Πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος  επενέβη στο Αρχείο  προκειμένου να λάβει αντίγραφα των εγγράφων , ο τρόπος με τον οποίο τα έγγραφα αυτά περιήλθαν στην κατοχή του και το περιεχόμενο των εγγράφων 

Απόφαση 426 / 2022    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 426/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Άννα Φωτοπούλου – Ιωάννου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 12 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Σ. του Φ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 548/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Σεπτεμβρίου 2021 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6.9.2021 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 7585/2021 που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 904/2021.

Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 6.9.2021 αίτηση του Κ. Σ., για αναίρεση της υπ’ αριθμό 548/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ.510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997, “Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, όπως αυτός ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της ως άνω πράξης παραβίασης προσωπικών δεδομένων, μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του νόμου αυτού, “Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις”. Ήδη, με το άρθρο 38 παρ. 1 και 2 του Ν. 4624/2019, που ισχύει, κατ’ άρθρο 87 αυτού, από 29-8-2019, ορίζεται ότι “1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη”. Οι διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου που ισχύει από 29 Αυγούστου 2019, με τον οποίο καταργήθηκε ο ως άνω νόμος 2472/1997 (άρθρο 84 ν. 4624/2019) με την επιφύλαξη των σ’ αυτό αναφερομένων διατάξεων, περιέχουν ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση, αφού με το άρθρο 38 παρ. 2 του ιδίου νόμου, ως προς την αντικειμενική υπόσταση της χωρίς δικαίωμα ανακοίνωσης κλπ δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσθέτει το επί πλέον στοιχείο της απόκτησης αυτών σύμφωνα με την παρ. 1 περ. α’ του αυτού άρθρου, δηλαδή την απόκτηση με την επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής κυμαίνεται από δέκα (10) ημέρες έως πέντε (5) έτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α’, β’, γ’, δ’, ε’ και ι’ του Ν. 2472/1997, το οποίο, ως προς τους ορισμούς του, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την κατάργηση του νόμου αυτού από τον ως άνω Ν. 4624/2019 (άρθρο 84 Ν. 4624/2019), για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β) “Ευαίσθητα δεδομένα”, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 άρθρου 18 του Ν. 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 άρθρ. 8 του Ν. 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή). γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο (κατά τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν. 3471/2006, με την οποία αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό, κατά την έννοια του νόμου νοείται ως “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” [“αρχείο”], κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”… και ι) “αποδέκτης” είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι”. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται στο Ν. 2472/1997 και ήδη στο Ν. 4624/2019, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε των περιπτώσεων του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση “αρχείων προσωπικών δεδομένων”.
Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε “αρχείο”, ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ’ άρθρο 2 περ. ε’, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο “επεξεργασίας” και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες, των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου, ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επέμβασης, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 614/2020, ΑΠ 2000/2019). Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 548/2021 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο σκεπτικό της, όσον αφορά το αδίκημα της παραβίασης προσωπικών δεδομένων (άρθρο 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997), ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ’ είδος αναφέρει (ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, τα πρακτικά της εκκαλουμένης απόφασης που επίσης αναγνώστηκαν, την απολογία του κατηγορουμένου και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, περιστατικά: ” Ο κατηγορούμενος είναι δικηγόρος και εκπροσωπούσε σε διάφορες δίκες τους εντολείς του Μ. Π. και Π. Π., με τους οποίους ο μηνυτής Ε. Κ. είχε μακροχρόνια αντιδικία. Ο ανωτέρω Ε. Κ. κατέθεσε σε βάρος του κατηγορουμένου την από 8-8-2014 αναφορά του με βάση την οποία σχηματίστηκε ποινική δικογραφία με αρ. ABM Μ114/520. Η ανωτέρω αναφορά αφορούσε την μη νομότυπη χρήση γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, που είχε προσκομίσει ο κατηγορούμενος στον δικηγορικό σύλλογο Πειραιά, όπου δικαζόταν πειθαρχική του παράβαση. Στα πλαίσια διεξαγωγής προκαταρκτικής έρευνας για την ως άνω υπόθεση ο κατηγορούμενος κλήθηκε για εξέταση από τον πταισματοδίκη του 18ου τμήματος Αθηνών. Κατά την εξέταση του αυτή, ο κατηγορούμενος προσκόμισε τα ακόλουθα έγγραφα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του μηνυτή Ε. Κ. και ειδικότερα: 1) Αντίγραφο της από 19-9-2013 πράξης αρχειοθέτησης του επιθεωρητή του Αρείου Πάγου, από την οποία προκύπτει πόσες αναφορές έχει καταθέσει ο Ε. Κ. στον Άρειο Πάγο κατά δικαστικών λειτουργών, 2) Δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά Α. Μ. από επεξεργασία μηνύσεως του Ε. Κ., 3) Αντίγραφο της υπ’αρ. 351/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιά, στην οποία εμπεριέχεται δήλωση 4 δικηγόρων του Ε. Κ. ότι παύουν να τον υπερασπίζονται, επειδή διαφώνησαν μαζί του και επειδή δεν τους κατέβαλε τα δεδουλευμένα τους, 4) Αντίγραφο της υπ’ αρ. 190/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιά, στην οποία εμφαίνονται οι ίδιες δηλώσεις των 3 δικηγόρων του Ε. Κ., 5) Αντίγραφο της από 30-1-2008 εγκλήσεως που ο Ε. Κ. κατέθεσε εναντίον του λογιστή και της συζύγου του Κ. Π. και Α. Π., καθώς επίσης και εναντίον του 90χρονου και πλέον θείου και νονού του Γ. Κ., 6) αντίγραφο της από 19-3-2003 εξώδικης δήλωσης-απάντησης-διαμαρτυρίας του Κ. Γ. κατά του Κ. Ε., 7) αντίγραφο της υπ’αρ. 280180/12872/2007 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών του Κ. Ε. κατά του Κ. Γ., 8) αντίγραφο της από 2-5-2008 εγκλήσεως Κ. Ε. κατά των θείων του: α) Α. Κ., β) Ε.-Κ. του Ε. και γ) Π. Δ.-Κ., 9) αντίγραφο της υπ’ αρ. 148846/8855/2010 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της θείας του Π. Δ.-Κ. κατά του ιδίου, 10) αντίγραφο της υπ’ αρ. 205667/11266/2008 αγωγής προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών των συγκατοίκων του Κ. Ε. στην …: α)Γ. Τ., β) Π. Τ. και Κ. Τ. κατά του ιδίου, 11) Κατάσταση της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά από την οποία προκύπτει ότι ο Κ. Ε. έχει ασκήσει 47 αγωγές κατά του Μ. Π. και της συζύγου του και 12) κατάσταση Σεπτεμβρίου 2013 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, από την οποία προκύπτει ότι ο Κ. Ε. έχει καταθέσει περί τις 40 μηνύσεις κατά του Μ. Π.. Τα ανωτέρω έγγραφα δεν ήταν άμεσα σχετιζόμενα με την σε βάρος του κατηγορουμένου διερευνόμενη υπόθεση, ούτε αναγκαία για την υπεράσπιση του, ο κατηγορούμενος δεν είχε την ιδιότητα του διαδίκου στις αναφερόμενες ποινικές, πολιτικές, πειθαρχικές υποθέσεις καθώς και στα λοιπά μνημονευόμενα έγγραφα, ώστε να δικαιούται στην λήψη τους και να είναι ελεύθερα ανακοινώσιμη σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, ούτε αποδείχτηκε ότι αυτός (κατηγορούμενος), έλαβε γνώση των ανωτέρω εγγράφων ύστερα από έγκριση σχετικής του αίτησης στις αρμόδιες για κάθε έγγραφο υπηρεσίες, έχοντας προσδιορίσει το έννομο συμφέρον για την λήψη τους. Τα έγγραφα αυτά όπως το περιεχόμενο τους αναπτύχθηκε παραπάνω αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του μηνυτή Ε. Κ., και ο κατηγορούμενος επέτρεψε σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (πταισματοδίκη, γραμματείς, δικηγόρους) να λάβουν γνώση αυτών. Τα έγγραφα αυτά απέκτησε ο κατηγορούμενος με επέμβαση στο σύστημα αρχειοθέτησης ήτοι στο Ποινικό, Πολιτικό και Πειθαρχικό Αρχείο των αντιστοίχων υπηρεσιών που αναφέρονται, χωρίς δικαίωμα. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω έγγραφα βρίσκονταν στην κατοχή του, αφού ο ίδιος ο μηνυτής τα είχε προσκομίσει σε διάφορες δίκες που αυτός (κατηγορούμενος) εκπροσωπούσε τους αντιδίκους του μηνυτή. Για την απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού προσκομίζει τα ανωτέρω αναγνωσθέντα έγγραφα και ειδικότερα: α) την με αρ.5960/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς, στην οποία φαίνεται να έχει αναγνωσθεί η με αρ. καταθέσεως 280180/2007 αγωγή του μηνυτή κατά του Κ. Γ., ήτοι το με αρ.7 ανωτέρω επίδικο έγγραφο και β) την με αρ. 541/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, στην οποία φαίνεται να έχει αναγνωσθεί η υπ’ αρ. καταθ. 148846/8855/2010 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της θείας του μηνυτή Π. Δ.-Κ. κατά του ιδίου ήτοι το με αρ. 9 ανωτέρω επίδικο έγγραφο, ενώ για τα υπόλοιπα επίδικα έγγραφα δεν αποδεικνύεται καν η προσαγωγή τους σε σχετική δίκη από τον μηνυτή. Και στις δύο όμως παραπάνω δίκες, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πρακτικών αυτών, ο κατηγορούμενος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος των αντιδίκων του μηνυτή Μ. και Π. Π. και όχι διάδικος ο ίδιος, ώστε να δικαιούται στην λήψη αντιγράφων από τις ως άνω δικογραφίες, ούτε όμως και αποδείχτηκε ότι ζήτησε από τις αρμόδιες υπηρεσίες την λήψη τοιούτων αντιγράφων, ώστε αυτά να βρίσκονται νόμιμα στην κατοχή του, όπως ισχυρίζεται. Τέλος και αυτός ακόμη ο μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε στο ακροατήριο ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε κάποιο λόγο πρόσβασης στα επίδικα έγγραφα. Απορριπτέος κατά συνέπεια καθίσταται ο σχετικός του ισχυρισμός. Ισχυρίζεται επίσης ο κατηγορούμενος με τον υποβληθέντα εγγράφως ισχυρισμό του ότι το κατηγορητήριο με το οποίο παραπέμφθηκε, πάσχει ακυρότητας γιατί σ’ αυτό δεν αναφέρονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 38 του ν. 4624/2019. Και αληθής όμως υποτιθέμενος ο ανωτέρω ισχυρισμός η ακυρότητα αυτή καλύφθηκε κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 175 του ΚΠοινΔ., αφού αυτός ουδόλως προέβαλε αυτή στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά τη εκκαλουμένης απόφασης που αναγνώστηκε και συνακόλουθα απορριπτέος καθίσταται και ο ισχυρισμός αυτός. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο αδικήματος της παράβασης του άρθρου 38 παρ.2 του ν.4624/2019 και πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, απορριπτόμενων των αυτοτελών ισχυρισμών αυτού. Περαιτέρω στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, πρέπει να αναγνωριστεί, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ., αφού η ανωτέρω ελαφρυντική περίσταση αναγνωρίστηκε στο πρόσωπο του από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και το παρόν δικαστήριο, δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη την θέση αυτού, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα”. Ακολούθως, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο του ότι: “Στην Αθήνα στις 10-10-2014 επέτρεψε σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτου προσώπου τα οποία απέκτησε χωρίς δικαίωμα με επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο στο πλαίσιο της με Α.Β.Μ. Μ14/520 δικογραφίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, που σχηματίστηκε κατόπιν της από 8-8-2014 αναφοράς του Κ. Ε. του Κ. σε βάρος του, κατέθεσε ενώπιον του Πταισματοδίκη του 18ου Τμήματος Αθηνών τα ακόλουθα έγγραφα – δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του Κ. Ε. του Κ. ήτοι: 1. Αντίγραφο της από 19-9-2013 πράξης αρχειοθετήσεως του επιθεωρητή του Α.Π., από την οποία προκύπτει πόσες αναφορές έχει καταθέσει ο Κ. Ε. στον Α.Π. κατά δικαστικών λειτουργών, ακόλουθα έγγραφα – δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του Κ. Ε. του Κ. ήτοι: 1. Αντίγραφο της από 19-9-2013 πράξης αρχειοθετήσεως του επιθεωρητή του Α.Π., από την οποία προκύπτει πόσες αναφορές έχει καταθέσει ο Κ. Ε. στον Α.Π. κατά δικαστικών λειτουργών, 2. Δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά Α. Μ. από επεξεργασία μηνύσεως του Κ. Ε., 3. Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 351/2011 Αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, στην οποία εμπεριέχεται δήλωση 4 δικηγόρων του Κ. Ε. ότι παύουν να τον υπερασπίζονται, επειδή διαφώνησαν μαζί του και επειδή δεν τους κατέβαλλε τα δεδουλευμένα τους, 4. Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 1901/2010 Αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, στην οποία εμφαίνονται οι ίδιες δηλώσεις των 3 δικηγόρων του Κ. Ε., 5. Αντίγραφο της από 30-1-2008 εγκλήσεως που ο Κ. Ε. κατέθεσε εναντίον του λογιστή και της συζύγου του Κ. Π. και Α. Π. καθώς επίσης και εναντίο] του 90χρονου και πλέον θείου και νονού του Γ. Κ., 6. Αντίγραφο της από 19-3-2003 εξώδικης δήλωσης – απάντησης διαμαρτυρίας του Κ. Γ. κατά του Κ. Ε., 7. Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 280180/12872/2007 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών του Κ. Ε. κατά του Κ. Γ., 8. Αντίγραφο της από 2-5-2008 εγκλήσεως Κ. Ε. κατά των θείων του: α) Α. Κ., β) Ε. – Κ. του Ε. και γ) Π. Δ. – Κ., 9. Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 148846/8855/2010 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της θείας του Π. Δ. Κ. κατά του ιδίου, 10.
Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 205667/11266/2008 αγωγής προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών των συγκατοίκων του Κ. Ε. στην … : α) Γ. Τ., β) Π. Τ. και γ) Κ. Τ. κατά του ιδίου, 11. Κατάσταση της γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά, από την οποία προκύπτει ότι ο Κ. Ε. έχει ασκήσει 47 αγωγές κατά του Μ. Π. και της συζύγου του και 12. Κατάσταση Σεπτεμβρίου 2013 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, από την οποία προκύπτει ότι Κ. Ε. έχει καταθέσει περί τις 40 μηνύσεις κατά του Μ. Π. και ως εκ της ανωτέρω ενέργειας ο κατηγορούμενος Σ. Κ. του Φ. επέτρεψε σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (Πταισματοδίκης, γραμματείς, δικηγόροι κ.ά) να λάβουν γνώση των ανωτέρω εγγράφων – δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του Κ. Ε. του Κ.”. Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για παραβίαση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 38 παρ.2 του Ν.4624/2019), δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού δεν εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης, αφού δεν παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τα αναγκαία στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος. Ειδικότερα αν και έγινε δεκτό ότι, στα πλαίσια προκαταρκτικής έρευνας από τον δικηγορικό σύλλογο Πειραιά για πειθαρχική παράβαση, κατόπιν καταγγελίας του εγκαλούντος, τα έγγραφα που προσκόμισε ο αναιρεσείων είναι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εγκαλούντος και ότι αυτά ο αναιρεσείων τα απέκτησε, χωρίς δικαίωμα, με επέμβαση στο σύστημα αρχειοθέτησης, δηλαδή στο ποινικό, πολιτικό και πειθαρχικό αρχείο των αντίστοιχων υπηρεσιών, που αναφέρονται, εντούτοις δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων επενέβη στο Αρχείο των αντίστοιχων υπηρεσιών, προκειμένου να λάβει αντίγραφα των εγγράφων που αναφέρονται στο σκεπτικό από τις σχετικές υποθέσεις και δεν αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίο τα έγγραφα αυτά περιήλθαν στην κατοχή του. Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται ότι: “… τα έγγραφα αυτά, όπως το περιεχόμενο τους αναπτύχθηκε παραπάνω αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του μηνυτή” πλην όμως όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης ουδεμία ανάπτυξη του περιεχομένου των εγγράφων αυτών έγινε ώστε να προκύπτουν τα στοιχεία του άρθρου 2 του ν. 2472/1997. Σε κάθε δε περίπτωση δεν γίνεται αναφορά ότι τα έγγραφα αυτά αφορούν ποινικές διώξεις ή καταδίκες του εγκαλούντος. Έτσι, όμως, με τις ως άνω ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανακοινώθηκαν από τον αναιρεσείοντα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν το προστατευόμενο από τις ως άνω διατάξεις έννομο αγαθό, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της συνδρομής της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσης, αφού ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι ανέφικτος. Επομένως, ενόψει τούτων, κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αιτιάσεις της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που δεν επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 38 παρ.2 του Ν.4624/2019, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 548/2021 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Μαρτίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top