Πρόταση για την θέσπιση Κοινοτικής Οδηγίας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την προστασία των δημοσίων προσώπων από στοχευμένες και κακόβουλες αστικές διώξεις σε βάρος τους λόγω του δραστικού τους ρόλου στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων
Από την 27η Απριλίου 2022 συζητείται εντός της Κομισιόν μια πρωτοβουλία για την σύνταξη και ψήφιση Οδηγίας, με την οποία θα τυγχάνουν ειδικής δικονομικής μεταχείρισης πρόσωπα, που συμμετέχουν στην δημόσια ζωή υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων , του κράτους δικαίου και λόγω της δράσης τους γίνονται αποδέκτες προδήλως αβασίμων αγωγών και διώξεων από εθνικά διωκτικά όργανα.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου θεσμικού πλαισίου θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους κάθε ταυτότητας κακόβουλους ενάγοντες, που επιχειρούν με την άσκηση αγωγών και προσφυγών να φοβίσουν και να αποθαρρύνουν ακτιβιστές και μαχητές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την συνέχιση του έργου τους [STRATEGIC LAWSUITS AGAINST PUBLIC PARTICIPATION], εφεξής “anti SLAPP”.
Mέχρι την οριστική ψήφιση μιας τέτοιας οδηγίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την από 27.4.2022 Σύστασή της προς τα Κράτη-Μέλη και δη τους λειτουργούντες δικηγορικούς συλλόγους να εναρμονίσουν τους εθνικούς τους κώδικες, που αφορούν τον τρόπο άσκησης του νομικού επαγγέλματος κατά τρόπο , που να αποδοκιμάζεται η καταχρηστική προσφυγή πολιτών μέσω δικηγόρων στην δικαιοσύνη εναντίον των προσώπων εκείνων, που συμμετέχουν πρωταγωνιστικά στα δημόσια πράγματα κάθε χώρας.
Το CCBE κρίνει σκόπιμο την παρακολούθηση της διαβούλευσης της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κομισιόν και την ενεργός συμμετοχή μέσω της διαμόρφωσης μιας ειδικής ομάδας Νομικών από όλες τις θεματικές επιτροπές της δικηγορικής μας οργάνωσης. Η ειδική αυτή ομάδα συγκροτήθηκε με την συμμετοχή του Επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, κ.Νικολάου Κουτκιά, καθώς και του Ειδικού Εκπροσώπου του ΔΣΑ, κ.Αναγνωστάκη Αλέξη, και ήδη η πρώτη συνάντηση έγινε διαδικτυακά την 24.5.2022.
Η προτεινόμενη Οδηγία παρέχει στα δικαστήρια και τα πρόσωπα- στόχους των καταχρηστικών αγωγών (SLAPPs) τα εργαλεία για την καταπολέμηση προδήλως αβάσιμων ή καταχρηστικών δικαστικών διαδικασιών.
Οι προτεινόμενες διασφαλίσεις της άνω Οδηγίας θα ισχύουν σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις. Αναμένεται να ωφελήσουν ιδίως τους δημοσιογράφους και τα πρόσωπα ή τις οργανώσεις που ασχολούνται με την υπεράσπιση δικαιωμάτων, όπως τα περιβαλλοντικά και κλιματικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των γυναικών, τα δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ+, τα δικαιώματα των ατόμων με μειονοτική φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα εργασιακά δικαιώματα ή τις θρησκευτικές ελευθερίες. Η προστασία της Οδηγίας καλύπτει επίσης όλα τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται ή εμπλέκονται σε θέματα δημόσιου συμφέροντος.
Η Οδηγία έχει ως στόχο να διασφαλίσει την ισορροπημένη πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τα δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής καθώς και την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης.
Τα κύρια στοιχεία των υπό κρίση προτάσεων είναι:
- Ταχεία απόρριψη μιας προδήλως αβάσιμης δικαστικής διαδικασίας – τα δικαστήρια θα μπορούν να λάβουν γρήγορη απόφαση για την απόρριψη της αγωγής εάν μια υπόθεση είναι προδήλως αβάσιμη. Σε μια τέτοια περίπτωση, το βάρος της απόδειξης θα βαρύνει τον ενάγοντα να αποδείξει ότι η υπόθεση δεν είναι προδήλως αβάσιμη·
- Διαδικαστικά έξοδα – εναπόκειται στον ενάγοντα να καταβάλει όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών των δικηγόρων του εναγομένου, εάν μια υπόθεση απορριφθεί ως καταχρηστική·
- Αποζημίωση – ο στόχος του SLAPP θα έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει και να λάβει πλήρη αποζημίωση για την υλική και ηθική ζημία.
- Αποτρεπτικές ποινές – για να εμποδίσουν τους ενάγοντες να ξεκινήσουν καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες, τα δικαστήρια θα είναι σε θέση να επιβάλουν αποτρεπτικές κυρώσεις σε όσους παραπέμπουν τέτοιες υποθέσεις στο δικαστήριο.
- Προστασία από αποφάσεις τρίτων χωρών – Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αρνούνται την αναγνώριση απόφασης που προέρχεται από τρίτη εκτός ΕΕ χώρα, έναντι προσώπου που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, εάν η διαδικασία κριθεί προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική βάσει του δικαίου του κράτους μέλους. Το θύμα θα μπορεί επίσης να ζητήσει αποζημίωση για τις ζημίες και τα έξοδα στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την κατοικία του.
Σύσταση προς τα κράτη μέλη.
Η Σύσταση της Επιτροπής που υιοθετήθηκε συμπληρώνει την Οδηγία και ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι:
- Τα εθνικά νομικά πλαίσια παρέχουν τις απαραίτητες διασφαλίσεις, παρόμοιες με εκείνες σε επίπεδο ΕΕ, για την αντιμετώπιση εγχώριων υποθέσεων SLAPPs. Αυτό περιλαμβάνει τη διασφάλιση των διαδικαστικών εγγυήσεων για την ταχεία απόρριψη προδήλως αβάσιμων δικαστικών διαδικασιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι κανόνες δικαίου τους που ισχύουν για την συκοφαντική δυσφήμηση, το αδίκημα της οποίας αποτελεί έναν από τους συνηθέστερους λόγους για την έναρξη των SLAPPs, δεν έχουν αδικαιολόγητες επιπτώσεις στην ελευθερία της έκφρασης, στην ύπαρξη ενός ανοικτού, ελεύθερου και πλουραλιστικού περιβάλλοντος των μέσων ενημέρωσης και στη συμμετοχή του κοινού.
- Η κατάρτιση (training) να είναι διαθέσιμη για επαγγελματίες νομικούς και πιθανούς στόχους SLAPP για τη βελτίωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των δικαστικών διαδικασιών. Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικής Κατάρτισης θα συμμετάσχει στη διασφάλιση του συντονισμού και της διάδοσης πληροφοριών σε όλα τα κράτη μέλη·
- Οργανώνονται εκστρατείες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης, έτσι ώστε οι δημοσιογράφοι και οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να αναγνωρίζουν πότε αντιμετωπίζουν ένα SLAPP·
- Οι στόχοι του SLAPP να έχουν πρόσβαση σε ατομική και ανεξάρτητη υποστήριξη, όπως από δικηγορικά γραφεία που υπερασπίζονται pro bono τους στόχους SLAPP.
- Συγκεντρωτικά δεδομένα να συλλέγονται σε εθνικό επίπεδο για προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες και να υποβάλλονται στην Επιτροπή σε ετήσια βάση, αρχής γενομένης από το 2023.
Επόμενα βήματα
Η προτεινόμενη οδηγία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων για να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και να μπορέσει να καταστεί δίκαιο της ΕΕ.
Η Σύσταση της Επιτροπής εφαρμόζεται άμεσα.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν έκθεση σχετικά με την εφαρμογή στην Επιτροπή 18 μήνες μετά την έγκριση της Σύστασης.