Παραγραφή αξιώσεων. Παραγραφή εν επιδικία. Η αναστολή της παραγραφής που ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση αγωγής διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται από τους διαδίκους διαδικαστικές πράξεις, ώστε κατ’ αποτέλεσμα, η παραγραφή να συμπληρώνεται όταν παρέλθει χρόνος ίσος με την παραγραφή προσαυξημένος κατά έξι μήνες, υπό την προϋπόθεση της αδράνειας των διαδίκων. Τροποποίηση του νόμου κατά τον χρόνο παραγραφής από δύο σε πέντε έτη. Διαχρονικό δίκαιο. Η έναρξη, η αναστολή και η διακοπή της παραγραφής κρίνεται ως προς το πριν από την εισαγωγή του Κώδικα χρόνο σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει ως τώρα. Η διετής παραγραφή της αξίωσης του παθόντος που άρχισε να τρέχει πριν από την έναρξη ισχύος του Ν 3557/2007 (14-5-2007) ενόσω δεν είχε συμπληρωθεί ακόμη κατά την εν λόγω ημερομηνία, εφεξής καθίσταται πενταετής στο σύνολό της. Επιτρεπτή μη γνήσια αναδρομή. Υπαγωγή των αξιώσεων του δικαιούχου τρίτου όταν ενάγεται από αυτόν το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης, το οποίο επιτελεί κατ’ ουσίαν λειτουργία ασφαλιστή. Τροχαίο ατύχημα. Αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου. Τραυματισμός του ενάγοντος και πρόκληση σε αυτόν μόνιμης αναπηρίας. Αποζημίωση. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επιδίκαση ιδιαίτερης αποζημίωσης αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ. Κήρυξη της απόφασης εν μέρει προσωρινώς εκτελεστής λόγω ανάγκης άμεσης οικονομικής ενίσχυσης του ενάγοντος από τη ζημία που του προκλήθηκε συνεπεία του επίδικου ατυχήματος. Απαγγελία προσωπικής κράτησης εναντίον του εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της απόφασης από την τελεσιδικία της.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Αριθμός απόφασης 673/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Μπαϊρακτάρη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τον Γραμματέα Γεώργιο Καζάκο.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Αθηνών (οδός … Κολωνός), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Καρασαρλίδου-Ονουφριάδη, που προσκόμισε το υπ’ αριθμ. Π./2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ ΣΑ.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ-ΠΑΡΕΜΠIΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός …, Νεάπολη), άλλως Π. Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ-ΠΑΡΕΜΠIΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Του ΝΠΙΔ με την επωνυμία ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ξενοφώντος αρ.9) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μπεζαντέ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμ. Π./2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ,
Ο καλών-ενάγων ζητεί να γίνουν δεκτές, η από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή του ως προς τον πρώτο και το τρίτο των εναγομένων (1ο και 2ο των καθ’ ων η κλήση) και η από 30-8-2004 και ./15-9-2004 αγωγή του ως προς τον πρώτο εναγόμενο (1ος καθ’ ου η κλήση), ενώ το τρίτο εναγόμενο της ανωτέρω, με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 κύριας αγωγής-παρεμπιπτόντως ενάγον (2ο καθ’ ου η κλήση), ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε κατά του συνεναγομένου του .. (1ου καθ’ ου η κλήση). Οι ανωτέρω αγωγές και παρεμπίπτουσα αγωγή, συζητήθηκαν στις 7-10-2005, αφού συνεκδικάστηκαν με την από 20-12-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./10-3-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε το ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ” – δεύτερο εναγόμενο της ανωτέρω, με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγής κατά του συνεναγομένου του … και ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5168/2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη (την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “DBV WINTERTHUR A.G”), απορρίφθηκε ή από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο και η από 20-12-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./10-3-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τα κονδύλια των από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγών που αφορούσαν ηθική βλάβη, αυτοτελή αποζημίωση λόγω μόνιμης αναπηρίας κατ’ άρθρο 931 ΑΚ και αποζημίωση του ενάγοντος για απώλεια εισοδημάτων κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2004 έως 14-3-2037, αλλά και ως προς την από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη επί των θεμάτων που έταξε σχετικά με τον κυρίως ενάγοντα. Μετά τη διενέργεια της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ο κυρίως ενάγων επανέφερε προς συζήτηση τις από 27-8-2004.και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγές του με την από 5-6-2009 και με αριθμό κατάθεσης ./9-9-2009 κλήση του και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1319/2011 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω κλήση του ως απαράδεκτη. Στη συνέχεια ο κυρίως ενάγων επανέφερε προς συζήτηση τις από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγές του, την από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” και την από 20-12-2004. και με αριθμό κατάθεσης ./10-3-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου με την από 2-5-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./23-6-2017 κλήση του και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1555/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω κλήση του ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εναγομένη της από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγής και ως προς το δεύτερο εναγόμενο της από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγής (2η και 4ο των καθ’ ων η ανωτέρω κλήση) και κατά τα λοιπά κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση. Ήδη δε, νομίμως και παραδεκτώς επαναφέρονται προς περαιτέρω συζήτηση α) η από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τον πρώτο και το τρίτο των εναγομένων, β) η από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και γ) η από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (3ου εναγόμενου της υπ’ αριθμ. καταθ. ./15-9-2004 κύριας αγωγής), με την από 20-9-2019 κλήση του κυρίως ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./23-10-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο,
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση α) η από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τον πρώτο και το τρίτο των εναγομένων, β) η από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και γ) η από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή του ΝΠΙΔ με την επωνυμία ΤΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (3ου εναγόμενου της υπ’ αριθμ. καταθ. ./15-9-2004 κύριας αγωγής). Ειδικότερα, στην από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή που άσκησε ο καλών-ενάγων κατά του … (1ου καθ’ ου η κλήση), 2) Της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “DBV WINTERTHUR A.G” και 3) Του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (2ο καθ’ ου η κλήση), ο ενάγων εξέθετε ότι στις 24-9-2002, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας ΙΧΕ αυτοκίνητο με προσωρινή πινακίδα κυκλοφορίας, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία “DBV WΙNTERTHUR A.G” για το χρονικό διάστημα από 23-5-2002 έως 22-6-2002 και είχε τόπο συνήθους σταθμεύσεως τη Γερμανία, το εθνικό γραφείο της οποίας μετέχει στην πολυμερή Σύμβαση Εγγυήσεως με το τρίτο, εναγόμενο Ελληνικό Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης, προκάλεσε, από υπαιτιότητα του, υλικές ζημίες στη δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του, που οδηγούσε ο ίδιος, καθώς και τον τραυματισμό του, κατά το τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα υπό τις συνθήκες που περιγράφονταν στην αγωγή.
Ζητούσε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 991.186,93 ευρώ συνολικά για αποζημίωση του, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη και ως αυτοτελή αποζημίωση λόγω μόνιμης αναπηρίας κατ’ άρθρο 931 εφάπαξ και νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επικουρικά, ζητούσε να του καταβληθεί το ποσό της αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων κατά το χρονικό διάστημα από 15-10-2004 έως-14-3-2037 σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το τρίτο εναγόμενο της ανωτέρω, από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγής (2ο καθ’ ου η κλήση), με την από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε κατά του συνεπαγομένου του … (1ου καθ’ ου η κλήση), εξέθετε ότι εναντίον αυτού ασκήθηκε, η ως άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθετε κατά λέξη, με την οποία ο κυρίως ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει τα ανωτέρω αναφερθέντα ποσά. On κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα ήταν ανασφάλιστο. Με βάση αυτά, ζητούσε να υποχρεωθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό (για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα) θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, με βάση την απόφαση που θα εκδοθεί επ’ αυτής, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του στον κυρίως ενάγοντα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Στην από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή που άσκησε ο καλών-ενάγων κατά 1) του … και 2) του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, εξέθετε ότι στις 24-9-2002. Ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας ΙΧΕ αυτοκίνητο με τόπο συνήθους σταθμεύσεως τη Γερμανία, με προσωρινή πινακίδα κυκλοφορίας Γερμανίας που είχε λήξει από την 22-6-2002, το οποίο δεν ήταν εφοδιασμένο με πράσινη κάρτα, ούτε είχε συναφθεί γι’ αυτό συνοριακή ασφάλιση και ως εκ τούτου ήταν ανασφάλιστο, προκάλεσε, από υπαιτιότητα του, υλικές ζημίες στη δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του, που οδηγούσε ο ίδιος, καθώς και τον τραυματισμό του, κατά το τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα υπό τις συνθήκες που περιγράφονταν στην αγωγή. Ζητούσε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 991.186,93 ευρώ συνολικά για αποζημίωση του, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη και ως αυτοτελή αποζημίωση λόγω μόνιμης αναπηρίας κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, εφάπαξ και νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επικουρικά, ζητούσε να του καταβληθεί το ποσό της αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων κατά το χρονικό διάστημα από 15-10-2004 έως 14-3-2037 σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το δεύτερο εναγόμενο της ανωτέρω, από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγής, με την από 20-12-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./10-3-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε κατά του συνεναγομένου του …, εξέθετε ότι εναντίον, αυτού ασκήθηκε η ως άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθετε κατά λέξη, με την οποία ο κυρίως ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει τα ανωτέρω αναφερθέντα ποσά. Ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα ήταν ανασφάλιστο Με βάση αυτά, ζητούσε να υποχρεωθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό (για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα) θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, με βάση την απόφαση που θα εκδοθεί επ’ αυτής, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του στον κυρίως ενάγοντα και μέχρι την πλήρη/εξόφληση, καθώς επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του παρεμπιπτόντως εναγομένου προσωπική κράτηση και να καταδικασθεί ο τελευταίος στη δικαστική του δαπάνη.
Οι υποθέσεις συζητήθηκαν στις 7-10-2005. Κατά την έναρξη της συζήτησης, ο ενάγων των από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγών, παραιτήθηκε από το κονδύλιο της αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων του χρονικού διαστήματος από 15-10-2004 -έως 15-12-2004 και του χρονικού διαστήματος από 1-4-2005 έως 14-10-2037, περιόρισε το κονδύλιο της αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων του χρονικού διαστήματος από 4-2-2004 έως 15-10-2004 στο ποσό των 2.784,52 ευρώ, αφαιρώντας το ποσό των 428,28 ευρώ που έχει λάβει ως επίδομα ανεργίας, από τον ΟΑΕΔ και το κονδύλιο της αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων του χρονικού διαστήματος από 15-12-2004 έως 1-4-2005 στο ποσό των 2.553 ευρώ, περιόρισε το αίτημα της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης κατά το ποσό των 143.426 ευρώ και ως προς το κονδύλιο της αυτοτελούς αποζημίωσης λόγω μόνιμης αναπηρίας κατ’ άρθρο 931 ΑΚ κατά το ποσό των 243.470 ευρώ. Το παρεμπιπτόντως ενάγον της από 10-12-2004 παρεμπίπτουσας αγωγής, περιόρισε το αίτημα της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5168/2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη (την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “DBV WΙNTERTHUR A.G” απορρίφθηκε η από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο και η από 20-12-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./10-3-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τα κονδύλια των από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγών που αφορούσαν ηθική βλάβη, αυτοτελή αποζημίωση λόγω μόνιμης αναπηρίας κατ’ άρθρο 931 ΑΚ και αποζημίωση του ενάγοντος για απώλεια εισοδημάτων κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2004 έως 14-3-2037, αλλά και ως προς την από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ”, προκειμένου νσ διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη επί των θεμάτων που έταξε σχετικά με τον κυρίως ενάγοντα, διορίζοντας πραγματογνώμονα τον ορθοπεδικό χειρουργό … κατά τα λοιπά έγινε εν μέρει δεκτή η από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή και υποχρεώθηκαν ο πρώτος και το τρίτο των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 7.643,99 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Μετά τη διενέργεια της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης ο κυρίως ενάγων επανέφερε προς συζήτηση τις από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγές του με την από 5-6-2009 και με αριθμό κατάθεσης ./9-9-2009 κλήση του και εκδόθηκε η αριθμ. 19/2011 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω κλήση ταυ ως απαράδεκτη. Στη συνέχεια ο κυρίως ενάγων επανέφερε προς συζήτηση τις από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγές του, την από 1042-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” και την από 20-12-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./10-3-2005 παρεμπίπτουσα αγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου με την από 2-5-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./23-6-2017 κλήση του και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1555/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω κλήση του ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εναγομένη της από 27-8- 2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγής (την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία “DBV W1NTERTHUR A.G” και ως προς το δεύτερο εναγόμενο της από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγής (Επικουρικό Κεφάλαιο) και κατά τα λοιπά κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση. Ήδη δε, νομίμως και παραδεκτώς επαναφέρονται προς περαιτέρω συζήτηση α) η από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τον πρώτο και το τρίτο των εναγομένων, β) η από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και γ) η από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή του ΝΠΙΔ με την επωνυμία ΤΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (3ου εναγόμενου της υπ’ αριθμ. καταθ. ./15-9-2004 κύριας αγωγής), με την από 20-9-2019 κλήση του κυρίως ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./23-10-2019, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που. 286/2009 έκθεση κατάθεσης πραγματογνωμοσύνης της Γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού).
Όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. ./12-10-2004ι και ./12-10-2004 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο των υπό κρίση, από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγών, με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-3-2005 και κλήση για εμφάνιση κατά τη συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του ενάγοντος, στον πρώτο εναγόμενο. Επίσης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. .Δ/20-1-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στα Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προαναφερθείσας, από 20-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης .22/23-10-2019 κλήσης, με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην e αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του ενάγοντος, στον πρώτο εναγόμενο. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην και να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρα 681Α, 672 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν κατά τον χρόνο κατάθεσης των αγωγών).
Όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. ./20-12-2004 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 10-12-2004 παρεμπίπτουσας αγωγής, με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 7-10-2005 και κλήση για εμφάνιση κατά τη συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του παρεμπιπτόντως ενάγοντος (ΓΔΑ), στον παρεμπιπτόντως εναγόμενο. Επίσης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. .Δ/20-1-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προαναφερθείσας, από 20-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης …/23-10-2019 κλήσης, με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον παρεμπιπτόντως εναγόμενο με την επιμέλεια του καλούντος-ενάγοντος της κύριας αγωγής. Ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος όμως δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικασίμου, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην και να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρα 681Α, 672 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής).
Παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μία αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο. Με τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής η αξίωση δεν αποσβήνεται αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσας ως φυσική ή ατελής ενοχή. Εξάλλου, η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλά μόνο κατόπιν πρότασης της οπό τον οφειλέτη, ο οποίος λόγω της συμπλήρωσης της μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (άρθρ. 272 ΑΚ). Ο θεσμός της «εν επιδικία» παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επερχόταν μέχρι σήμερα με την «έγερση» της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. Όριζε, λοιπόν, το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής (αποτελώντας μεταφορά του άρθρου 2 του Ν. ΓΧΞ/1910): «Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου». Από τη διάταξη αυτή συναγόταν, ότι αν η παραγραφή διακόπτονταν με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – αμέσως μετά την έγερση της αγωγής και διακόπτονταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Έτσι, επί αξίωσης που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειτο, μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Ως διαδικαστική πράξη, δε, που συνεπαγόταν, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, τη διακοπή της παραγραφής, θεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, η οποία περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει εκ νέου η διακοπείσα παραγραφή από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης με πράξεις των διαδίκων. Τούτο, γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (άρθρ. 247 επ. ΑΚ) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσης του και επομένως, δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης, όταν αυτός είχε ενεργήσει σ,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο Ήδη, όμως, με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, ορίζεται πλέον, ότι «Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Ή παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παρ. 1). Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης (παρ. 2). Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (παρ. 3)». Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά, καταλαμβάνοντας και πς εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, η οποία, διαφορετικά, θα άρχιζε αμέσως μετά τη διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής και θα ήταν ισόχρονη έστω και βραχυπρόθεσμη. Η ιδιότυπη αυτή αναστολή που καθιερώνεται με τη νέα ρύθμιση, εξακολουθεί από το ανωτέρω σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη επί της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή τη με άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία μόνον στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, μπορεί, όμως, η παραγραφή να διακοπεί εκ νέου με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου. Ως τελεσίδικη απόφαση νοείται η επερχόμενη με οποιονδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως π.χ. με οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών προς άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης τους, αποδοχή της απόφασης, αποδοχή της αγωγής κ.λπ. ενώ ως περάτωση της δίκης με άλλο τρόπο νοείται η κατάργηση της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (άρθρ. 293 ΚΠολΔ) ή με παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (άρθρ. 294-297 ΚΠολΔ), εφαρμοζομένου, επί παραίτησης από το δικόγραφο, του άρθρου 263 ΑΚ [ΑΠ 361/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 148/2017 NoΒ 2017, 1296,4 ΑΠ 950/2015 ΝοΒ 2016,970]. Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ, η αναστολή της παραγραφής, η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται από τους διαδίκους διαδικαστικές πράξεις, ώστε κατ’ αποτέλεσμα, η παραγραφή να συμπληρώνεται όταν παρέλθει χρόνος ίσος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι μήνες, υπό την προϋπόθεση ωστόσο, της αδράνειας των διαδίκων (ΑΠ 361/2019, ΕΑ 683/2020, ΕφΠατρ 17/2020, ΕφΠατρ 60/2020, ΕφΠατρ 247/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007, η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του Ν. 499/1976 κατά την οποίο η αξίωση του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή παραγράφεται μετά την πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος, αντικαταστάθηκε ως εξής: «η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής». Η διαφορά του χρόνου παραγραφής του προγενέστερου από το ισχύον δίκαιο (δύο και πέντε έτη αντιστοίχως) θέτει ζήτημα διαχρονικού δικαίου. Το νέο δίκαιο δεν περιέχει ειδική περί τούτου ρύθμιση. Επιβάλλεται επομένως, να αναζητηθούν αλλαχού σχετικές ρυθμίσεις για την επίλυση του. Πλέον πρόσφορη κρίνεται η προσφυγή στο άρθρο 18 του ΕισΝΑΚ, κατά το οποίο, οι διατάξεις του ΑΚ για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή ίου. Η έναρξη όμως, η αναστολή και η διακοπή της παραγραφής κρίνεται ως προς το πριν την εισαγωγή του Κώδικα χρόνο, σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει ως τώρα. Η βασική διαπίστωση που προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη είναι ότι η διετής παραγραφή της αξιώσεως του παθόντος που άρχισε να τρέχει πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007 (14-5-2007) ενόσω δεν είχε συμπληρωθεί ακόμη κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, εφεξής καθίσταται πενταετής στο σύνολο της. Δεν πρόκειται για απαγορευμένη γνήσια αναδρομή κατά το άρθρο 2 ΑΚ, αλλά για επιτρεπτή μη γνήσια αναδρομή, εφόσον ο νέος νόμος καλείται να1 ρυθμίσει έννομες συνέπειες που γεννήθηκαν μετά την έναρξη εφαρμογής του, αλλά πηγάζουν από έννομες σχέσεις προϋφιστάμενες αυτού (ΑΠ 1063/2013 ΕΕΜΠΔ 2013.896, ΕΑ 3703/2010 ΕλλΔνη 2011,843, ΕφΛαρ 355/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ. Κρητικός «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα» εκδ.2008, σελ. 714 παρ. 190, 191). Στην παραγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν. 489/1976 υπάγονται και οι αξιώσεις του δικαιούχου τρίτου όταν ενάγεται από αυτόν στις καθοριζόμενες από το νόμο περιπτώσεις (άρθρα 26 επ. του Ν. 489/1976), το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης (ΓΔΑ), καθόσον, ναι μεν στο Ν. 489/21976 Ελλείπει ειδική ρύθμιση του θέματος της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων, πλην όμως το ΓΔΑ επιτελεί στην ουσία λειτουργία ασφαλιστή, επομένως πρέπει να ισχύσει και γι’ αυτό η προβλεπόμενη από το νόμο παραγραφή του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 489/2976 (ΑΠ 763/2007, ΑΠ 1592/2006, ΕφΠατρ 60/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, το τρίτο εναγόμενο της με αριθμό κατάθεσης ./2004 αγωγής, ισχυρίζεται ότι οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος έχουν παραγραφεί εν επιδικία, καθώς μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων, και συγκεκριμένα μεταξύ της δημοσίευσης της προαναφερθείσας υπ’ αριθμ. 1319/2-5-2011 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής και της κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού της από 2-5-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./23-6-2017 κλήσης του ενάγοντος, με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση η υπό κρίση αγωγή, μεσολάβησε χρονικό διάστημα πενταετίας. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του εναγόμενου είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του Ν. 489/1976, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007, δεδομένου ότι η διετής παραγραφή των αξιώσεων του ενάγοντος η οποία άρχισε την επομένη του ατυχήματος, ήτοι στις 25-9-2002 και διακόπηκε με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ήτοι στις 16-9-2004 (οπότε επιδόθηκε στο εναγόμενο) και ακολούθως με τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 5168/28-11-2005 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου 3557/2007 (14-5-2007) και έτσι κατέστη εφεξής πενταετής.
Αποδεικνύεται δε βάσιμος και από ουσιαστική άποψη, καθώς από την επισκόπηση της υπ’ αριθμ. 1319/2011 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, προκύπτει ότι αυτή δημοσιεύθηκε στις 2-5-2011 και η επόμενη διαδικαστική πράξη που επακολούθησε ήταν η κατάθεση της από 2-5-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./2017 κλήσης στη
Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού και ο προσδιορισμός δικασίμου από τον ενάγοντα, που έγινε στις 23-6-2017 (βλ. την από 23-6-2017 έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξη ορισμού δικασίμου), χωρίς κατά το ενδιάμεσο παραπάνω διάστημα να μεσολαβήσει άλλη διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων ή άλλος λόγος διακοπής της παραγραφής. Επομένως από τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 1319/2011 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού (2-5-2011) μέχρι την κατάθεση της προααναφερθείσας κλήσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού και τον προσδιορισμό αυτής προς εκδίκαση (23-6-2017) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 ετών και 6 μηνών. Ως εκ τούτου οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή στην παραγραφή του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.489/1976, η οποία συμπληρώθηκε εν επιδικία, στις 2-11-2016. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η παραγραφή των επιδίκων αξιώσεων του διακόπηκε με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και τελεί σε αναστολή, αφού δεν έχει εκδοθεί ακόμα τελεσίδικη απόφαση ούτε έχει περατωθεί η δίκη με άλλο τρόπο. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του ενάγοντος, αποτελεί αντένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 ΑΚ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, αφού η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής και δεν είχε εκδοθεί για αυτήν τελεσίδικη απόφαση όταν τέθηκε σε ισχύ η αντικασταταθείσα διάταξη του ανωτέρω άρθρου. Η ανωτέρω αντένσταση που προέβαλε ο ενάγων είναι ωστόσο απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθώς η ιδιότυπη αυτή αναστολή που καθιερώνεται με τη νέα ρύθμιση, η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται από τους διαδίκους διαδικαστικές πράξεις, ώστε κατ’ αποτέλεσμα, η παραγραφή να συμπληρώνεται όταν παρέλθει χρόνος ίσος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι μήνες, υπό την προϋπόθεση της αδράνειας των διαδίκων και στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο ενάγων αδράνησε, αφού από τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 1319/2011 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού (2-5-2011) μέχρι την κατάθεση της προααναφερθείσας κλήσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού κατά τον προσδιορισμό αυτής προς εκδίκαση (23-6-2017), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 ετών και 6 μηνών. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση, από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή, να απορριφθεί ως προς το τρίτο εναγόμενο λόγω παραγραφής των επιδίκων αξιώσεων του ενάγοντος εν επιδικία. Επίσης, πρέπει τα δικαστικά έξοδα του ανωτέρω εναγόμενου να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενά στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, μετά την απόρριψη της ανωτέρω κύριας αγωγής ως προς το τρίτο – εναγόμενο, παρέλκει η εξέταση της από 10-12-2004 παρεμπίπτουσας αγωγής που άσκησε το ανωτέρω εναγόμενο, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Δεν θα επιδικασθούν δικαστικά έξοδα υπέρ του απολιπομένου παρεμπιπτόντως εναγομένου, καθώς αυτός, λόγω της ερημοδικίας του, δεν υποβλήθηκε σε καμία δαπάνη.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα στο ακροατήριο, ή οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 5168/2005 απόφασή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και από όλα τα έγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, λαμβανόμενα υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Στις 24-9-2002 και περί ώρα 21:20, ο ενάγων, οδηγώντας την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΥΧΟ-. δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του, κινούνταν επί της οδού . στον Ταύρο Αττικής, με κατεύθυνση από Π. Ράλλη προς Ιερά Οδό. Η ανωτέρω οδός είναι διπλής κατευθύνσεως, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση έχει πλάτος 6 μέτρα και διασταυρώνεται με την επίσης διπλής κατευθύνσεως οδό .. Ταυτόχρονα, οδηγός του οποίου τα στοιχεία δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν, καθώς εγκατέλειψε αμέσως τον τόπο του ατυχήματος, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, με αριθμό πλαισίου …, με προσωρινή πινακίδα κυκλοφορίας εκδόσεως των γερμανικών αρχών που είχε λήξει την 22-6-2002, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στον … – πρώτο εναγόμενο (βλ. το από 21-7-2004 έγγραφο του Γραφείου Διεθνούς Ασφάλισης και το υπ’ αριθμ. πρωτ. …γ/29-8-2003 έγγραφο του 3ου Τμήματος SCHENGEN SIRENE της Δ/νσης Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας της Ελληνικής Αστυνομίας), κινούνταν επί της οδού ., με κατεύθυνση από Αγ.Ζώνης προς Κηφισό. Στην πορεία του τελευταίας οδηγού υπήρχε ρυθμιστική πινακίδα Ρ-2 (STOP), που υποχρέωνε τους οδηγούς που κινούνταν επί της οδού . να διακόψουν την πορεία τους και να παραχωρήσουν προτεραιότητα στα επί της οδού . κινούμενα οχήματα. Αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω οδηγός δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, δεν είχε ρυθμίσει την ταχύτητα του ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο ταυ οχήματος του και να είναι σε θέση να προβεί ανά πάσα στιγμή στους απαιτούμενους χειρισμούς, αντιθέτως κινούνταν με ταχύτητα που υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χλμ/ώρα και επιπλέον, φθάνοντας στη διασταύρωση με την οδό ., δεν ενήργησε όπως όφειλε και μπορούσε να πράξει ως μέσος συνετός οδηγός και συγκεκριμένα δεν ακινητοποιήθηκε προ του επί της οδού . σήματος «STOP» προκειμένου να ελέγξει την κυκλοφοριακή κατάσταση της οδού . και να παραχωρήσει προτεραιότητα στα κινούμενα σε αυτήν οχήματα, αλλά συνέχισε την πορεία του και άρχισε να διασχίζει τη διασταύρωση την ώρα που διερχόταν η μοτοσικλέτα του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να επιπέσει στη δεξιά πλευρά αυτής με το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου του. Μετά τη σύγκρουση, η μοτοσικλέτα του ενάγοντος εξετράπη προς τα αριστερά και ανετράπη, ενώ ο ενάγων εκτινάχθηκε στη στέγη του Ιερού Ναού Αγ. Τριάδος που βρίσκεται δεξιά του ρεύματος πορείας της οδού . που οδηγεί προς Π.Ράλλη, στο ύψος της διασταύρωσης με την οδό . και τραυματίστηκε. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα που συνέταξε στις 24-9-2002 η Τροχαία Περιστερίου, από τα οποία προκύπτουν τα χαρακτηριστικά των δύο οδών, η ύπαρξη πινακίδας Ρ-2 επί της οδού ., οι πορείες και οι συγκρουσθείσες επιφάνειες των οχημάτων, καθώς και από τις καταθέσεις που έδωσαν κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση ο ενάγων, αλλά και ο αυτόπτης μάρτυρας …, οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων έλαβε χώρα υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου, ο οποίος, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1, 19 παρ.1 και 2, 4 παρ.3, 26 παρ. 1 και 4 του ΚΟΚ, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, δεν είχε ρυθμίσει την ταχύτητα του ώστε να έχει τον έλεγχο του οχήματος του και να είναι σε θέση να προβεί ανά πάσα στιγμή στους απαιτούμενους χειρισμούς, αντιθέτως κινούνταν με ταχύτητα που υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο, η οποία εκτιμάται περί τα 80 χλμ/ώρα και επιπλέον δεν ακινητοποιήθηκε προ της πινακίδας Ρ-2 (STOP) που υπήρχε στην πορεία του προκειμένου να ελέγξει την κυκλοφοριακή κατάσταση της κάθετης οδού την οποία πρόκειτο να διασχίσει και να παραχωρήσει προτεραιότητα στα κινούμενα σε αυτήν οχήματα, αλλά συνέχισε την πορεία του και εισήλθε στη διασταύρωση την ώρα που διερχόταν η μοτοσικλέτα του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με αυτήν. Αντιθέτως στην επέλευση του ατυχήματος δεν συνετέλεσε πταίσμα του ενάγοντος, καθώς αποδείχθηκε ότι αυτός, κινούνταν με νόμιμη ταχύτητα, εισήλθε στη διασταύρωση έχοντας προτεραιότητα, ενώ λόγω της αιφνίδιας εισόδου του άλλου οχήματος, στη διασταύρωση και της ελάχιστης απόστασης που μεσολαβούσε, δεν υπήρχαν περιθώρια αντιδράσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων τραυματίσθηκε κατά το επίδικο ατύχημα και ειδικότερα διακομίστηκε στο ΠΝΑ “ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ”, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη συντριπτικά δια-υπερκονδύλνα κατάγματα μηριαίων αμφοτερόπλευρα, τα οποία αντιμετωπίστηκαν χειρουργικώς με ενδομυελική ήλωση και συντριπτικό δια-υπερκονδύλιο κάταγμα δεξ. αγκώνα, το οποίο αντιμετωπίστηκε χειρουργικώς με εσωτερική οατεοσύνθεση. Παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 8-10-2002, οπότε εξήλθε με οδηγίες για φυσικοθεραπείες και μακρά αναρρωτική άδεια (βλ. την υπ’ αριθμ.πρωτ. …/7-10-2002 βεβαίωση νοσηλείας του ορθοπεδικού χειρουργού του ανωτέρω νοσοκομείου …). Όπως προκύπτει από την οπό 21-1-2004 ιατρική βεβαίωση του ορθοπεδικού χειρουργού, …, ο ενάγων εξετάστηκε από τον ως άνω ιατρό κατά την ανωτέρω ημερομηνία, οπότε διαπιστώθηκε ότι εμφάνιζε χωλότητα κατά τη βάδιση, αδυναμία για παρατεταμένη. ορθοστααία, άνοδο κλίμακος, βάδιση μεγάλων αποστάσεων και βαθύ κάθισμα , αδυναμία και ατροφία τετρακέφαλων μυών, καθώς και δεξ. δικέφαλου βραχίονος μυός του δεξ. αγκώνα και υπολειπόμενη έκταση δεξ. αγκώνα. Συνεπεία του ανωτέρω τραυματισμού του1(ο ενάγων βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια μέχρι την 31-1-2004, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις είσπραξης της σχετικής επιδότησης rou ΙΚΑ, Όπως προκύπτει από την από 22-7-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ορθοπεδικού χειρουργού …, ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας με την υπ’ αριθμ. 5168/2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ο ανωτέρω ιατρός εξέτασε τον ενάγοντα στις 23:6-009. Από την κλινική εξέταση προέκυψε ότι έφερε επιμήκη μετεγχειρητική ουλή δεξ. γόνατος μήκους 13 εκατοστών, μετεγχειρητική ουλή αρ. γόνατος μήκους 15 εκατοστών και οπίσθια επιμήκη μετεγχειρητική ουλή δεξ. αγκώνα μήκους 14 εκατοστών, άτι εμφάνιζε υπολειπόμενη παθητική και ενεργητική έκταση δεξιού αγκώνα (145 μοιρών αντί 180 μοιρών), υπολειπόμενη κάμψη δεξ. αγκώνα (125 μοιρών αντί 160 μοιρών), ελαφρά ατροφία των μυών του δεξ. βραχίονα, ελαφρά ανισοσκελία των κάτω άκρων περίπου 2 εκατοστών, με βραχύτερο το δεξ. κάτω άκρο, δυσκολία στο βαθύ κάθισμα, ευαισθησία και των δύο επιγονατίδων στα πλαίσια χονδροπάθειας αυτών, ιδίως δεξιά, ατροφία τετρακέφαλων και μειωμένη μυϊκή ισχύ αυτών, καθώς και ελαφρά χωλότητα κατά τη βάδιση. Από τον ακτινολογικό έλεγχο προέκυψε πώρωση όλων των καταγμάτων με ανάστροφους ενδομυελικούς ήλους στα μηριαία οστά και εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα-βίδες και βελόνες Kirschner με σύρμα στον δεξί αγκώνα. Στην ανωτέρω έκθεση αναφέρεται άτι α ενάγων θα χρειασθεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση προκειμένου να αφαιρεθούν τα υλικά της οστεοσύνθεσης, ιδιαίτερα από την περιοχή του αγκώνα. Αναφέρεται επίσης ότι οι ανωτέρω σωματικές βλάβες και συγκεκριμένα η δυσκαμψία του δεξ. αγκώνα, η ανισοσκελία των κάτω άκρων, ή ατροφία τετρακέφαλων αμφοτερόπλευρα και η χονδροπάθεια των επιγονατίδων του ενάγοντος έχουν μόνιμο χαρακτήρα και είναι μη αναστρέψιμες. Ότι έχει προκληθεί στον ενάγοντα μόνιμη μερική αναπηρία, ανερχόμενη σε ποσοστό 35% (20% για τον δεξ. αγκώνα και 15% για τα κάτω άκρα), συνεπεία της οποίας θα αδυνατεί εφ’ όρου ζωής να ασκήσει το επάγγελμα που ασκούσε πριν το επίδικο ατύχημα, ήτοι αυτό του φορτοεκφορτωτή, καθώς και κάθε άλλο επάγγελμα που απαιτεί βαριές χειρωνακτικές εργασίες. Αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε ως φορτοεκφορτωτής στην εταιρία “… SERVICE ΕΠΕ” κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1993 έως 31-5-2002 και συγκεκριμένα εργαζόταν, επί 6 ημέρες την εβδομάδα και επί 8 ώρες ημερησίως, αμειβόμενος με μεικτό ημερομίσθιο ποσού 34,04 ευρώ και συνεπώς οι τακτικές μεικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν σε 851 (25ημΧ34,04€) ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα βεβαίωση της ανωτέρω εργοδότριας εταιρίας). Εξαιτίας του τραυματισμού που υπέστη κατά το επίδικο ατύχημα, ο ενάγων δεν μπόρεσε να εργασθεί κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι από 4-2-2004 έως 15-10-2004 και από 15-12-2004 έως 1-4-2005. Αν δεν μεσολαβούσε ο τραυματισμός του, ο ενάγων, κατά πάσα πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα είχε προσληφθεί σε κάποια άλλη επιχείρηση και θα εργαζόταν ως φορτοεκφορτωτής με πλήρες ωράριο, έναντι μεικτών μηνιαίων αποδοχών ποσού 851 ευρώ. Επομένως, εξαιτίας του τραυματισμού του, απώλεσε τους μισθούς που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 4-2-2004 έως 15-10-2004, συνολικού ποσού 6.808 (8μηνΧ851€) ευρώ. Μετ’ αφαίρεση δε του ποσού των 4.023,48 (3.595,20+428,28) ευρώ που έλαβε ως επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση για το ανωτέρω διάστημα το ποσό των 2.784,52 (6.808-4.023,48) ευρώ. Επίσης, απώλεσε τους μισθούς που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 15-12-2004 έως 1-4-2005, συνολικού ποσού 2,978,50 (3,5μηνΧ851€) ευρώ. Ωστόσο ο ενάγων αξιώνει ως αποζημίωση για το ανωτέρω διάστημα μόνο το ποσό των 2.553 ευρώ και ως εκ τούτου Θα πρέπει να του επιδικασθεί το τελευταίο ποσό. Επομένως η αποζημίωση του ενάγοντος για τα εισοδήματα που απώλεσε κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 5.337,52 (2:784,52+2.553) ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, εξαιτίας του τραυματισμού του, υπέστη ηθική βλάβη. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο, εύλογο κατά την κρίση του, ποσό των 30.000 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του: α) τον βαθμό του πταίσματος του αδικαπραγήσαντος υπόχρεου, β) την έλλειψη συνυπαιτιότητσς του ενάγοντας στην πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμού του, γ) το είδος και την έκταση του τραυματισμού του και 6) τ ην κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν κατά τον χρόνο του ατυχήματος 30 ετών, ενώ οι σωματικές βλάβες που υπέστη στον δεξ. αγκώνα και στα κάτω άκρα του, επέφερε σε αυτόν μόνιμη μερική αναπηρία, αφού θα εμφανίζει εφ’ όρου ζωής δυσκαμψία δεξ. αγκώνα, ανισοσκελία κάτω άκρων ατροφία και μειωμένη μυϊκή ισχύ τετρακέφαλων αμφοτερόπλευρα, χουδροπάθεια των επιγονατίδων, ελαφρά χωλότητα κατά τη βάδιση και δυσκολία στο βαθύ κάθισμα. Η ανωτέρω αναπηρία θα αποτελέσει στο μέλλον εμπόδιο για τον ενάγοντα ως προς τη δυνατότητα βιοπορισμού και θα έχει οπωσδήποτε δυσμενή επίδραση στην οικονομική ανέλιξη του, αφού θα αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις ανάγκες οποιουδήποτε επαγγέλματος που απαιτεί βαριές χειρωνακτικές εργασίες και σε κάθε περίπτωση θα δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί τους υγιείς συναδέλφους του. Οι παραπάνω δυσμενείς για τον ενάγοντα συνέπειες είναι περισσότερο έντονες, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης και της δραματικής αύξησης της ανεργίας. Η ανωτέρω αναπηρία θα ασκήσει επιπλέον δυσμενή επιρροή στις κοινωνικές του συναναστροφές και την κοινωνική του δραστηριότητα, αφού δεν θα είναι σε θέση να απολαμβάνει κάποιες δραστηριότητες που έχει ο μέσος υγιής άνθρωπος, οι οποίες απαιτούν υγιή και λειτουργικά άνω και κάτω άκρα, γεγονός που θα επηρεάζει και την ψυχική του διάθεση αρνητικά και θα του προκαλεί αισθήματα μειονεξίας έναντι των υγιών συνομηλίκων του. Για όλους τους παραπάνω λόγους και λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τελέσεως του ατυχήματος, του βαθμού υπαιτιότητας του σδικόπραγήσαντος υπόχρεου, την έλλειψη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος για την πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος και του τραυματισμού του, της καταστάσεως της υγείας του, της ηλικίας αυτού και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων, πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ως ιδιαίτερη αποζημίωση, κατ’ άρθρ. 931 ΑΚ, το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο το Δικαστήριο κρίνει εύλογο.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι υπό κρίση, από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2D04 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγές ως ουσιαστικά βάσιμες ως προς τον πρώτο εναγόμενο και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 45.337,52 (5.337,52+30.000+10.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της. επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, κατά το ποσό των 10.000 ευρώ, γιατί συντρέχει εξαιρετικός λόγος προς τούτο, που συνίσταται στην ανάγκη άμεσης οικονομικής ενίσχυσης του ενάγοντος μετά την ανωτέρω ζημία που προκλήθηκε σε αυτόν συνεπεία του επιδίκου ατυχήματος (άρθρα 907 και 908 παρ.1 ΚΠολΔ). Επίσης, εν όψει της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων, του βαθμού του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος υπόχρεου, της αφερεγγυότητας του εναγομένου, του ύψους του οφειλόμενου ποσού, κρίνεται ότι πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση εναντίον του εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της απόφασης (άρθρο 1047 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ), από τη χρονική στιγμή που η παρούσα καταστεί τελεσίδικη (1049 παρ.1 ΚΠολΔ, διάρκειας έξι μηνών. Ό ανωτέρω εναγόμενος πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία όμως θα του επιβληθούν μειωμένα, κατανεμόμενα μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας κάθε μέρους (άρθρο 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο ανωτέρω εναγόμενος θα ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ερήμην του πρώτου εναγομένου και με την παρουσία του ενάγοντος και του τρίτου εναγόμενου, β) την από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ερήμην του πρώτου εναγομένου και με την παρουσία του ενάγοντος και γ) την από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή ερήμην του παρεμπιπτόντως εναγομένου και με την παρουσία του παρεμπιπτόντως ενάγοντος.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον πρώτο εναγόμενο-παρεμπιπτόντως εναγόμενο, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Α) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγή ως προς το τρίτο εναγόμενο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγόμενου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ,
Β) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10-12-2004 παρεμπίπτουσα αγωγή.
Γ) ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τις από 27-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 και από 30-8-2004 και με αριθμό κατάθεσης ./15-9-2004 αγωγές ως προς τον πρώτο εναγόμενο.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (45.337,52€), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, κατά το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του πρώτου εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει σε χίλια οχτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ