ΑΠΟΦΑΣΗ
Α και Β κατά Γεωργίας της 10.02.2022 (αρ. προσφ. 73975/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ενδοοικογενειακή βία, αυξημένη ευθύνη των αρχών για αποτελεσματική έρευνα και καταπολέμηση κάθε διάκρισης λόγω φύλου. Υποχρέωση του κράτους να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αστυνομία.
Η υπόθεση αφορούσε περιστατικά κατ’ εξακολούθηση ενδοοικογενειακής βίας αστυνομικού εναντίον της συντρόφου του που έφτασε έως την δολοφονία της με το υπηρεσιακού του όπλο. Οι προσφεύγοντες είναι η μητέρα και ο γιός του θύματος, οι οποίοι άσκησαν καταγγελία για παραβίαση του άρθρου 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 14, λόγω της αποτυχίας των αρχών να προστατέψουν το θύμα αποτελεσματικά στα πολλαπλά περιστατικά βίας λόγω φύλου που συνέβησαν πριν από τη δολοφονία της, τα οποία είχε αναφέρει στην αστυνομία, αλλά και για την ποινική δίωξη που ακολούθησε και την ελάχιστη αποζημίωση που επιδικάστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η αποτυχία ενός κράτους να προστατεύσει τις γυναίκες από την ενδοοικογενειακή βία παραβιάζει το δικαίωμά τους για ίση προστασία ενώπιον του νόμου και ότι αυτή η αποτυχία δεν χρειάζεται να είναι σκόπιμη.
Εν προκειμένω διαπίστωσε: α) αποτυχία των αρχών να ανταποκριθούν σωστά στα πολλαπλά περιστατικά βίας λόγω φύλου που συνέβησαν πριν από τη δολοφονία της C., β) συγκάλυψη του D. από πειθαρχική δίωξη, γ) αποτυχία της δικαιοσύνης να ανταποκριθεί στο αυξημένο καθήκον της να αντιμετωπίσει τα εγκλήματα που προκαλούνται από προκαταλήψεις αφού στις αποφάσεις που εξέδωσαν καταδικάζοντας τον D. δεν έκαναν αναφορά για την διάκριση λόγω φύλου. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.
Όσον αφορά το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παρά του ότι οι αρχές γνώριζαν τα περιστατικά της ενδοοικογενειακής βίας, και την αμεσότητα του κινδύνου για το θύμα, όχι μόνο δεν προστάτεψαν το θύμα αλλά συνέβαλαν στην ατιμωρησία του. Ενδεικτικά επέτρεψαν σε αυτόν στον φερόμενο ως θύτη να συμμετάσχει στην ανάκριση του θύματός του και αμέσως μετά προήγαγαν τον αστυνομικό δράστη σε ανώτερο βαθμό. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το καθ’ ού κράτος παραβίασε πολλές φορές τις ουσιαστικές θετικές του υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 2 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.
Το δικαστήριο επιδίκασε ποσό 35.000 ευρώ για ψυχική οδύνη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Α. και Β. είναι υπήκοοι Γεωργίας που γεννήθηκαν το 1972 και το 2013 αντίστοιχα και ζουν στη Γεωργία. Η πρώτη και ο δεύτερος προσφεύγοντες είναι η μητέρα και ο γιος της C, η οποία γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1994 και σκοτώθηκε από τον σύντροφό της, D, πατέρα του δεύτερου προσφεύγοντος, στις 25 Ιουλίου 2014 .
Η υπόθεση αφορούσε ειδικότερα τη δολοφονία της C. από τον D. πατέρα του Β., αστυνομικό, μετά από μια ταραγμένη σχέση. Αφορούσε επίσης και την έρευνα που διενεργήθηκε από τις εγχώριες αρχές.
Η συμβίωση του ζευγαριού, η οποία χαρακτηριζόταν συχνά από διαμάχες που τροφοδοτούνταν από τη ζήλια του D., διήρκεσε από τον Δεκέμβριο του 2011 έως τον Ιούνιο του 2012, όταν η C., εξαντλημένη από τη σωματική και ψυχολογική παρενόχληση από τον σύντροφό της, επέστρεψε στο σπίτι των γονιών της. Ήταν δύο μηνών έγκυος τότε.
Σύμφωνα με το υλικό που ήταν διαθέσιμο στη δικογραφία, πολυάριθμοι ανεξάρτητοι μάρτυρες επιβεβαίωσαν στις γραπτές τους καταθέσεις ότι ο D. είχε εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του, αστυνομικός, του για να κακοποιήσει την C. για χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 2011 έως και τον Ιούλιο 2014. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ( i) είχε επιδείξει εκφοβιστικά το υπηρεσιακό του πιστόλι σε τουλάχιστον επτά περιπτώσεις, (ii) απείλησε τακτικά ότι θα απήγγειλε ψευδείς κατηγορίες εναντίον του πατέρα και του αδερφού της C., εάν ανέφερε τους καβγάδες τους στην αστυνομία και (iii) συχνά έλεγε ότι δεν φοβόταν την αστυνομία καθώς ήταν μέρος αυτής και ο ίδιος. Όλες αυτές οι πληροφορίες έγιναν γνωστές τόσο στην αστυνομία όσο και στην εισαγγελική αρχή.
Η C. κατέθεσε ενώπιον της αστυνομίας πολλές καταγγελίες για περιστατικά κακοποίησης από τον D.
Στις 25 Ιουλίου 2014 (ημέρα που ο D. είχε κληθεί να δώσει εξηγήσεις στην αστυνομία) τράβηξε το υπηρεσιακό του πιστόλι και πυροβόλησε πέντε βολές στο στήθος και το στομάχι της C. από κοντινή απόσταση. Η C. υπέκυψε στα τραύματα της ακαριαία.
Ο D καταδικάστηκε σε 11 χρόνια κάθειρξη. Τα αστικά δικαστήρια επιδίκασαν αποζημίωση στους προσφεύγοντες το ποσό των 7.000 ευρώ.
Επικαλούμενοι το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) και το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν, ιδίως, παράλειψη των αρχών να προστατεύσουν την C. από την ενδοοικογενειακή βία και να διενεργήσουν μια αποτελεσματική έρευνα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε άμεσα τις βίαιες ενέργειες του D., οι οποίες τελικά οδήγησαν στην ποινική του καταδίκη μετά τη δολοφονία της C., αλλά μάλλον για την ανταπόκριση των αρχών, ή την έλλειψη αυτής, στις πράξεις του εναντίον της C. και τα παράπονα της οικογένειάς της πριν από και μετά τη δολοφονία της. Το γεγονός ότι ήταν εν ενεργεία αστυνομικός και συνάδελφος – γνωστός εκείνων που είχαν ερευνήσει τις καταγγελίες της C. μπορούσε να είναι σχετικό με την εκτίμηση του Δικαστηρίου για ζητήματα σχετικά με τα διαδικαστικά και ουσιαστικά σκέλη του άρθρου 2 και την εικαζόμενη απώλεια της ιδιότητας του θύματος.
Σε υποθέσεις που αφορούν πιθανή ευθύνη κρατικών υπαλλήλων για θανάτους που επήλθαν ως αποτέλεσμα υποτιθέμενης αμέλειάς τους, η υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 2 για τη συγκρότηση αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη την ποινική έρευνα σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις όπου μόνο μια αποτελεσματική ποινική έρευνα θα μπορούσε να εκπληρώσει τη δικονομική θετική υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 2. Όσον αφορά τις γενικές αρχές σχετικά με τις σχετικές ουσιαστικές θετικές υποχρεώσεις του κράτους σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 14 της Σύμβασης, το δικαστήριο επανέλαβε ότι η αποτυχία ενός κράτους να προστατεύσει τις γυναίκες από την ενδοοικογενειακή βία παραβιάζει το δικαίωμά τους για ίση προστασία ενώπιον του νόμου και ότι αυτή η αποτυχία δεν χρειάζεται να είναι σκόπιμη.
Διαδικαστικές υποχρεώσεις και κατάσταση θύματος
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, δεδομένου ότι η ουσία της προσφυγής είναι ότι η αδράνεια και η αμέλεια της αστυνομίας ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους επετράπη να κλιμακωθεί η ενδοοικογενειακή κακοποίηση, με αποκορύφωμα τη δολοφονία της C. και δεδομένου ότι οι αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν το υψηλό επίπεδο κινδύνου που αντιμετώπιζε αν δεν εκπλήρωναν σωστά τα αστυνομικά τους καθήκοντα – καθώς διαμαρτυρόταν για έναν συνάδελφό τους αστυνομικό, με πρόσβαση σε πυροβόλο όπλο – και έτσι ήταν σε θέση να διαπιστώσουν εάν είχε εμπλακεί σε παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν ή της τάσης του για βία, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αδράνεια και η αμέλειά τους ξεπέρασε ένα απλό σφάλμα κρίσης ή απροσεξία. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε με ανησυχία ότι η αρμόδια ανακριτική αρχή ούτε προσπάθησε να αποδείξει την ευθύνη των αστυνομικών για την αποτυχία τους να ανταποκριθούν σωστά στα πολλαπλά περιστατικά βίας λόγω φύλου που συνέβησαν πριν από τη δολοφονία της C. ούτε το έκρινε απαραίτητο να χορηγήσει στους προσφεύγοντες την ιδιότητα του θύματος. Δεν ξεκίνησε καν πειθαρχική έρευνα για την υποτιθέμενη αδράνεια της αστυνομίας και δεν ελήφθησαν μέτρα για την εκπαίδευση των εν λόγω αστυνομικών σχετικά με το πώς να ανταποκρίνονται σωστά σε καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία στο μέλλον. Το γεγονός ότι ο φερόμενος ως δράστης της βίας της κακοποίησης ήταν ο ίδιος μέλος των αρχών επιβολής του νόμου και ότι οι απειλές που είχε χρησιμοποιήσει κατά του θύματος και της οικογένειάς του αναφέρονταν σε αυτό που θεωρούσε ατιμωρησία του, κατέστησε την ανάγκη για μια σωστή έρευνα ακόμη πιο πιεστική.
Μολονότι οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν ώστε το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι υπήρξε παραβίαση εκ μέρους του εναγόμενου κράτους των διαδικαστικών του υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης, σημείωσε επιπλέον την ανεπάρκεια της ποινικής διαδικασίας σχετικά με την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του δράστη αλλά και της αστικής αξίωσης που ασκήθηκε από τους προσφεύγοντες εναντίον της αστυνομίας. Όσον αφορά την ποινική δίωξη, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η δίκη και η καταδίκη του D. δεν περιελάμβανε καμία εξέταση του πιθανού ρόλου της διάκρισης λόγω φύλου στη διάπραξη του εγκλήματος. Όσον αφορά την αστική αξίωση, ενώ ήταν αναμφίβολα θετικό το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν την αποτυχία των αρχών να λάβουν μέτρα με στόχο τον τερματισμό των διακρίσεων λόγω φύλου και την προστασία της ζωής της C. το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ερευνήθηκε το ενδεχόμενο εάν η ανοχή σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας θα μπορούσε να έχει εξαρτηθεί από την ίδια προκατάληψη του φύλου. Ούτε τα δικαστήρια εξέτασαν το ερώτημα εάν υπήρχαν ενδείξεις συναίνεσης ή συνεννόησης των αρμόδιων αστυνομικών στις καταγγελίες της C. σχετικά με τις βίαιες πράξεις που διέπραξε ο συνάδελφός τους, λόγου του φύλου της. Συνεπώς τα εθνικά δικαστήρια δεν ανταποκρίθηκαν στο αυξημένο καθήκον τους να αντιμετωπίσουν τα εγκλήματα που προκαλούνται από προκαταλήψεις.
Το Δικαστήριο κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα ότι, στις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της χρηματικής αποζημίωσης που επιδικάστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια στους προσφεύγοντες (ποσό μόνο 7.000 ευρώ), έκρινε ότι έχουν διατηρήσει την ιδιότητά τους ως θύματος κατά την έννοια του άρθρου 34 και ότι υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.
(i) Ουσιαστικές θετικές υποχρεώσεις
Οι περιστάσεις της παρούσας προσφυγής επιβεβαιώνουν ότι υπήρχε σαφώς μια μόνιμη κατάσταση ενδοοικογενειακής βίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρχε αμφιβολία για την αμεσότητα του κινδύνου για το θύμα και ότι η αστυνομία γνώριζε ή οπωσδήποτε όφειλε να γνωρίζει τη φύση αυτής της κατάστασης. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, ενώ το εγχώριο νομοθετικό πλαίσιο προέβλεπε διάφορα προσωρινά περιοριστικά μέτρα για τους φερόμενους ως καταχραστές εξουσίας, οι αρμόδιες εγχώριες αρχές δεν κατέφυγαν καθόλου σε αυτά. Από τις διάφορες αναφορές και αρχεία που συνέταξαν οι αστυνομικοί δεν προέκυψε ότι το θύμα ενημερώθηκε ποτέ από την αστυνομία για τα δικονομικά του δικαιώματα και για τα διάφορα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα προστασίας που είχε στη διάθεσή του. Το Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω ότι η αδράνεια των εγχώριων αρχών φαίνεται να ήταν ακόμη πιο ανησυχητική όταν αξιολογείται έναντι του γεγονότος ότι ο δράστης ήταν ο ίδιος αστυνομικός.
Επιπλέον, ενώ οι αστυνομικές αρχές γνώριζαν πολύ καλά ότι χρησιμοποιούσε διάφορα χαρακτηριστικά της επίσημης θέσης του για να διαπράξει κακοποίηση κατά της C. (εκφοβίζοντας την με το υπηρεσιακό του πιστόλι σε πολλές περιπτώσεις, επικαλούμενος επανειλημμένα ατιμωρησία για τις πράξεις του λόγω του ότι ανήκει στους μηχανισμούς της αστυνομίας, απειλώντας ότι θα ασκήσει ψευδείς κατηγορίες εναντίον του πατέρα και του αδελφού της, εάν κατήγγειλε την κακοποίηση στην αστυνομία, και ούτω καθεξής), όχι μόνο η αστυνομία δεν έβαλε τέλος σε αυτή σε αυτή την κακοποίηση αλλά συνέβαλε στην τελική ατιμωρησία. Αντίθετα, επέτρεψαν στον φερόμενο ως θύτη να συμμετάσχει στην ανάκριση του θύματός του και αμέσως μετά προήγαγαν τον δράστη σε ανώτερο βαθμό. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτή η πτυχή της υπόθεσης είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, διότι αναμένει από τα κράτη μέλη να είναι ακόμη πιο αυστηρά κατά τη διερεύνηση και, όπου χρειάζεται, να τιμωρούν τους δικούς τους αστυνομικούς για διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας εναντίον των γυναικών γενικά, παρά των απλών πολιτών, διότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο το ζήτημα της ατομικής ποινικής ευθύνης των δραστών αλλά και το καθήκον του κράτους να καταπολεμήσει κάθε αίσθημα ατιμωρησίας που αισθάνονται οι δράστες δυνάμει της θέσης τους και να διατηρήσει την εμπιστοσύνη του κοινού και το σεβασμό προς το σύστημα επιβολής του νόμου.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμη ζωντανό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η γενική και μεροληπτική παθητικότητα των αρχών έναντι καταγγελιών για ενδοοικογενειακή βία μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα που ευνοεί την περαιτέρω διάδοση της βίας που διαπράττεται κατά των θυμάτων μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες.
Παραβλέποντας το πλήθος των διάφορων προστατευτικών μέτρων που ήταν άμεσα διαθέσιμα, οι αρχές δεν απέτρεψαν τη βία με βάση το φύλο, η οποία κατέληξε στο θάνατό της, και συνέτειναν στην αποτυχία αυτή με μια στάση παθητικότητας, ακόμη και σε συγκάλυψη, όσον αφορά τον φερόμενο ως δράστη, που αργότερα καταδικάστηκε για τη δολοφονία του θύματος. Το εναγόμενο κράτος παραβίασε έτσι τις ουσιαστικές θετικές του υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 14.
Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ επιδίκασε για ψυχική οδύνη ποσό 35.000 ευρώ.Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των προσφευγόντων για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).