Υποχρέωση φορολογούμενου να προσκομίσει στην εφορία αντίγραφα τραπεζικών καταθέσεων για προσδιορισμό φόρου εισοδήματος. Μη παραβίαση δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης

ΑΠΟΦΑΣΗ

De Legé κατά Ολλανδίας της 04.10.2022 (αρ. προσφ. 58342/15)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αρχή της μη αυτοενοχοποίησης σε φορολογικές υποθέσεις. Εφαρμογή της αρχής και στην προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων.

Ο προσφεύγων είναι Ολλανδός υπήκοος και διαμένει πλέον στην Ισπανία. Για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος και των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών, ζητήθηκε από αυτόν να προσκομίσει αντίγραφα των τραπεζικών του λογαριασμών και του χαρτοφυλακίου που τηρούσε σε πιστωτικό ίδρυμα εξωτερικού στις φορολογικές αρχές. Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε εξαναγκαστεί να παράσχει τραπεζικά έγγραφα που αφορούσαν τραπεζικό λογαριασμό εξωτερικού σε φορολογικές διαδικασίες που οδήγησαν σε επιβολή προστίμου. Ισχυρίστηκε ότι είχε αναγκαστεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του εαυτού του κατά παράβαση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι για να ανακύψει ένα ζήτημα από την άποψη του δικαιώματος στη μη αυτοενοχοποίηση, πρέπει να ασκείται κάποια μορφή εξαναγκασμού στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Επίσης το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί επίσης να ισχύει και σε καταστάσεις εξαναγκασμού για προσκόμιση εγγράφων.

Το δικαστήριο ανέφερε ότι η υποχρέωση προσκόμισης των αντιγράφων των τραπεζικών λογαριασμών είναι εξαναγκασμός ωστόσο διαπίστωσε ότι : α) έγινε δυνάμει δικαστικής απόφασης, β) η ύπαρξη των λογαριασμών ήταν γνωστή στην εφορία και γ) η επιβολή της προσκόμισης αυτών των στοιχείων δεν θεωρείται απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να λεχθεί ότι, λόγω της χρήσης τους, ο προσφεύγων στερήθηκε μια δίκαιη δίκη και παραβιάστηκε η αρχή του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Levinus Adrianus de Legé, είναι Ολλανδός υπήκοος που γεννήθηκε το 1934 και ζει στο El Campello (Ισπανία). Αυτός και η σύζυγός του ήταν κάτοικοι της Ολλανδίας μέχρι το 2000, όταν μετοίκησαν από την Ολλανδία στην Ισπανία.

Κατά τη διάρκεια έρευνας για κατοίκους Ολλανδίας που διατηρούν λογαριασμούς σε ξένες τράπεζες, ζητήθηκε από τον προσφεύγοντα και την σύζυγο του το έτος 2007 να δηλώσουν τυχόν προηγούμενους ή/και τρέχοντες λογαριασμούς ξένων τραπεζών που διατηρούσαν μετά το 1994, και να υποβάλουν αντίγραφα όλων των τραπεζικών κινήσεων των σχετικών λογαριασμών για την περίοδο 1995 – 2000. Αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, επικαλούμενοι το δικαίωμά τους στην μη αυτοενοχοποίηση βάσει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Στη συνέχεια ο εφοριακός που διενεργούσε τον έλεγχο ενημέρωσε και τους δύο ότι, αφού δεν είχαν προσκομίσει τα στοιχεία που τους ζητήθηκαν, θα επιβάλλονταν σε αυτούς φόρος εισοδήματος με βάση υποθετικά εκτιμώμενα στοιχεία.

Τον Νοέμβριο του 2007 ο φορολογικός επιθεωρητής ενημέρωσε εγγράφως τον κ. de Legé ότι ένας ή περισσότεροι τραπεζικοί λογαριασμοί φαίνονταν στο όνομα του ίδιου και της συζύγου του και διατηρούνταν στην X Bank στο Λουξεμβούργο, και ότι διέθετε δεδομένα για τα υπόλοιπα των λογαριασμών τους σε διαφορετικές ημερομηνίες μεταξύ 1994 και 1996. Του κοινοποίησε δε την πρόθεσή του να αυξήσει το φορολογητέο εισόδημα του κ. de Legé για το 1995 με βάση τις εκτιμώμενες αποδόσεις των επενδύσεων και τα στοιχεία των επιτοκίων που λαμβάνονταν από τις εθνικές στατιστικές και να αυξήσει το φορολογητέο εισόδημα του την 1η Ιανουαρίου 1996 σύμφωνα με τη μέση αύξηση των υπολοίπων στους λογαριασμούς του, που διατηρούνταν από μεγάλο αριθμό κατόχων λογαριασμών στην X Bank στο Λουξεμβούργο μεταξύ 1994 και 1996. Στη συνέχεια θα εξέδιδε αντίστοιχες φορολογικές πράξεις για φόρο εισοδήματος και για εισφορές σε εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης για το 1995 και για φόρο εισοδήματος για το 1996 και θα επέβαλλε φορολογικό πρόστιμο που θα ανέρχονταν στο 100% των φορολογικών προσαρμογών λόγω της εκ προθέσεως παράβασης της φορολογικής νομοθεσίας.

Καθώς ο προσφεύγων δεν απάντησε, ο φόρος εισοδήματος και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης του 1995 και ο φόρος εισοδήματος του 1996 προσαρμόστηκαν (σε 10.142 ολλανδικά φιορίνια (NLG) και NLG 1.928 αντίστοιχα) και συμπεριλήφθηκαν επίσης οι τόκοι υπερημερίας (4.035 NLG και 726 NLG αντίστοιχα). Σαν συνέπεια, επιβλήθηκαν πρόστιμα για το ίδιο ποσό ύψους (10.142 NLG (περίπου 4.600 ευρώ)) για το έτος 1995 και 1.928 NLG (περίπου 875 ευρώ) για το έτος 1996).

Ενώ προβλήθηκαν αντιρρήσεις κ μέρους του προσφεύγοντος, που αμφισβήτησε την έλλειψη αποδεικτικής αξίας των εγγράφων από τον εφοριακό και το συμπέρασμα ότι ενήργησε εκ προθέσεως για παράβαση του φορολογικού νόμου, κλήθηκε να εμφανιστεί σε συνοπτικές διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και διατάχθηκε να δηλώσει εάν είχε τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1995 και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τους λογαριασμούς αυτούς καθώς και να παράσχει αντίγραφα όλων των τραπεζικών κινήσεων του για τα έτη 1996 έως 2000. Του δόθηκε προθεσμία 14 ημερών για να συμμορφωθεί με την εντολή, και επιβλήθηκε σε αυτόν πρόστιμο 5.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης με ανώτατο όριο το ποσό των 50.000 ευρώ.

Ο προσφεύγων δεν άσκησε έφεση. Αυτός και η σύζυγός του δήλωσαν ότι είχαν μαζί τραπεζικό λογαριασμό στην X Bank στο Λουξεμβούργο μετά το 1994 και υπέβαλαν τις αντίστοιχες τραπεζικές καταστάσεις και ανάλυση του χαρτοφυλακίου τους.

Στη συνέχεια, στις αποφάσεις επί των ενστάσεων που υπέβαλε ο κ. de Legé, ο οφειλόμενος φόρος, οι τόκοι υπερημερίας και τα φορολογικά πρόστιμα αναπροσαρμόστηκαν ανάλογα με τα πραγματικά εισοδήματα τους. Τα αναπροσαρμοσμένα πρόστιμα ανέρχονταν σε ποσό ύψους 3.067 NLG (περίπου 1.400 ευρώ) για το έτος 1995 και 1.816 NLG (περίπου 825 ευρώ) για το έτος 1996 που εκδόθηκαν.

Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά του απόφασης για τον προσδιορισμό των φόρων, επικαλούμενος ότι τα των οικονομικά στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών του που ο ίδιος είχε χορηγήσει, είχαν χρησιμοποιηθεί εναντίον του για τον καθορισμό των προστίμων.

Το Περιφερειακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι φορολογικές αρχές είχαν χρησιμοποιήσει τα δεδομένα νομίμως. Η απόφαση του δικαστηρίου βασίστηκε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης δεν εκτίνεται στο ποινικό δικαστήριο όσον αφορά αποδεικτικό υλικό που αποκτήθηκε από τον κατηγορούμενο με τη χρήση αναγκαστικών εξουσιών όταν το υλικό αυτό είχε ανεξάρτητη ύπαρξη από τη βούληση του κατηγορουμένου. Περαιτέρω έκρινε ότι η απόφαση για την επιβολή των προστίμων ήταν αιτιολογημένη, κατάλληλη και αναγκαία. Ωστόσο, λόγω της απαίτησης του «εύλογου χρόνου» όπως ορίζεται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ η οποία είχε παραβιαστεί, το Περιφερειακό Δικαστήριο μείωσε τα φορολογικά πρόστιμα κατά 5% (σε 2.913 NLG (περίπου 1.325 ευρώ) και 1.725 NLG (περίπου 780 ευρώ), αντίστοιχα.

Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων του Περιφερειακού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι ως αποτέλεσμα του εξαναγκασμού του να προσκομίσει αντίγραφα των τραπεζικών τους λογαριασμών, είχε παράσχει στοιχεία εναντίον του κατά παράβαση της αρχής του nemo tenetur ( δικαίωμα στην μη αυτοενοχοποίηση).

Τον Δεκέμβριο του 2013 το Εφετείο διαπίστωσε ότι τα τραπεζικά έγγραφα που υπέβαλε ο προσφεύγων δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υλικό υφιστάμενο ανεξάρτητο από τη βούληση του κατηγορουμένου και ότι η αρχή του nemo tenetur δεν παραβιάστηκε. Περαιτέρω έκρινε ότι ούτε οι φορολογικές προσαρμογές ούτε τα πρόστιμα ήταν πολύ υψηλά, καθώς ο εφοριακός τα είχε προσαρμόσει ενόψει των στοιχείων που έδωσε ο προσφεύγων. Ωστόσο, λόγω της διάρκειας της διαδικασίας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μείωσε περαιτέρω τα φορολογικά πρόστιμα σε 2.606 NLG (περίπου 1.180 ευρώ) και 1.543 NLG (περίπου 700 ευρώ).

Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση στο Φορολογικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικαλούμενος το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, στηριζόμενος στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχε καμία νομική βάση και η αρχή «nemo tenetur» δεν επεκτείνονταν στα έγγραφα που προσκόμισε ο προσφεύγων.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε εξαναγκαστεί να παράσχει τραπεζικά έγγραφα που αφορούσαν τραπεζικό λογαριασμό εξωτερικού σε φορολογικές διαδικασίες που οδήγησαν σε επιβολή προστίμου. Ισχυρίστηκε ότι είχε αναγκαστεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του εαυτού του κατά παράβαση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι παρόλο που η απόφαση που εκδόθηκε στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων αφορούσε μόνο την προσκόμιση πληροφοριών σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούνταν στο εξωτερικό μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1995, ο προσφεύγων παρείχε στοιχεία των λογαριασμών του, από τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Ως εκ τούτου, ο φορολογικός επιθεωρητής είχε χρησιμοποιήσει τα αντίγραφα λογαριασμών και του χαρτοφυλακίου του που σχετίζονται με το 1995 για την εκτίμηση του πραγματικού οφειλόμενου ποσού για φόρο εισοδήματος και για εισφορές σε εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης για το 1995 και για να επανακαθορίσει το αντίστοιχο φορολογικό πρόστιμο. Ωστόσο, αφού ο προσφεύγων δεν υποχρεώθηκε να παράσχει τις πληροφορίες αυτές, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι το φορολογικό πρόστιμο που επιβλήθηκε σε σχέση με το οικονομικό έτος 1995 βασίστηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει αναγκαστικά ο προσφεύγων. Επομένως, το μέρος της καταγγελίας του που αφορούσε το συγκεκριμένο πρόστιμο απορρίφθηκε.

Η νομολογία του Δικαστηρίου θεωρεί ότι για να ανακύψει ένα ζήτημα από την άποψη του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης, πρέπει να ασκείται κάποια μορφή εξαναγκασμού στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το οποίο πρέπει να υπόκειται σε υφιστάμενη ή μέλλουσα ποινική διαδικασία. Περαιτέρω, το δικαίωμα να μην αυτοενοχοποιείται αφορά πρωτίστως τον σεβασμό της βούλησης ενός κατηγορούμενου να παραμείνει σιωπηλός, αν και, κατ’ αρχήν, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης μπορεί επίσης να ισχύει σε καταστάσεις εξαναγκασμού για προσκόμιση εγγράφων. Ωστόσο, όπου η χρήση τεκμηρίων που λαμβάνεται υπό την απειλή κυρώσεων στο πλαίσιο θεμάτων φορολογικού δικαίου ενδέχεται να συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι αυτή η χρήση δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης όταν οι αρχές είναι σε θέση να αποδείξουν ότι ο στόχος είναι να επεξεργαστούν συγκεκριμένα προϋπάρχοντα έγγραφα – επομένως, έγγραφα που δεν έχουν δημιουργηθεί ειδικά για τις ποινικές διαδικασίες – που σχετίζονται με την έρευνα και που οι αρχές γνωρίζουν ότι υπάρχουν, και εφόσον οι πληροφορίες δεν λαμβάνονται με μεθόδους κατά παράβαση του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης). Το Δικαστήριο προχώρησε έτσι στο να εξετάσει εάν το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης ίσχυε στην υπόθεση αυτή.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε διαταχθεί από δικαστή να προσκομίσει έγγραφα σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε στο εξωτερικό μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1995, όταν του επιβλήθηκε φορολογικό πρόστιμο για την αποτυχία του να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 47 του νόμου σχετικά με τον φόρο κεφαλαίου για το έτος 1996 το οποίο ήδη εκδοθεί – επομένως υπήρχε καταναγκασμός και είχε εγερθεί εναντίον του ποινική δίωξη .

Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι τα αντίγραφα των τραπεζικών λογαριασμών και του χαρτοφυλακίου ήταν προϋπάρχοντα έγγραφα και ότι οι αρχές γνώριζαν την ύπαρξή τους από όταν ο προσφεύγων διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα στο Λουξεμβούργο. Επιπλέον, εκδόθηκε απόφαση για να προσκομίσει συγκεκριμένα έγγραφα. Τέλος, η επιβολή προστίμου που προειδοποιήθηκε να υποστεί εάν δεν συμμορφωνόταν με την εντολή να προσκομίσει τα συγκεκριμένα έγγραφα, δεν θεωρείται ότι ισοδυναμεί με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η χρήση των αντιγράφων των τραπεζικών λογαριασμών και του χαρτοφυλακίου σχετικά με τον προσφεύγοντα για τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσε στο Λουξεμβούργο δεν εμπίπτει στο πεδίο της προστασίας του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να λεχθεί ότι, λόγω της χρήσης τους, ο προσφεύγων είχε στερηθεί μια δίκαιη δίκη και δεν διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. (επιμέλεια echrcaselaw.com).

To Top