ώστε να παρέχεται προστασία στην προσφεύγουσα δεν θα είχε επιβάλει υπερβολική επιβάρυνση στις αρμόδιες αρχές. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στις συγκεκριμένες περιστάσεις του στην παρούσα υπόθεση, οι γαλλικές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν την προσφεύγουσα έναντι της κακομεταχείριση στην οποία υπέστη από τον Μ.Β. ενώ βρισκόταν σε ανάδοχη φροντίδα. Υπήρχε επομένως παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3 της Σύμβασης.
Άρθρο 9: καταγγελία σχετικά με μη συμμόρφωση με τη ρήτρα θρησκευτικής ουδετερότητας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα, όταν τοποθετήθηκε στην ανάδοχη οικογένεια, δεν ήταν μέλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά και είχε γίνει ως αποτέλεσμα της ανατροφής της σε μία οικογένεια τα μέλη της οποίας ανήκαν σε εκείνη την εκκλησία.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το ASE αγνοούσε ότι ο κύριος και η κυρία Β. και τα παιδιά τους ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ενώ δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ASE είχε στην κατοχή του τις πληροφορίες αυτές τη στιγμή της τοποθέτησης της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η επιτόπια επιθεώρηση πριν από την τοποθέτηση της προσφεύγουσας, και ιδιαίτερα τις κατ’ οίκον επισκέψεις και συνομιλίες με την προσφεύγουσα, μια καταστατική απαίτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της τοποθέτησης, θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ενημέρωση του ASE σχετικά με τις θρησκευτικές πρακτικές της ανάδοχης οικογένειας, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για να υπενθυμίσει στους ανάδοχους γονείς το καθήκον της ουδετερότητάς τους και, εάν χρειάζονταν να μετέφεραν την προσφεύγουσα σε διαφορετική ανάδοχη οικογένεια.
Σε κάθε περίπτωση, το ASE είχε ενημερωθεί για τις πρακτικές αυτές το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 1988, από την γιατρός στο τμήμα επειγόντων περιστατικών όπου η προσφεύγουσα είχε μεταφερθεί λόγω του σοβαρού τροχαίου ατυχήματος της 9ης Σεπτεμβρίου 1988. Με την ευκαιρία αυτή η ανάδοχη οικογένεια, κατά παράβαση του καθήκοντός της ουδετερότητας, είχαν στείλει επιστολή στο νοσοκομείο ζητώντας, λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ότι η προσφεύγουσα αιτών δεν πρέπει να λάβει κανένα προϊόν αίματος.
Τα στοιχεία της δικογραφίας έδειξαν ότι η κοινωνική λειτουργός που ήταν υπεύθυνος για την επίβλεψη της αναδόχου οικογένειας δεν είχε δώσει συνέχεια σε αυτές τις πληροφορίες. Το Δικαστήριο παρατήρησε, πρώτον, ότι η κοινωνική λειτουργός δεν είχε μιλήσει στην προσφεύγουσα για την ανατροφή της, τις θρησκευτικές πρακτικές της ανάδοχης οικογένειας ή τον θρησκευτικό προσηλυτισμό της και, δεύτερον, ότι δεν είχε αναφέρει τα επίμαχα στοιχεία στην έκθεση που συντάχθηκε ένα μήνα μετά το περιστατικό, στις 21 Νοεμβρίου 1988. Επιπλέον, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ASE είχε στη συνέχεια ενημερώσει τον εισαγγελέα ανηλίκων για την κατάσταση, ιδίως πριν ο τελευταίος λάβει την απόφασή του στις 13 Δεκεμβρίου 1988 για να διατηρήσει τη συμφωνία ανάδοχης φροντίδας με την ίδια οικογένεια μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1991.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν λάβει τα μέτρα που απαιτούνται από αυτές δυνάμει των ειδικών θετικών υποχρεώσεών τους στην παρούσα υπόθεση, να εξασφαλίσουν ότι η ανάδοχη οικογένεια τήρησε τη ρήτρα θρησκευτικής ουδετερότητας στην οποία είχε αναλάβει να σεβαστεί τις θρησκευτικές απόψεις της προσφεύγουσας και της φυσικής της οικογένειας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 55.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).