«Οι ενάγοντες σε αυτήν την προσφυγή ενημερώνουν ότι μια συμφωνία σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεων συνάφθηκε μεταξύ των μερών», αναφέρεται στο έγγραφο που έδωσαν στη δημοσιότητα οι οικογένειες των θυμάτων.
Σύμφωνα με ΜΜΕ, η συμφωνία προβλέπει το ποσό των 73 εκατομμυρίων δολαρίων.
Οι οικογένειες των θυμάτων είχαν καταθέσει μηνύσεις κατά της κατασκευάστριας εταιρείας όπλων και της θυγατρικής της Bushmaster, υποστηρίζοντας ότι πούλησε μετά λόγου γνώσεως μια εκδοχή ενός ημιαυτόματου τυφεκίου AR-15, ένα «εντελώς ακατάλληλο» στρατιωτικού τύπου όπλο, σε ιδιώτες.
Το όπλο αυτό χρησιμοποίησε ο Άνταμ Λάνζα για να σκοτώσει 26 ανθρώπους, μεταξύ αυτών 20 παιδιά, τη 14η Δεκεμβρίου του 2012 στο σχολείο Σάντι Χουκ στο Νιούτον, στο Κονέτικατ.
Χρησιμοποιήθηκε, επίσης, στις ένοπλες επιθέσεις στο Λας Βέγκας το 2017 (58 νεκροί) και στο Πάρκλαντ της Φλόριντας (17 νεκροί) το 2018.
«Όταν οι στρατιωτικοί αναζητούν το καλύτερο όπλο, το φονικότερο, το πιο καταστροφικό (όπλο) και εκείνο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους στρατιώτες μας, εάν θα έπρεπε να σκοτώσουν τους εχθρούς της χώρας μας και της ελευθερίας μας, θα επέλεγαν το AR-15», δήλωσε ο δικηγόρος των οικογενειών Τζόσουα Κόσκοφ, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης τύπου.
Τον Μάρτιο του 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο του Κονέτικατ είχε αποφανθεί ότι η Remington θα μπορούσε να δικαστεί για να καθοριστεί εάν οι διαφημίσεις της για το ημιαυτόματο τουφέκι ευθύνονταν για τις επιθέσεις, στις οποίες είχαν σκοτωθεί πολλοί άνθρωποι.
Στην ακροαματική διαδικασία, τον Νοέμβριο του 2017, ο Κόσκοφ είχε στηριχθεί στο μάρκετινγκ της Bushmaster, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε παρουσιάσει το AR-15 στη διαφημιστική καμπάνια της ως ένα επιθετικό όπλο.
«Αυτό το όπλο δεν προωθήθηκε για άθληση ή για αυτοάμυνα», είχε τότε δηλώσει.