Παραπομπή του κατηγορουμένου στον Εισαγγελέα Αεροδικείου Αθηνών για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης
Την παραπομπή στον αρμόδιο Εισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών διέταξε το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων, κρίνοντας εαυτόν αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης με κατηγορούμενο σπουδαστή Στρατιωτικής Σχολής (ΤρΕφΠλημΑθ 3534/2022).
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, όσοι φοιτούν στις στρατιωτικές σχολές έχουν τη στρατιωτική ιδιότητα, αφού είναι οπλίτες, όπως είναι και οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, οι ναύτες και οι σμηνίτες και έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η ανωτέρω δε στρατιωτική ιδιότητα την οποία έχουν, διαμορφώνει την υποχρέωση αυτών να υπαχθούν στο καθεστώς της σχολής στην οποία φοιτούν, στους στρατιωτικούς κανονισμούς και στους νόμους του στρατεύματος, διότι η στρατιωτική ιδιότητά τους συνδέεται με την εκπαίδευση, για την επιτυχία της οποίας πρέπει να συμμορφώνονται προς τις ανωτέρω υποχρεώσεις, οι οποίες από τη φύση τους αρμόζουν μόνο στους στρατιωτικούς.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε με το κλητήριο θέσπισμα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκειμένου να δικαστεί για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης και η υπόθεσή του εκδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και αθωώθηκε. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης άσκησε έφεση ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών.
Πλην όμως, το δικαστήριο διαπίστωσε πως ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο τέλεσης της σε αυτόν αποδιδομένης αξιόποινης πράξης, έφερε την ιδιότητα του στρατιωτικού, αφού τύγχανε σπουδαστής της Σχολής Τεχνικών Υπαξιωματικών Πολεμικής Αεροπορίας και ορκίστηκε Δόκιμος Υπαξιωματικός.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης έσφαλε, διότι όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας του και να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως και κάθε κοινού ποινικού δικαστηρίου, για την εκδίκαση της υπόθεσης και να την παραπέμψει στον Εισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών.
Απόσπασμα απόφασης
Κατά μεν το άρθρο 118 ΚΠΔ, ο προσδιορισμός της καθ’ ύλη ν αρμοδιότητας των ποινικών δικαστηρίων γίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά αναφέρονται είτε στο παραπεμπτικό βούλευμα είτε στην κλήση του εισαγγελέα (στην περίπτωση της απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο), κατά δε το άρθρο 120 παρ. 1 ΚΠΔ, το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του σε κάθε στάδιο δίκης, ενώ στο άρθρο 121 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι: “Το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και είτε δικάζει το ίδιο σε πρώτο βαθμό, αν το έγκλημα υπαγόταν σε αυτό είτε παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 120”. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και αν η υπόθεση υπάγεται σε δικαστήριο άλλης κατηγορίας ή άλλης δικαιοδοσίας (π.χ. ανηλίκων, στρατιωτικό δικαστήριο). Περαιτέρω, στις διατάξεις του ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το Ν. 2287/1995, ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής: α) Με το άρθρο 5 παρ. 1 εδάφιο α’ ορίζεται ότι: “Στρατός είναι ο Ελληνικός στρατός της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα και στρατιωτικές υπηρεσίες είναι οι υπηρεσίες που ανήκουν σ” αυτές”, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 β του ιδίου ως άνω κώδικα, στρατιωτικοί είναι όσοι ανήκουν στο στρατό και στο λιμενικό σώμα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 γ’ του ίδιου Κώδικα, οπλίτες είναι οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, οι ναύτες, οι σμηνίτες και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών και κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, κληρωτός, εθελοντής ή έφεδρος που γίνεται δεκτός στη στρατιωτική υπηρεσία, είναι στρατιωτικός από την κατάταξη του και πριν ακόμη ορκισθεί. Οι λοιποί είναι στρατιωτικοί από την ορκωμοσία τους. β) Με το άρθρο 167 παρ. 1, ορίζεται ότι: “Η ποινική δικαιοσύνη στον στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο…”, γ) Με το άρθρο 193 παρ. 1, ορίζεται ότι “Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου….”, δ) Με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: “Οι στρατιωτικοί δεν υπάγονται στα στρατιωτικά, αλλά στα κοινά ποινικά δικαστήρια για μη στρατιωτικά εγκλήματα που διαπράττουν κατά τη διάρκεια της άδειας, αργίας ή διαθεσιμότητας, όταν αυτές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες… ε) Με το άρθρο 213 ορίζεται ότι: “Οι διατάξεις του Κ.Π.Δ. και οι λοιπές διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες ενώπιον των κοινών ποινικών δικαστηρίων και αρχών, εφαρμόζονται και στις διαδικασίες ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων και αρχών, εκτός αν ο κώδικας αυτός ή άλλος ειδικός νόμος ορίζουν διαφορετικά”. Επίσης, κατά το άρθρο 195 του αυτού Κώδικα, αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: α) τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού Ποινικού Δικαίου, β) τα Στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό. Το τελευταίο τούτο άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής στρατιωτικών και ιδιωτών, με την έννοια της σύμπραξης στην κύρια πράξη και της συναπόφασης, αναφέρεται δηλαδή στα εκ δόλου τελούμενα εγκλήματα (άρθρο 45 ΠΚ), ενώ, όταν η πράξη αποδίδεται σε περισσότερα πρόσωπα χωρίς να συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου, όπως συμβαίνει στα εξ αμελείας εγκλήματα, που τελούνται με συγκλίνουσα αμέλεια περισσότερων προσώπων, τότε πρόκειται απλώς περί παραυτουργίας, οπότε, στις περιπτώσεις αυτές, η πράξη εκάστου κατηγορουμένου εξετάζεται και κρίνεται αυτοτελώς. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι επί εγκλήματος εξ αμελείας, που φέρεται ότι οφείλεται στη συγκλίνουσα αμελή συμπεριφορά περισσότερων προσώπων και συγκεκριμένα στρατιωτικών και ιδιωτών, οι μεν στρατιωτικοί υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, οι δε ιδιώτες στη δικαιοδοσία των κοινών Ποινικών Δικαστηρίων, ενόψει του ότι δεν νοείται συμμετοχή (συναπόφαση) κατά την εκτέλεση του εγκλήματος αυτού (ΑΠ 1860/2017, ΑΠ 767/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος: “Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι”, κατά δε την παρ. 4 περ. α” αυτού: “Ειδικοί νόμοι ορίζουν τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορούν να υπαχθούν ιδιώτες” (ΑΠ 632/2021, ΑΠ 1037/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.