ΑΠΟΦΑΣΗ
Fatullayev κατά Αζερμπαϊτζάν της 07.04.2022 (αρ. 2) (αριθ. προσφ. 32734/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υπεράσπιση κατηγορουμένου. Έλεγχος αξιοπιστίας αποδεικτικών στοιχείων. Ισχυρισμός για κατασκευασμένη κατηγορία. Αίτημα για δακτυλικά αποτυπώματα. Δίκαιη δίκη. Παρεμπόδιση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής.
Ο προσφεύγων, που ήταν δημοσιογράφος καταδικάστηκε για κατοχή ναρκωτικών ουσιών μέσα στη φυλακή. Υποστήριξε ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του ήταν κατασκευασμένη και ότι τα εν λόγω ναρκωτικά είχαν τοποθετηθεί πάνω του από τις αρχές μέσα στις φυλακές. Υπέβαλε αιτήματα για νέα αποδεικτικά στοιχεία. Τα εθνικά δικαστήρια τα απέρριψαν. Επίσης απέρριψαν και όλες τις ενστάσεις που προέβαλε για έλλειψη αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων, ισχυριζόμενος ότι έγινε στόχος λόγω των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων του.
Οι αρχές επίσης κατάσχεσαν από το γραφείο του συνηγόρου του υπεράσπισης όλα τους φακέλους και έγγραφα που αφορούσαν την υπόθεση του.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι ο προσφεύγων προσπάθησε να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων με σημαντικά υπερασπιστικά επιχειρήματα. Επίσης ζήτησε να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη σχετική με δαχτυλικά αποτυπώματα στις συσκευασίες των ναρκωτικών. Το αίτημά του απορρίφθηκε.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι ο προσφεύγων στερήθηκε της ευκαιρίας να αμφισβητήσει αποτελεσματικά την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων, να αντιταχθεί στη χρήση τους στα εθνικά δικαστήρια και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια παραβίασαν την υποχρέωση τους για αιτιολογημένη απόφαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ).
Επιπλέον το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κατάσχεση του φακέλου και των εγγράφων της υπόθεσης τους από το γραφείο του δικηγόρου του συνιστά παραβίαση του δικαιώματος αποτελεσματικής άσκησης προσφυγής (άρθρο 34 της ΕΣΔΑ).
Επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 34
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Eynulla Fatullayev, είναι υπήκοος Αζερμπαϊτζάν που γεννήθηκε το 1976 και ζει στο Μπακού.
Είναι δημοσιογράφος και ήταν ιδρυτής και αρχισυντάκτης των εφημερίδων Gündəlik Azərbaycan και Realniy Azerbaijan. Η υπόθεση αφορούσε τον άδικο χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του για παράνομη κατοχή ναρκωτικών ενώ εξέτιε ποινής φυλάκισης. Η ποινή αυτή αποτέλεσε αντικείμενο προηγούμενης υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου (Fatullaev κατά Αζερμπαϊτζάν, αρ. προσφ. 40984/07).
Επικαλούμενος το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η ποινική διαδικασία εναντίον του ήταν άδικη επειδή καταδικάστηκε με βάση κατασκευασμένα στοιχεία δηλαδή για κατοχή ναρκωτικών ουσιών που οι αστυνομικοί έκρυψαν πάνω του, και επειδή δεν του δόθηκε ευκαιρία να αμφισβητήσει αποτελεσματικά αυτά τα στοιχεία ή να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης ότι η κατάσχεση του φακέλου της υπόθεσής του από το γραφείο του δικηγόρου του ήταν παραβίαση του δικαιώματός του για ατομική προσφυγή βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6§1
(i) Τα κύρια θέματα
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε, ούτε στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι είχαν βρεθεί στην κατοχή του ναρκωτικά και συγκεκριμένα στο σακάκι και το παπούτσι του. Η κύρια γραμμή υπεράσπισής του ήταν το επιχείρημα ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του ήταν κατασκευασμένη και ότι τα εν λόγω ναρκωτικά είχαν τοποθετηθεί πάνω του μέσα στις φυλακές από τις αρχές.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η καταδίκη βασίστηκε σε αποφασιστικό βαθμό σε δύο αποδεικτικά στοιχεία – συγκεκριμένα στις συσκευασίες που περιείχαν ναρκωτικά που βρέθηκαν κατά την προσωπική του έρευνα και στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης της 18 Ιανουαρίου 2010, η οποία ανέφερε ότι στα δείγματα αίματος και ούρων που ελήφθησαν από τον προσφεύγοντα, ανιχνεύτηκαν ίχνη ναρκωτικών.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον οι περιστάσεις υπό τις οποίες βρέθηκαν τα ναρκωτικά στον προσφεύγοντα και για τις οποίες συντάχθηκε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης της 18 Ιανουαρίου 2010 έθεσαν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, εάν δόθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να αμφισβητήσει την αξιοπιστία τους, εάν του δόθηκε η ευκαιρία να προσκομίσει αποτελεσματικά αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τα επιχειρήματά του και εάν τα εθνικά δικαστήρια αιτιολόγησαν επαρκώς τις αποφάσεις τους σε σχέση με τις ενστάσεις του στα αποφασιστικά ενοχοποιητικά στοιχεία και τα αιτήματά του για συλλογή άλλων αποδεικτικών στοιχείων.
(ii) Ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές αντιμετώπισαν την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την εύρεση των ναρκωτικών
Ενώ ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για κατοχή ναρκωτικών, ούτε ο αρμόδιος ανακριτής ούτε τα εθνικά δικαστήρια προσπάθησαν να αποδείξουν πώς ο προσφεύγων φέρεται να τα είχε προμηθευτεί. Όταν ολοκληρώθηκε η ποινική διαδικασία εναντίον του, τον Νοέμβριο του 2011, η ποινική διαδικασία που κινήθηκε προκειμένου να διαπιστωθεί η πηγή των ναρκωτικών που βρέθηκαν σε αυτόν παρέμενε σε εκκρεμότητα χωρίς καμία εξέλιξη.
Όσον αφορά την παρουσία μαρτύρων κατά τη διάρκεια της προσωπικής έρευνας του προσφεύγοντος αυτό δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως δικλείδα ασφαλείας έναντι των ναρκωτικών ή άλλων ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων που είχαν τοποθετηθεί στα προσωπικά του αντικείμενα. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων προσπάθησε να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των αποφασιστικών αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του ζητώντας, μεταξύ άλλων, από τα δικαστήρια να εντοπίσουν, να καλέσουν και να ανακρίνουν τα άτομα που φέρεται να είχαν παράσχει τις «επιχειρησιακές πληροφορίες» ότι έκανε χρήση ναρκωτικών, για να εξεταστεί η πηγή από την οποία φέρεται ότι είχαν ληφθεί τα ναρκωτικά και να διαταχθεί η εξέταση με δακτυλικά αποτυπώματα, της συσκευασίας στην οποία είχαν τυλιχθεί τα ναρκωτικά. Τα αιτήματά του τεκμηριώθηκαν με σημαντικά επιχειρήματα σχετικά με τη γραμμή υπεράσπισής του.
Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα αυτά χωρίς επαρκή και σαφή αιτιολογία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η εξέταση των ζητημάτων που έθεσε ο προσφεύγων στα προαναφερθέντα αιτήματά του, ιδίως το αίτημά του να διατάξει την εξέταση δακτυλικών αποτυπωμάτων, θα μπορούσε να ρίξει φως στο ερώτημα εάν τα ναρκωτικά θα μπορούσαν να είχαν τοποθετηθεί σε αυτόν ή όχι.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες βρέθηκαν τα ναρκωτικά στον προσφεύγοντα, θέτουν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία αυτών των αποφασιστικών αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του. Επιπλέον, ο προσφεύγων στερήθηκε της ευκαιρίας να αμφισβητήσει αποτελεσματικά την αξιοπιστία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων και να αντιταχθεί στη χρήση τους στην εσωτερική διαδικασία και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του. Επιπλέον, όταν αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα του προσφεύγοντος σχετικά, τα εθνικά δικαστήρια παραβίασαν το δικαίωμά του για αιτιολογημένη απόφαση.
(iii) Ο τρόπος με τον οποίο οι αρχές αντιμετώπισαν στοιχεία πραγματογνωμοσύνης σχετικά με εικαζόμενα ίχνη ναρκωτικών στα δείγματα αίματος και ούρων του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο σημείωσε σχετικά ότι όταν ελήφθησαν δείγματα αίματος και ούρων από τον προσφεύγοντα με εντολή του ανακριτή, δείγμα δε αίματος δόθηκε στον δικηγόρο του. Ωστόσο, η υπεράσπιση δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει αυτό το δείγμα. Έτσι, σύμφωνα με τον ΚΠΔ, η υπεράσπιση δεν είχε το δικαίωμα να αναθέσει ανεξάρτητη πραγματογνωμοσύνη σε ποινικές διαδικασίες. Σύμφωνα με τον ΚΠΔ, η υπεράσπιση μπορούσε να αμφισβητήσει την έκθεση της 18 Ιανουαρίου 2010 ζητώντας από τα εθνικά δικαστήρια να διατάξουν τις προαναφερθείσες ενέργειες. Ωστόσο, για να γίνουν τέτοιες νέες εξετάσεις, έπρεπε η υπεράσπιση να πείσει τα εθνικά δικαστήρια ότι η έκθεση που υπέβαλε η εισαγγελία ήταν ελλιπής. Ο προσφεύγων προσπάθησε να το πράξει και παρουσίασε σημαντικά και συναφή επιχειρήματα για να αποδείξει την αναγκαιότητα εναλλακτικών εξετάσεων εμπειρογνωμόνων. Ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι η έκθεση της 18ης Ιανουαρίου 2010 σχετικά με τα ίχνη ναρκωτικών που βρέθηκαν στα δείγματα αίματος και ούρων έρχεται σε αντίθεση με την έκθεση γενικής υγείας του, επειδή οι ναρκωτικές ουσίες που φέρεται ότι βρέθηκαν στα δείγματα αίματος και ούρων του θα είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχολογική και σωματική κατάσταση, ενώ, σύμφωνα με την έκθεση των γενικών εξετάσεων και την ψυχιατρική του εξέταση, η ψυχολογική του κατάσταση ήταν σταθερή, δεν είχε προβλήματα υγείας και δεν ήταν χρήστης ναρκωτικών. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι ήταν σημαντικό να επανεξεταστούν τα δείγματα αίματος και ούρων και να καθοριστεί το επίπεδο των ουσιών που υπάρχουν σε αυτά.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνθήκες που βρέθηκαν τα ναρκωτικά θέτουν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία αυτών των αποφασιστικών αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του. Επιπλέον, ο προσφεύγων στερήθηκε της ευκαιρίας να αμφισβητήσει αποτελεσματικά την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων και να αντιταχθεί στη χρήση τους στην εσωτερική διαδικασία και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του. Επιπλέον, όταν αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα του προσφεύγοντος σχετικά, τα εθνικά δικαστήρια παραβίασαν την υποχρέωση τους για αιτιολογημένη απόφαση.
Συμπέρασμα
Εν ολίγοις, δεν δόθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να παρουσιάσει αποτελεσματικά την κύρια γραμμή υπεράσπισής του – δηλαδή το επιχείρημα ότι τα εν λόγω ναρκωτικά είχαν τοποθετηθεί πάνω του από τις αρχές και ότι η ποινική διαδικασία εναντίον του είχε κατασκευαστεί. Παρά τη συνέπεια και τη σοβαρότητα αυτών των ισχυρισμών, τα εθνικά δικαστήρια απέτυχαν να τους επαληθεύσουν και να τους διερευνήσουν, δεν δόθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τα κρίσιμα στοιχεία εναντίον του και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του. Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν τα διαδικαστικά αιτήματα του με αναιτιολόγητες αποφάσεις.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς του προσφεύγοντος βασιζόμενα απλά στις καταθέσεις των αστυνομικών και δεν έλαβαν υπόψη τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που παρουσίασε ο προσφεύγων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 34
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2014 ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος , κ. I. Aliyev, υπέβαλε νέα καταγγελία εκ μέρους του προσφεύγοντος, υποστηρίζοντας ότι η κατάσχεση από το γραφείο του ολόκληρου του φακέλου της υπόθεσης σχετικά με την εκκρεμή προσφυγή του προσφεύγοντος ενώπιον του Δικαστηρίου, μαζί με όλους τους άλλους φακέλους σχετικά με υποθέσεις για τις οποίες ο κ. Aliyev ενήργησε ως συνήγορος, είχε αποτελέσει εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ανάλυση και τα πορίσματα στα οποία κατέληξε στην απόφαση Annagi Hajibeyli ισχύουν και για την παρούσα προσφυγή και δεν βλέπει κανένα λόγο να παρεκκλίνει από τη διαπίστωση αυτή.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εναγόμενο κράτος δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).