Απόφαση 436 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

ΑΡΙΘΜΟΣ 436/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 148/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου-Εισηγήτρια, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Ε. Μ. του Ι., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.28-29/2015 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Κ. του Α., 2) Α. Κ. του Τ., 3) Α. Κ. του Τ. και 4) Α. Κ. του Α., κατοίκων …, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. …19-10-2015 αίτησή του αναίρεσης και στους από 16 Μαρτίου 2016 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ και 3 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα , αν αναβληθεί η υπόθεση σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 24-11-2015 αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Κορίνθου Γ. Κ., οι πολιτικώς ενάγοντες της κρινόμενης υπόθεσης Α. Κ., Α. Κ., Α. Κ. και Α. Κ., με αναιρεσείοντα τον Ε. Μ., κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. β’ του ως άνω Κώδικα, για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5-4-2016.
Κατά τη δικάσιμο εκείνη, κατόπιν αποδοχής αιτήματος αναβολής εκ μέρους των συνηγόρων του αναιρεσείοντα και των πολιτικώς εναγόντων Θεοδώρου Ζευκιλή και Ελευθερίου Ελευθερίου αντίστοιχα, λόγω συμμετοχής τους στην πανελλαδική αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, με την υπ’ αρ. 750/2016 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, αναβλήθηκε η συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι πολιτικώς ενάγοντες όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατ’ αυτήν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιόν του. Μετά από αυτά και εφόσον η κρινόμενη από 18-10-2015 (αριθμ. πρωτ. …19-10-2015) αίτηση αναίρεσης και οι από 16-3-2016, κατατεθέντες στις 16-3-2016, πρόσθετοι λόγοι αυτής έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς και να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία των πολιτικώς εναγόντων σαν να ήταν και αυτοί παρόντες.
Κατά το άρθρο 311 εδ.α ΠΚ, αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Το έγκλημα αυτό χαρακτηρίζεται ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος αφού για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως αυτού, απαιτείται η πρόθεση του δράστη να επιφέρει στο θύμα σωματική ή διανοητική βλάβη οποιασδήποτε διαβαθμίσεως και η επέλευση συνεπεία της σωματικής βλάβης του θανάτου του θύματος, ο οποίος όμως θάνατος αποδίδεται σε αμέλεια του δράστη, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 28 του ΠΚ, οπότε όμως έχει ως συνέπεια τη βαρύτερη τιμωρία της σωματικής βλάβης σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου κώδικα. Κατά το άρθρο 28 ΠΚ απαιτείται να διαπιστωθεί ότι α) ο δράστης δεν κατέβαλε την κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική, β) ότι αυτός με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, ως εκ της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το αποτέλεσμα, το οποίο είτε δεν προείδε ή το προέβλεψε μεν αλλά πίστευε ότι θα το απέφευγε και γ) ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του θύματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1α Π.Κ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρ. 310 παρ. 2) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εν όψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο, στην καταδικαστική, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις, δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περιπτώσεως, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθορισθεί, βάσει των κατ’ άρθρο 79 Π.Κ. κριτηρίων. Απαιτούμενα στοιχεία, για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ. β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη και γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση προκλήσεως της σωματικής κακώσεως και των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη. Αν υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το είδος της διακινδυνεύσεως, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβιάσεως της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 309 του Π.Κ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση, για το αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νομίμου βάσεως. Εξάλλου, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο ενώ ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 28, 29/2015 απόφαση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των λεπτομερώς αναφερομένων στο προοίμιο αυτού αποδεικτικών μέσων (χωρίς όρκο καταθέσεις πολιτικώς εναγόντων, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα, επισκοπηθείσες φωτογραφίες και απολογία του κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “Ο θανών Τ. Κ., στην οδό … του οικοδομικού τετραγώνου … της πόλεως της Κορίνθου, περί τις αρχές Ιουνίου 2010, ήρξατο ανεγείρων, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …-6-2010 οικοδομικής αδείας της αρμοδίας πολεοδομικής αρχής, οικοδομή επί ακινήτου του, κειμένου βορείως και πλαγίως του κειμένου στην ίδια αυτή περιοχή ακινήτου του κατηγορουμένου Ε. Μ. και διαχωριζομένου από τούτο (ακίνητο του κατηγορουμένου) υπό της ανωτέρω οδού …. Διότι δε η ανωτέρω οικοδομική άδεια είχεν εκδοθεί καθ’ υπέρβασιν των ισχυουσών στην περιοχή όρων δομήσεως και εκ τούτου η οικοδομή όταν θα αποπερατούτο θα εμπόδιζε, εν μέρει την εκ του ακινήτου του κατηγορουμένου, θέα, κατόπιν ενεργειών των τελευταίου (κατηγορουμένου Ε. Μ.) προς τις αρμόδιες πολεοδομικές αρχές, οι οικοδομικές εργασίες διεκόπησαν την 7-7-2010, επανελήφθησαν δε μετά την αναθεώρηση αυτής (ανωτέρω οικοδομικής αδείας) και την έκδοση, την 27-8-2010, της υπ’ αριθμ. …-8-2010 νέας τοιαύτης (οικοδομικής αδείας), δια της οποίας ο όγκος της εν λόγω οικοδομής μειώθηκε από 1.541,61 σε 1.174,24 κυβικά μέτρα (συμπεριλαμβανομένου και του υπογείου). Ένεκα τούτων και επειδή ο Τ. Κ., θεωρούσε τον Ε. Μ. υπαίτιο της καθυστερήσεως των οικοδομικών εργασιών και περιορισμού του όγκου της οικοδομής του, εδημιουργούντο μεταξύ τους επεισόδια λεκτικών προστριβών και φιλονικιών, οσάκις αμφότεροι ευρίσκοντο και συναντώντο στον τόπο των ανωτέρω ακινήτων τους. Τουθ’ όπερ εγένετο και την 11-9-2010 και περί ώρα 09.00’ έως 09.30’ , όταν αμφότεροι ευρέθησαν στην περιοχή αυτή των ακινήτων τους, ο μεν κατηγορούμενος Ε. Μ., συνοδευόμενος υπό της συζύγου του Ι. Μ., έχων υπάγει εκεί προκειμένου να παραλάβει από την αποθήκη του ακινήτου του αυτού, βαμμένες θύρες της οικίας, όπου θα διέμενε μετά τον γάμο του ο υιός τους, ο δε Τ. Κ., επιβαίνων του επιβατικού αυτοκινήτου του και συνοδευόμενος υπό του αδελφού του Α. Κ., προκειμένου να παρακολουθήσει την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών της ανεγειρομένης στο ακίνητό του οικοδομής, επιστρέψας στο σημείο αυτό, στο οποίον προ ολίγου χρόνου ευρίσκετο, ότε και το πρώτον, σημειωτέον, είχε αντιληφθεί την εκεί παρουσία του κατηγορουμένου και της συζύγου του και από το οποίον είχεν απέλθει. Άμα τη σταθμεύσει του αυτοκινήτου του επί του βορείου άκρου της ειρημένης οδού και στο ύψος του ακινήτου του, ο Τ. Κ. εξήλθε του αυτοκίνητου και από του σημείου αυτού απευθυνθείς προς τον πλησίον ιστάμενο κατηγορούμενο τον ερώτησε γιατί τον “κυνηγά” και αν είναι ο “σερίφης της …”, προδήλως υπονοών την δίκην αστυνομικού υπ’ αυτού έρευνα των νομίμων προϋποθέσεων της ανεγέρσεως της οικοδομής του. Τούτο εθεώρησε προδήλως προσβλητικό δι’ εαυτόν ο κατηγορούμενος Ε. Μ., επετέθη κατά του πρώτου (Τ. Κ.) και αμφότεροι ήρξαντο να αλληλογρονθοκοπούνται. Σημειωτέον ενταύθα, ότι το σημείο τούτο, όπου, ως εκτίθεται, το επεισόδιο αυτό έλαβε χώρα και ολοκληρώθηκε με την πτώση του πρώτου στο οδόστρωμα και την εκ τούτου θανάτωσή του, ως κατωτέρω θέλει εκτεθεί, είναι το πράγματι σημείο, όπου τούτο ήρξατο και ολοκληρώθηκε, κατά τα κατωτέρω εκτεθησόμενα, αποδεικνύεται εκ του συνδυασμού της επ’ ακροατηρίω αναγνωσθείσης και κατά την 11-9-2010 και ώραν 09.40’ διενεργηθείσης εκθέσεως αυτοψίας του ανθ/μου του AT … Α. Χ., στην οποίαν σημειούται ότι το σώμα του, κατά τα κατωτέρω εκτεθησόμενα, θανατωθέντος ως άνω Τ. Κ., ευρέθη κείμενο επί του οδοστρώματος της πλάτους οκτώ (8) μέτρων ειρημένης οδού και η κεφαλή του απείχε του βορείου άκρου του οδοστρώματος αυτής είκοσι (20) εκατοστά του μέτρου και του μη αποδεικνυομένου από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, ότι τούτο (σώμα του θανατωθέντος) μετεκινήθη από του σημείου τούτου της πτώσεώς του. Στο ούτω διαδραματιζόμενο επεισόδιο θέλησε να επέμβει, προς υποβοήθηση του συζύγου της (Ε. Μ.), η σύζυγος του κατηγορουμένου Ι. Μ. και προς τον σκοπό αυτόν εκινήθη προς τους συμπλεκομένους αυτούς, πλην όμως δεν επέτυχε τούτο, διότι επενέβη ο αδελφός του ετέρου των συμπλεκομένων Τ. Κ., Α. Κ., ο οποίος, εξελθών του αυτοκινήτου και αντιληφθείς την πρόθεσή της αυτήν, προκειμένου να μη επιτύχει του σκοπού της, την ήρπασε, την έριψε επί του καπώ του αυτοκινήτου, που και ο ίδιος επέβαινε, και εκεί την ακινητοποίησε και την διατήρησε ακινητοποιημένη, μέχρις ότου το επεισόδιο έλαβε χώρα με την πτώση του Τ. Κ. επί του οδοστρώματος, ως κατωτέρω εκτίθεται, παρά την εκκλήσεις της προς αυτόν (Α. Κ.) να την αφήσει ελεύθερη και προς τον σύζυγό της Ε. Μ. να την βοηθήσει. Κατά την διάρκεια των κατ’ αλλήλων καταφερομένων γρονθοκοπημάτων, ο κατηγορούμενος κατέφερε πλήγματα στην κεφαλή του παθόντος (Τ. Κ.) με την θέληση να του προκαλέσει απλές σωματικές βλάβες, γνωρίζων ότι κατά τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνει τούτο, εν τέλει δε και με τον ίδια αυτή θέληση και γνώση, ότι πίπτων επί του οδοστρώματος αιφνιδίως και βιαίως ωθούμενος προς τα οπίσω θα προκληθούν σ’ αυτόν μετά βεβαιότητος απλές σωματικές βλάβες, ώθησε τούτον (Τ. Κ.) ισχυρώς και βιαίως προς τα οπίσω, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να απωλέσει την ισορροπία του και να καταπέσει στο οδόστρωμα και ένεκα τούτου να υποστεί σωματικές βλάβες και δη ρωγμώδες κάταγμα κατά τον μετωπιαίο βόθρο δεξιά, κάταγμα του δεξιού κροταφικού οστού, κάταγμα ημικυκλικού σχήματος του ινιακού οστού και κάταγμα στο ύψος του ινιακού τρήματος, ήτοι σωματικές βλάβες, συνθέτουσες βαρεία κρανιοεγκεφαλική του κάκωση, συμβατή με πτώση εξ ιδίου ύψους, από την οποίαν, ως μόνη ενεργό αιτία, την 28-09-2010 και ώρα 06.17’ , στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, όπου μετεφέρθη από το Νοσοκομείο Κορίνθου και ενοσηλεύετο, επήλθε ο θάνατός του, ως ταύτα αποδεικνύονται, ιδίως, από τα σαφή και μη αναιρούμενα από άλλο αποδεικτικό μέσο ως άνω πορίσματα, της επ’ ακροατηρίω αναγνωσθείσης υπ’ αριθμ. …14-6-2011 ιατροδικαστικής εκθέσεως του ενεργήσαντος την νεκροψία νεκροτομή επ’ αυτού και επομένως έχοντος ιδίαν και άμεσον γνώση και αντίληψη των περιστατικών αυτών, ιατροδικαστού Αθηνών Σ. Μ.. Μετά δε την, κατά τα εκτεθέντα, πτώση επί του εδάφους του εν λόγω Τ. Κ. και την ούτω απαλλαγή του εξ αυτού, ο κατηγορούμενος προσέτρεξε προς το μέρος του αδελφού του τελευταίου Α. Κ., ο οποίος κατά τα σχετικώς προαναφερόμενα, συγκρατούσε ακινητοποιημένη επί του αυτοκινήτου την σύζυγό του (κατηγορουμένου) Ι. Μ. και δια των γρόνθων του με την θέληση να προκαλέσει σ’ αυτόν απλές σωματικές βλάβες και γνωρίζων ότι κατά τον τρόπο αυτόν το επιτυγχάνει, έπληξε τον τελευταίο στην περιοχή του δεξιού ζυγωματικού οστού, προκαλώντας του τραύμα και οίδημα στην περιοχή αυτή, ως τούτο αποδεικνύεται από την επ’ ακροατηρίω αναγνωσθείσα από 13-9-2010 ιατρική βεβαίωση του Ιατρικού Αθηνών. Ισχυρίζεται βεβαίως ο κατηγορούμενος, ότι η αιτία πτώσεως του ως άνω παθόντος στο έδαφος, υπήρξε αποτέλεσμα λιποθυμικού επεισοδίου που υπέστη, ως εκτιμάται και υπό του μάρτυρος υπερασπίσεώς του (κατηγορουμένου) Ε. Σ.. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός εξ ουδενός απολύτως των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται, πολλώ μάλλον αφού ο ανωτέρω μάρτυς υπερασπίσεως στηρίζει το υπ’ αυτού τούτο κατατιθέμενο σε απλή εκτίμηση, την οποίαν βεβαίως δεν μπορεί να επιστηρίξει αυτό και μόνον το γεγονός ότι ο παθών έπασχε από στεφανιαία νόσο, εν όψει αφ’ ενός μεν του μη εκτιθεμένου στην ανωτέρω ιατροδικαστική έκθεση, ότι αυτός υπέστη ισχαιμικό επεισόδιο εκ της παθήσεως αυτής συνεπαγόμενο την λιποθυμία του, αφ’ ετέρου του ότι υπέστη έμφραγμα, επίσης δικαιολογούν λιποθυμία του. Ισχυρίζεται επίσης ο κατηγορούμενος, ότι η αιτία της τοιαύτης πτώσεως του παθόντος ήταν η υπ’ αυτού (κατηγορουμένου) “αμυντική κίνηση διαφυγής και μάλιστα ενστικτώδης” απώθησίς του. Όμως και ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και είναι απορριπτέος. Και τούτο εν όψει του, κατά τα εκτεθέντα, αποδειχθέντος, ότι ο επιτιθέμενος ήταν ο κατηγορούμενος αυτός και όχι ο παθών, τουθ’ όπερ αποδεικνύεται εκ του ότι το επεισόδιο αυτό και η πτώσις του παθόντος στο οδόστρωμα, έλαβε χώρα, όχι πλησίον και έμπροσθεν του ακινήτου του (κατηγορουμένου), όπου σε διαφορετική περίπτωση και λαμβανομένων υπ’ όψιν των κακών σχέσεων τους, φυσικώ τω λόγω, έπρεπε αυτός να ευρίσκεται, αλλά έμπροσθεν και παρά το ακίνητο του παθόντος, στο οποίο προσήλθε, ένεκα της ανωτέρω προς αυτόν απευθυνθείσης φράσεως του παθόντος, προδήλως εξ επιθετικής διαθέσεως και προς ικανοποίηση του προδήλως θιγέντος εγωισμού του. Η κρίσις αυτή ενισχύεται και εκ της εν συνεχεία επιδειχθείσης υπ’ αυτού επιθετικής συμπεριφοράς σε βάρος του Α. Κ., κατά τα ως άνω εκτεθέντα. Επομένως υπό τα ως άνω εκτεθέντα και ως αποδειχθέντα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται, καθ’ όσον αφορά τον θάνατο του Τ. Κ., τα εξής: Ο κατηγορούμενος με την πλήξη του παθόντος αυτού δια των γρόνθων του στην κεφαλή και με την ταυτόχρονη βιαία και ισχυρά αιφνίδια ώση προς τα οπίσω αυτού, ήθελε να προκαλέσει στον τελευταίο απλή σωματική βλάβη, γνωρίζοντας, ειδικώς, ότι τούτο επιτυγχάνεται κατά τον τρόπο αυτόν, ήτοι με την προς τα οπίσω βιαία και ισχυρά αιφνίδια ώση του (παθόντος) και την συνεπεία αυτού μετά βεβαιότητος απότομη πτώση αυτού και βιαία πρόσκρουσή του επί του εδάφους, θα υποστή σε διάφορα σημεία του σώματός του απλές σωματικές βλάβες, τουθ’ όπερ και έπραξε. Όμως με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, ως εκ της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, ως ων έμφρων, ηλικίας 53 ετών, έχων διατελέσει επί τριακονταπενταετία μέλος του πολιτικού προσωπικού της πολεμικής αεροπορίας με την ιδιότητα του επιθεωρητού αξιοπλοΐας και έχων εξειδικευθεί στον ανθρώπινο παράγοντα και στην προστασία της ζωής του ανθρώπου, ως ο ίδιος επικαλείται, δεν κατέβαλε προς τούτο την κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες αυτές πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την λογική και δη λαμβάνων, βάσει τούτων, υπ’ όψιν, ότι η εκ των έμπροσθεν συνδυαζομένη με γρονθοκοπήματα, βιαία προς τα οπίσω ώσις του ανθρωπίνου σώματος, μπορεί να επιφέρει πτώση του ωθουμένου στο έδαφος, βιαία πρόσκρουση των μερών του ανθρωπίνου σώματος, μεταξύ των οποίων και της κεφαλής του, σε ισχυρώς ανένδοτη επιφάνεια και εκ τούτου πρόκληση σε αυτήν ρωγμώδους κατάγματος κατά τον μετωπιαίο βόθρο δεξιά, κατάγματος του δεξιού κροταφικού οστού, κατάγματος ημικυκλικού σχήματος του ινιακού οστού και κατάγματος στο ύψος του ινιακού τρήματος, ήτοι σωματικές βλάβες, συνθέτουσες βαρεία κρανιοεγκεφαλική του κάκωση και έτσι παρ’ ότι μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το εν λόγω αποτέλεσμα (θανάτωση του ανωτέρω παθόντος κατά τον τρόπο που αυτή επήλθε), δεν προέβλεψε, ότι τούτο μπορούσε να επέλθει, με την, κατά τα εκτεθέντα, πλήξη του παθόντος αυτού δια των γρόνθων του στην κεφαλή και με την ταυτόχρονη βιαία και ισχυρά αιφνίδια ώση προς τα οπίσω αυτού, κατάπτωσή του στο έδαφος και πρόσκρουση της κεφαλής του στο οδόστρωμα, με συνέπεια, λόγω του είδους και της υφής της επιφανείας τούτου, να υποστεί τις ειρημένες σωματικές βλάβες και εντεύθεν να επέλθει ο θάνατός του, υφισταμένου έτσι αντικειμενικώς μεταξύ του αποτελέσματος αυτού και των ανωτέρω ενεργειών του αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοιαν, ότι κατά την κοινή αντίληψη, οι ενέργειές του αυτές είναι εκείνες, που αμέσως προκάλεσαν το αποτέλεσμα τούτο και συνεπώς ευρίσκονται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό (ΑΠ 230/2015, 864/2014). Υπό τα εκτεθέντα και ως αποδειχθέντα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, ότι οι ανωτέρω πράξεις του εν προκειμένω κατηγορουμένου, καθ’ όσον μεν αφορά τον παθόντα Τ. Κ., πληρούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του κατά τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης σκέψεως διατάξεις και αιτιολογίες συγκροτουμένου εγκλήματος της μη σκοπουμένης θανατηφόρου σωματικής βλάβης σε βάρος του παθόντος τούτου (Τ. Κ.), για την οποίαν και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, και όχι εκείνο της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας ως ο κατηγορούμενος αυτός, αβασίμως επομένως, ισχυρίζεται, εν όψει του αποδειχθέντος δόλου αυτού να προκαλέσει στον τελευταίο σωματικές βλάβες και του εξ αμελείας του (μη συνειδητής) επελθόντος βαρυτέρου αποτελέσματος του θανάτου αυτού (παθόντος). Καθ’ όσον δ’ αφορά τον έτερο των παθόντων Α. Κ., τον οποίον ως προαναφέρεται, απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος δια των γρόνθων του, με την θέληση να προκαλέσει σ’ αυτόν απλές σωματικές βλάβες και γνωρίζων ότι κατά τον τρόπο αυτόν το επιτυγχάνει, έπληξε στην περιοχή του δεξιού ζυγωματικού οστού, προκαλώντας του τραύμα και οίδημα στην περιοχή αυτή, προκύπτει, ότι στοιχειοθετείται η υπ’ αυτού (κατηγορουμένου τούτου) τέλεσις, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική της υπόσταση, της αξιοποίνου πράξεως της επικινδύνου σωματικής βλάβης, δεδομένου ότι η δια των γρόνθων πλήξις του παθόντος στο ανωτέρω μέρος του σώματός του, ήτοι την κεφαλή του, στο οποίο ευρίσκονται ζωτικά για την διατήρηση της ανθρωπίνης ζωής και λίαν ευπαθή όργανα, ως ο εγκέφαλος, οι οφθαλμοί και δη ο δεξιός αυτών, τα όργανα ακοής, γεύσεως, οσμής κλπ, μπορούσε να του προκαλέσει βαριά σωματική του βλάβη ως εγκεφαλική αιμορραγία, απώλεια εν όλω ή εν μέρει οράσεως, ακοής, γεύσεως κλπ.
Συνεπώς, και για την πράξη του αυτή πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, ως και πρωτοδίκως, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό”.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ, τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του ότι: “1) Στην Κόρινθο (περιοχή …) την 11η Σεπτεμβρίου 2010 και περί ώρα 09.30’ π.μ. με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση, η δε προκληθείσα σωματική βλάβη είχε ως επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με αφορμή προηγούμενη διένεξη για νεοαναγειρόμενη οικία επί ομόρου οικοπέδου ιδιοκτησίας του Τ. Κ. του Α. και Α., από πρόθεση έπληξε αυτόν με τα χέρια και στη συνέχεια τον απώθησε βίαια προς το έδαφος, με συνέπεια αυτός να καταπέσει με το πίσω μέρος του σώματος του επί του εδάφους και δη στο πλάτους οκτώ (δ) περίπου μέτρων και αποτελούμενο από ασφάλτινο τάπητα οδόστρωμα και κατά τον τρόπο αυτό να κτυπήσει το κεφάλι του και εντεύθεν να υποστεί ρωγμώδες κάταγμα κατά τον μετωπιαίο βόθρο δεξιά, κάταγμα του δεξιού κροταφικού οστού, κάταγμα ημικυκλικού σχήματος του ινιακού οστού και κάταγμα στο ύψος του ινιακού τρήματος και ένεκα τούτων εκτεταμένο υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωποβρεγματοκροταφικά και βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, βλάβη από την οποία ως μόνη αιτία επακολούθησε ο θάνατος του, μη προβλέποντας από αμέλεια του ότι, συνεπεία αυτής της βιαίας ώθησης και πτώσης του ανωτέρω επί του οδοστρώματος και την εξ αυτών σωματική κάκωση, θα επακολουθούσε ο θάνατος του ανωτέρω στις, 28-9-2010 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, όπου και διακομίσθηκε για νοσηλεία μετά από την αρχική νοσηλεία του στο Γ.Ν.Κ., από την κρανιοεγκεφαλική κάκωση και το εκτεταμένο υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωποβρεγματοκροταφικά, που προκλήθηκαν από την πτώση του.
2) Στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο, με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματικές κακώσεις ή βλάβη της υγείας του, ο τρόπος δε που τελέστηκαν οι σωματικές αυτές κακώσεις μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, με πρόθεση, επιτέθηκε εναντίον του Α. Κ. του Α. και Α., αδελφού του ανωτέρω αποβιώσαντος, προξένησε σε αυτόν κτυπώντας τον στο πρόσωπο με τα χέρια σε γροθιές, σωματική κάκωση και δη τραύμα και οίδημα στην περιοχή του ζυγωματικού οστού δεξιά, ο τρόπος δε που ετελέσθη η σωματική αυτή κάκωση μπορούσε να προκαλέσει στον ως άνω παθόντα βαριά σωματική του βλάβη”.
Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της μη σκοπούμενης θανατηφόρου σωματικής βλάβης (σε βάρος του Τ. Κ.) και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (σε βάρος του Α. Κ.), για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 28, 308 παρ.1, 309 και 311 Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, για την κατάφαση της ενοχής του αναφορικά με την πρώτη από τις ανωτέρω πράξεις ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση όλα τα αναφερόμενα ανωτέρω λεπτομερώς στο προίμιο του σκεπτικού αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, δεν ήταν δε απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση αυτών ή να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ενώ το γεγονός ότι το Δικαστήριο εξαίρει ορισμένα δεν σημαίνει ότι αγνόησε τα υπόλοιπα. Πλέον συγκεκριμένα από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει αναμφίβολα ότι το Δικαστήριο συναξιολόγησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα τόσο την απολογία του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριό του, αντικρούοντας με τη δέουσα επάρκεια τους προταθέντες με αυτήν ισχυρισμούς του όσο και τα πορίσματα της ιατροδικαστικής γνωμάτευσης του ιατροδικαστή Ε. Σ., την οποία στο προοίμιο του σκεπτικού ειδικώς αναφέρει (σελ. 36 προσβαλλομένης) ότι έλαβε υπόψη και τις απόψεις του οποίου, εξετασθέντος και ως μάρτυρα υπεράσπισης, ωσαύτως αντικρούει. Περαιτέρω, ως προς την ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα, ότι, αναφορικά με τη δεύτερη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση, με το ποίο από τα δύο διαζευκτικά τιθέμενα στη διάταξη του άρθρου 309 παρ.1 ΠΚ, είδη διακινδύνευσης συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Το δικαστήριο αιτιολογεί, τη διακινδύνευση του εννόμου αγαθού του παθόντος που συνίστατο, στην δυνατότητα πρόκλησης σ’ αυτόν βαριάς σωματικής βλάβης. Από τις παραδοχές του σκεπτικού ότι, “….Καθ’ όσον δ’ αφορά τον έτερο των παθόντων Α. Κ., τον οποίον ως προαναφέρεται απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος δια των γρόνθων του, με την θέληση να προκαλέσει σ’ αυτόν απλές σωματικές βλάβες και γνωρίζων ότι κατά τον τρόπο αυτόν το επιτυγχάνει, έπληξε στην περιοχή του δεξιού ζυγωματικού οστού, προκαλώντας του τραύμα και οίδημα στην περιοχή αυτή, προκύπτει ότι στοιχειοθετείται η υπ’ αυτού (κατηγορουμένου τούτου) τέλεσις, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική της υπόσταση, της αξιοποίνου πράξεως της επικινδύνου σωματικής βλάβης, δεδομένου ότι η δια των γρόνθων πλήξις του παθόντος στο ανωτέρω μέρος του σώματός του, ήτοι την κεφαλήν του, στο οποίο ευρίσκονται ζωτικά για την διατήρηση της ανθρώπινης ζωής και λίαν ευπαθή όργανα, ως ο εγκέφαλος, οι οφθαλμοί και δη ο δεξιός αυτών, τα όργανα ακοής, γεύσεως, οσμής κλπ, μπορούσε να του προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη ως εγκεφαλική αιμορραγία, απώλεια εν όλω ή εν μέρει οράσεως, ακοής, γεύσεως κλπ….”, καθίσταται σαφές το είδος της διακινδύνευσης που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι συνέτρεξε, ήτοι της δυνατότητας πρόκλησης στον παθόντα, βαριάς σωματικής βλάβης. Δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς το είδος της διακινδύνευσης που δέχτηκε το δικαστήριο, με την αναφορά στο διατακτικό ότι “με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματικές κακώσεις ή βλάβη της υγείας του, ο τρόπος δε που τελέστηκαν οι σωματικές αυτές κακώσεις μπορούσε να προκαλέσει για τον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη” αφού τα παραπάνω αποτελούν τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 309 ΠΚ ενώ στη συνέχεια του διατακτικού αναφέρεται ότι “….ο τρόπος δε που ετελέσθη η σωματική αυτή κάκωση μπορούσε να προκαλέσει στον ως άνω παθόντα βαριά σωματική του βλάβη”, εξειδικεύοντας έτσι το είδος της διακινδύνευσης που δέχθηκε και στο σκεπτικό. Επομένως, απ’ όσα πραγματικά περιστατικά διαλαμβάνονται τόσο στο σκεπτικό όσο και το διατακτικό της προσβαλλόμενης, δεν δημιουργείται ασάφεια, ως προς το είδος της διακινδύνευσης που δέχθηκε το δικαστήριο ότι συνέτρεξε και έτσι δεν παραβιάσθηκε εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, ούτε το Δικαστήριο της ουσίας στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη νόμιμη βάση.
Συνεπώς, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις α) ότι το Δικαστήριο προέβη σε επιλεκτική λήψη υπόψη και αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων και όχι του συνόλου αυτών και β) ότι υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με το ποίο από τα δύο διαζευκτικά τιθέμενα στη διάταξη του άρθρου 309 παρ.1 ΠΚ, είδη διακινδύνευσης, συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ωσαύτως, ουδεμία λογική ή εννοιολογική αντίφαση υφίσταται μεταξύ των ως άνω παραδοχών του σκεπτικού ότι δηλαδή ο αναιρεσείων, θέλοντας να προκαλέσει στον παθόντα απλές σωματικές βλάβες, δια του τρόπου, του μέσου και των σημείων στα οποία έπληξε αυτόν, μπορούσε να του προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη και επομένως τέλεσε την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αφού το εν λόγω έγκλημα αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση του προβλεπομένου από το άρθρο 308 ΠΚ εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης, την επέλευση της οποίας προϋποθέτει ως στοιχείο της αντικειμενικής του υπόστασης. Επομένως, και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, δεύτερος πρόσθετος λόγος, με τον οποίο, υπό την ανωτέρω αιτίαση, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 308 και 309 ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που περιέχονται στους αυτούς ως άνω λόγους, περί του ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ως αποδειχθέντα γεγονότα τα οποία δεν αποδείχθηκαν, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις των αυτών λόγων, με τις οποίες, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων από αυτόν (αναιρεσείοντα) μαρτυρικών καταθέσεων καθώς και άλλων αποδεικτικών μέσων και δη εγγράφων, προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πλήττουν επίσης την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι ωσαύτως απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 1 ΚΠΔ, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στον εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο και τους συνέδρους δικαστές να υποβάλουν ερωτήσεις, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 357 παρ. 1 ιδίου Κώδικα, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση έχει δικαίωμα να απαιτήσει από το μάρτυρα όλες τις διευκρινίσεις που θεωρεί χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι άλλοι σύνεδροι δικαστές και ο εισαγγελέας, τηρώντας τη διάταξη του άρθρου 333. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 401 ΚΠΔ στα μικτά δικαστήρια (ΜΟΔ και ΜΟΕ), τα δικαιώματα που δίνονται στους δικαστές κατά το άρθρο 357 τα έχουν και οι ένορκοι.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, υποστηρίζοντας ότι, κατά την εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο, ο διευθύνων τη συζήτηση, Πρόεδρος του Δικαστηρίου, δεν χορηγούσε το λόγο στους Ενόρκους για να υποβάλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες. Από την, παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης, προκύπτει ότι στη σελίδα 28 αυτής, μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, σημειώνεται ότι “οι μάρτυρες που αναφέρονται παραπάνω κλήθηκαν ένας-ένας και αφού εξετάστηκαν προφορικά έμειναν στο ακροατήριο και ότι μετά από κάθε μαρτυρία ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές και στους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής και της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου για να απευθύνουν ερωτήσεις, αν είχαν, προς τους μάρτυρες….”. Από τη σημείωση αυτή, στην οποία δεν γίνεται λόγος περί Τακτικών Δικαστών, προκύπτει αναμφίβολα ότι εδίδετο ο λόγος τόσο στους Τακτικούς Δικαστές όσο και στους Ενόρκους, ενώ από την ανάλογη σημείωση στη σελίδα 30 ότι “Μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο Πρόεδρος του υπέβαλε ερωτήσεις και κατόπιν έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα στους Τακτικούς Δικαστές στους Ενόρκους, στους συνηγόρους υπερασπίσεως πολιτικής αγωγής και τους συνηγόρους του κατηγορουμένου για να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις….”, ουδόλως προκύπτει το αντίθετο, ότι δηλαδή στην πρώτη περίπτωση δεν εδίδετο ο λόγος στους Ενόρκους, όπως εσφαλμένα συμπεραίνει ο αναιρεσείων. Επομένως, ουδεμία απόλυτη ακυρότητα συνέβη στο ακροατήριο, απορριπτομένου ως αβασίμου του ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, πρόσθετου λόγου αναίρεσης.
Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως αρκεί να προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος, που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται μεταξύ άλλων (υπό στοιχ. ε’ ) “το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του”.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς μετά τις πράξεις του (άρθρο 84 παρ. 2 ε’ του ΠΚ), επικαλέσθηκε δε για τη θεμελίωσή του, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής:
“……. Συγκεκριμένα το κρινόμενο γεγονός έλαβε χώρα την 11.9.2010, ήτοι προ τεσσάρων και ημίσεως ετών. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα αυτό, ουδέποτε απασχόλησα τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές, δεν έχω διαπράξει κανένα απολύτως αδίκημα, είμαι δε απόλυτα νομοταγής, συνεχίζω δε να παρέχω εθελοντικά κοινωνική προσφορά συμμετέχοντας σε προγράμματα πτήσεων πυρανίχνευσης. Τα παραπάνω αποδεικνύονται εν μέρει από τη διαδραμούσα μέχρι τώρα αποδεικτική διαδικασία, αλλά και εκ των προσαγομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι αυτών των εγγράφων που κατέθεσα και το δικαστήριο Σας ανέγνωσε, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, ιδίως κατά το χρόνο εξετάσεως της μάρτυρος Γ. Μ.. Έτσι αποδεικνύεται πληρέστατα και στην πράξη ότι επί μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη συμπεριφέρομαι άψογα από ηθική, αλλά και νομική άποψη χωρίς να προβώ σε οιαδήποτε αξιόποινη πράξη. Κατόπιν αυτών, πρέπει το Δικαστήριο σας να γίνει δεκτό το αίτημα μου και να μου χορηγήσει τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α’ και ε’ ΠΚ…………….
ΙΙ .Ως προς την περίπτωση (ε) της § 2 του άρθρου 84 Π.Κ. Το κρινόμενο γεγονός έλαβε χώρα την 11.9.2010, ήτοι προ τεσσάρων και ημίσεως ετών. Πέραν της αυτονόητης θλίψεώς μου, για τον θάνατο του ανθρώπου, Τ. Κ., ο βίος μου στο σύνολο του, υπήρξε ανεπίληπτος. Μετά δε το γεγονός αυτό, και υπό καθεστώς ελευθέρας διαβιώσεως, τηρώντας πάντοτε τους τεθέντες υπό του Ανακριτού περιοριστικούς όρους, έζησα όπως ο νόμος προβλέπει “καλά” βασανιζόμενος ψυχικά, για το τραγικό γεγονός που συνέβη στη ζωή μου, γεγονός που είχε ως επίπτωση, τη διατάραξη της υγείας μου, υγεία ενός ανθρώπου που μέχρι τότε δεν είχε κανένα πρόβλημα, ως εξεταζόμενος περιοδικώς από τις αρμόδιες Υγειονομικές Αρχές της Υπηρεσίας μου, χωρίς τη διαπίστωση ποτέ προβλήματος. Η διατάραξη αυτή με οδήγησε σε εγχείρηση “ανοιχτής καρδιάς”, μου έγινε τετραπλό μπάι-πας, κατάσταση που ήταν η αιτία της υποβολής αιτήματος αναβολής της δίκης μου, στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, αίτημα που δεν έγινε δεκτό από το δικαστήριο, με συνέπεια να δικαστώ απών και αναπολόγητος. Το αίτημα υπεβλήθη ύστερα από γραπτή εντολή του θεράποντος καρδιοχειρουργού, για την αποφυγή της εντάσεως και του stress της ποινικής διαδικασίας, με γραπτές γνωματεύσεις που κατατέθηκαν στο δικαστήριο και αναγνώστηκαν απ’ αυτό (Μ.Ο.Δ. Σπάρτης). Από τα προσαγόμενα έγγραφα, τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και την απολογία μου, προκύπτει η βασιμότητα των παραπάνω αιτημάτων μου και ζητώ, με ιδιαίτερο σεβασμό στο Δικαστήριο Σας, να τα δεχτεί ως βάσιμα στην ουσία τους”. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντα με το ακόλουθο, κατά λέξη, σκεπτικό: “Στην προκειμένη περίπτωση από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, το επ’ ακροατηρίω αναγνωσθέν υπ’ αριθμ. πρωτ. …23-3-2015 αντίγραφο ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου, σε συνδυασμό με τα επίσης επ’ ακροατηρίω αναγνωσθέντα: α) υπ’ αρ. πρωτ. …5-8-1999 έγγραφο του Αρχηγείου Πυρ/κου Σώματος, β) την από 31-5-2001 δήλωση αποδοχής όρων πτήσεων πυρανίχνευσης 2001, γ) το φωτοαντίγραφο του ατομικού βιβλιαρίου ωρών πυρανίχνευσης, δ) το από 4-9-2000 δελτίο πτήσεων εναέριας επιτήρησης της Π.Υ. Κορινθίας, ε) τις τρεις βεβαιώσεις ωρών πτήσεων για τα διαστήματα 20-10-1998 έως 11-12-1998, 25-10-1999 έως 6-1-2000 και 6-2-2000 έως 24-12-2000, στ) το με αρ. πρωτ. …6-1992 έγγραφο της Αερολέσχης Κορίνθου, ζ) το με αρ. πρωτ. …-2001 έγγραφο της Ελληνικής Αεραθλητικής Ομοσπονδίας, η) το από 1-4-1994 έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας προς την Αερολέσχη Κορινθίας, θ) το από 16-9-1994 πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής τμήματος αεροδρομίου Λέχαιου, ι) το με αρ. πρωτ. …-9-1991 έγγραφο της Αερολέσχης Κορινθίας, ια’ ) το με αρ. πρωτ. …14-6-1994 έγγραφο της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας Α.Ε., ιβ’ ) το με αρ. πρωτ. …31-5-1994 έγγραφο της Αερολέσχης ΕΑΒ, ιγ’ ) το με αρ. πρωτ…-4-1994 έγγραφο του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων, ιδ’ ) τη με αρ. πρωτ. …13-4-2000 πρόσκληση της Ν.Α. Κορινθίας, αποδεικνύεται ………..Αντιθέτως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν απεδείχθησαν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς και αναμφιβόλως ότι ο κατηγορούμενος μετεστράφη ηθικώς και ψυχικώς, έχοντας αντιληφθεί τις επιπτώσεις των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεών του, δεδομένου ότι, ακόμη και απολογούμενος επ’ ακροατηρίω του δικαστηρίου τούτου, αρνείται την υπ’ αυτού τέλεση αυτών, το δε μόνα υπ’ αυτού επικαλούμενα περιστατικά, που ανάγονται στον μετά τις πράξεις του αυτές χρόνο, της απολύτου νομοταγούς συμπεριφοράς του και της εθελοντικής προσφοράς του δια της συμμετοχής του σε προγράμματα πτήσεων πυρανιχνεύσεως, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν, συμφώνως προς τις ανωτέρω αναφερόμενες σχετικές διατάξεις και αιτιολογίες, την κατ’ ουσίαν συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ του ΠΚ, και επομένως το σχετικό αίτημά του είναι απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό”.
Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία οδήγησαν στην ανωτέρω απορριπτική του Δικαστηρίου κρίση και μάλιστα ειδικά και συγκεκριμένα χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά ενώ ορθά ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε η σχετική με τη μη αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ του ΠΚ.
Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, τρίτος πρόσθετος λόγος περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος προσέτι δε και ως απαράδεκτος καθ’ ο μέρος δι’ αυτού πλήττεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., όπως αντικ. από το άρθρο 1 του Ν. 3904/2010 “2. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο. 3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ….. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών”. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την υποπαράγραφο ΙΓ.1. εδαφ. 2 άρθρου πρώτου Ν. 4093/2012 ( ΦΕΚ Α’ 222/12.11.2012) και ορίστηκε ότι “κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ”. Για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 23-12-2010, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 3904 /2010 και προ της 12-11-12 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4093/12), το ποσό μετατροπής ανέρχονταν από 3-100 ευρώ για τη φυλάκιση με βάση τον προαναφερθέντα νόμο ενώ για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 29-6-2008 και μέχρι τις 23-12-10, το ποσό μετατροπής ανέρχονταν από 10-60 ευρώ για τη φυλάκιση, με βάση την υπ’ αριθ. 50492/2008 κοινή Υπουργική Απόφαση Υπ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Οι διατάξεις περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική τόσο ως προς το όριο μετατροπής, όσο και ως προς το ποσό μετατροπής, είναι ουσιαστικού δικαίου, και συνεπώς εφαρμόζεται πάντοτε το ηπιότερο περί μετατροπής δίκαιο. Από τα εκτιθέμενα ανωτέρω, για τις κρινόμενες πράξεις, με χρόνο τέλεσης την 11-9-2010, ευμενέστερη διάταξη είναι η καθορίζουσα το ποσό της μετατροπής της φυλάκισης διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3904/2010, με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 82 ΠΚ και συνεπώς αυτή θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής κατά την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης (ΑΠ 122/15). Εξάλλου, από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι ο νομοθέτης προκειμένου να εξισορροπήσει τις δικονομικές επιβαρύνσεις, που πηγάζουν από την τέλεση αξιοποίνων πράξεων, σε περίπτωση επιτρεπτής μετατροπής της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική, προσδιορίζει κατώτατο και ανώτατο όριο του ποσού μετατροπής. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψη του τις οικονομικές δυνατότητες του καταδικασθέντος προσδιορίζει το ύψος της μετατροπής για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Το εισόδημα αποτελεί τον ουσιώδη παράγοντα καθορισμού προκειμένου να μη ματαιωθεί ο θεσμός της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Δεν επιβάλλεται να προσδιορίζεται το μηνιαίο εισόδημα του κατηγορουμένου αλλά υποδεικνύεται στον Δικαστή να υπολογίσει κατά την κρίση του το ποσό της μετατροπής αφού λάβει υπόψη του την γενική οικονομική κατάσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση, την οποίαν δεν έχει υποχρέωση να εξειδικεύσει. Η αναφορά στην δικαστική απόφαση ότι ελήφθη υπόψη δια τον καθορισμό του ποσού της μετατροπής της ποινής φυλακίσεως η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος συνιστά πλήρη αιτιολογία για το συγκεκριμένο κεφάλαιο (ΑΠ 799/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι, μετά την απαγγελία της αποφάσεως για τον καθορισμό συνολικής ποινής φυλακίσεως πέντε (5) ετών και πέντε (5) μηνών στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, το Δικαστήριο με την απόφασή του μετέτρεψε τη στερητική της ελευθερίας ποινή της άνω φυλάκισης προς δέκα (10) ευρώ την ημέρα, σύμφωνα με τον προδιαληφθέντα Ν. 4093/2012 (βλ. αναφορά στη σελίδα 56 στο άρθρο 82 “ως αντικαταστάθηκε και ισχύει”), ο οποίος ως εκτέθηκε, περιέχει, ως προς το σημείο αυτό, δυσμενέστερες για τον αναιρεσείοντα διατάξεις, αφού, για το προ της 12-11-2012 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Ν.4093/2012), διάστημα ίσχυαν οι ευμενέστερες διατάξεις του Ν.3904/2010. Δεν κωλυόταν όμως το Δικαστήριο και υπό το κράτος ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου (Ν.3940/2010) να ορίσει το ποσό της μετατροπής στα δέκα (10) ευρώ ημερησίως, ως έπραξε εν προκειμένω, αφού αυτό βρίσκεται μέσα στα ανωτέρω πλαίσια του ποσού της μετατροπής (3-100 ευρώ), επειδή δε το ποσό αυτό της μετατροπής (10 ευρώ) υπερέβαινε το ελάχιστο κατά νόμο όριο αυτής, διέλαβε στην απόφασή του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 82 ΠΚ, ότι έλαβε υπόψη του για τον καθορισμό αυτού και τους οικονομικούς πόρους του καταδικασθέντος, δηλαδή αιτιολόγησε πλήρως το κεφάλαιο αυτό της μετατροπής της ποινής. Το Δικαστήριο συνεπώς δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που ρυθμίζουν την μετατροπή της ποινής και το ημερήσιο ποσό αυτής, ούτε στέρησε τη σχετική περί αυτής απόφασή του από την κατά τις ανωτέρω διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Είναι επομένως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Μετά από αυτά, και εφ’ όσον δεν υπάρχουν άλλοι, κύριοι ή πρόσθετοι, λόγοι αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-10-2015 (αριθμ. πρωτ. …19-10-2015) αίτηση του Ε. Μ. του Ι., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 29/2015 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου καθώς και τους από 16-3-2016 πρόσθετους λόγους, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 16-3-2016.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top