ΑΠΟΦΑΣΗ
Istomina κατά Ουκρανίας της 13.01.2022 (αρ. προσφ. 23312/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εγγύηση. Υπερβολικά δυσανάλογο ποσό εγγύησης. Ανεπαρκής αιτιολογία για επιβολή προληπτικού μέτρου.
Η προσφεύγουσα διώχθηκε ποινικά για φοροδιαφυγή, συμμετοχή σε εικονική επιχείρηση και πλαστογραφία εγγράφων μέσω εικονικών εταιριών τις οποίες ίδρυσε και διοικούσε η ίδια. Ως επικεφαλής του ομίλου αυτών των εταιρειών, η προσφεύγουσα πλαστογράφησε τα χρηματοοικονομικά έγγραφα και έδωσε εντολή στους λογιστές των παραπάνω εταιρειών να συντάξουν τα απαραίτητα έγγραφα αναφοράς. Ο ανακριτής θεώρησε ότι η προσφεύγουσα σκέφτηκε και οργάνωσε αυτό το οικονομικό έγκλημα, το οποίο είχε προκαλέσει ζημιά ύψους 12.250.479 UAH (ουκρανικό εθνικό νόμισμα).
Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε να ορίσει εγγύηση για την προσφεύγουσα ως προληπτικό μέτρο. Διαπίστωσε επίσης ότι υπήρχαν κίνδυνοι η προσφεύγουσα να αποφύγει την έρευνα και τη δίκη, να εμποδίσει την αποκάλυψη της αλήθειας, να επηρεάσει μάρτυρες ή να συνεχίσει να εμπλέκεται σε εγκληματικές δραστηριότητες. Η εγγύηση ορίστηκε στο ποσό των 12.249.426 UAH (περίπου 495.000 ευρώ), η οποία ήταν 125 φορές υψηλότερη από το ποσό της εγγύησης που θα μπορούσε να οριστεί για το είδος του αδικήματος για το οποίο κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα. Στη συνέχεια το δικαστήριο αποφάσισε την αντικατάσταση του προληπτικού μέτρου της εγγύησης με αυτό της προσωρινής κράτησης.
Η προσφεύγουσα και στις δύο περιπτώσεις κατήγγειλε ότι τα μέτρα αυτά ήταν δυσαναλόγως επαχθή και δεν είχε ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο η οικονομική και οικογενειακή της κατάσταση. Επικαλούμενη το άρθρο 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι το σκεπτικό και η αιτιολογία για την κράτησή της ήταν ανεπαρκή και η εγγύηση υπερβολική.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να παράσχουν σχετική και επαρκή αιτιολογία για τις αποφάσεις τους για επιβολής εγγύησης, όπως απαιτείται στο άρθρο 5 § 3 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε ποσό 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 5
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Olena Volodymyrivna Istomina, είναι υπήκοος της Ουκρανίας η οποία γεννήθηκε το 1973 και ζει στο Dnipro (Ουκρανία).
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2015 κινήθηκε ποινική δίωξη κατά της προσφεύγουσας για φοροδιαφυγή, συμμετοχή σε εικονική επιχείρηση και πλαστογραφία εγγράφων. Σύμφωνα με τον ανακριτή, η προσφεύγουσα ίδρυσε και διοικούσε μια σειρά εικονικών εταιρειών με σκοπό την φοροδιαφυγή. Ως επικεφαλής του ομίλου αυτών των εταιρειών, η προσφεύγουσα πλαστογράφησε τα χρηματοοικονομικά έγγραφα και έδωσε εντολή στους λογιστές των παραπάνω εταιρειών να συντάξουν τα απαραίτητα έγγραφα αναφοράς. Ο ανακριτής θεώρησε ότι η προσφεύγουσα σκέφτηκε και οργάνωσε αυτό το οικονομικό έγκλημα, το οποίο είχε προκαλέσει ζημιά ύψους 12.250.479 UAH (ουκρανικό εθνικό νόμισμα). Στις προτάσεις του, ο ανακριτής ζήτησε από το δικαστήριο να ορίσει εγγύηση ύψους του ίδιου ανωτέρω ποσού για την προσφεύγουσα η οποία εκείνη τη στιγμή ήταν ακόμη ελεύθερη.
Στις 21 Μαρτίου 2015, το Επαρχιακό Δικαστήριο Zhovtnevyy του Dnipropetrovsk αποφάσισε να ορίσει εγγύηση για την προσφεύγουσα ως προληπτικό μέτρο. Διαπίστωσε επίσης ότι υπήρχαν κίνδυνοι η προσφεύγουσα να διαφύγει της έρευνας και της δίκης, να εμποδίσει την αποκάλυψη της αλήθειας, να επηρεάσει μάρτυρες ή να συνεχίσει να εμπλέκεται σε εγκληματικές δραστηριότητες. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι εφόσον η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για σοβαρό αδίκημα, το μέγιστο ποσό εγγύησης που θα μπορούσε να οριστεί για αυτό το είδος αδικήματος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την συμμόρφωση της προσφεύγουσας με τις διαδικαστικές υποχρεώσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα των κατηγοριών και το ύψος της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε στην ποινική διαδικασία, το δικαστήριο όρισε εγγύηση ύψους 12.249.426 UAH (περίπου 495.000 ευρώ), η οποία ήταν 125 φορές υψηλότερη από το ποσό της εγγύησης που θα μπορούσε να οριστεί για το είδος του αδικήματος για το οποίο κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα.
Στις 25 Μαρτίου 2015 η προσφεύγουσα ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να μετατραπεί το προληπτικό μέτρο της εγγύησης σε κατ’ οίκον περιορισμό, με το επιχείρημα ότι το ποσό της εγγύησης ήταν υπερβολικό και δυσανάλογο με το εισόδημά της τα δύο προηγούμενα χρόνια. Στις 6 Απριλίου 2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της ως αβάσιμο.
Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι το ποσό της εγγύησης ήταν υπερβολικό. Ζήτησε να μειωθεί η εγγύηση στα 24.360 UAH, που θα αντιστοιχούσε στο ποσό της εγγύησης που επιτρέπεται από το εσωτερικό δίκαιο για πλημμέλημα. Στις 10 Απριλίου 2015 το Περιφερειακό Εφετείο του Ντνιπροπετρόβσκ απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας και επικύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Στις 7 Απριλίου 2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε καταβάλει εγγύηση και ως εκ τούτου παραβίασε το προληπτικό μέτρο που διατάχθηκε στις 21 Μαρτίου 2015. Δεδομένων των συνθηκών, ο κίνδυνος να επηρεάσει μάρτυρες, ιδίως υφισταμένους που εμπλέκονται στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και τους κινδύνους που αναφέρονται ανωτέρω, αποφάσισε την προσωρινή κράτηση της προσφεύγουσας. Ως εναλλακτικό προληπτικό μέτρο διατήρησε την ίδια εγγύηση. Η προσφεύγουσα τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση την ίδια ημέρα.
Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ύποπτη για οποιοδήποτε έγκλημα και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την οικογενειακή της κατάσταση (είχε ένα ανήλικο παιδί) και το επίπεδο του εισοδήματός της κατά τον καθορισμό του ποσού της εγγύησης.
Στις 17 Απριλίου 2015 το Εφετείο απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας και επικύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Σημείωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε καταβάλει την εγγύηση, ότι υπήρχε κίνδυνος να επηρεάσει μάρτυρες και ότι θα μπορούσε να επιχειρήσει να διαφύγει δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών. Έκρινε επίσης ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε καθορίσει το ποσό της εγγύησης σύμφωνα με τον νόμο. Το Εφετείο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε στοιχείο της οικογενειακής της κατάστασης που θα απαιτούσε επανεκτίμηση του προληπτικού μέτρου της εγγύησης. Κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας, εξέτασε τον ιατρικό της φάκελο και δεν βρήκε καμία ένδειξη λόγων υγείας που να την εμποδίζουν να τεθεί υπό κράτηση. Τέλος, το Εφετείο έκρινε ότι στη δικογραφία υπήρχε επαρκές υλικό για να στοιχειοθετήσει τις υποψίες σε βάρος της.
Στις 15 Μαΐου 2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο περαιτέρω αίτημα της προσφεύγουσας για αλλαγή του προληπτικού μέτρου της προσωρινής κράτησης σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Στις 22 Μαΐου 2015 το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση της 15ης Μαΐου 2015. Σημείωσε ότι το ποσό της εγγύησης είχε καθοριστεί ορθά λόγω του ποσού της ζημίας που φέρεται να είχε προκαλέσει η προσφεύγουσα, των κινδύνων που δικαιολογούν το προληπτικό μέτρο, το οποίο ούτε μειώθηκε ούτε εξαφανίστηκε, το γεγονός ότι στην προσφεύγουσα είχε παρασχεθεί ιατρική φροντίδα κατά την προφυλάκιση και το γεγονός ότι η οικογενειακή ή προσωπική της κατάσταση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την αλλαγή του προληπτικού μέτρου.
Στις 3 Ιουνίου 2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε να παρατείνει την κράτηση της προσφεύγουσας έως τις 20 Ιουλίου 2015, διατηρώντας το ίδιο ποσό εγγύησης και τους ίδιους λόγους κράτησής της όπως και στις προηγούμενες αποφάσεις του.
Στις 17 Ιουλίου 2015 το Περιφερειακό Δικαστήριο παρέτεινε και πάλι την προφυλάκιση της προσφεύγουσας έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2015 με το σκεπτικό ότι οι κίνδυνοι που δικαιολογούσαν το προληπτικό μέτρο που είχε δοθεί προηγουμένως εξακολουθούσαν να υφίστανται. Ως εναλλακτικό προληπτικό μέτρο διατηρήθηκε η ίδια εγγύηση όπως ανωτέρω.
Στις 29 Ιουλίου 2015 το Εφετείο έκρινε ότι η παράταση της κράτησης της προσφεύγουσας δεν ήταν δικαιολογημένη. Συνεπώς, ακύρωσε την απόφαση της 17 Ιουλίου 2015 και έθεσε την προσφεύγουσα σε κατ’ οίκον περιορισμό, διατάσσοντάς την να παραμείνει στο σπίτι της από τις 7 μ.μ. έως τις 7 π.μ. κάθε μέρα.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2015 έληξε ο κατ’ οίκον περιορισμός της προσφεύγουσας και δεν εφαρμόστηκε κανένα άλλο προληπτικό μέτρο σε βάρος της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΓΡΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η προσφεύγουσα επανέλαβε τις καταγγελίες της όπως περιγράφονται παραπάνω, δηλαδή ότι η κράτησή της μεταξύ 7 Απριλίου έως 29 Ιουλίου 2015 δεν ήταν δικαιολογημένη και ότι το ποσό της εγγύησης δεν είχε αιτιολογηθεί, μη λαμβανομένου υπόψιν του επιπέδου του εισοδήματός της.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου λαμβάνοντας υπόψη το υλικό που είχε ενώπιόν του και τις παρατηρήσεις των μερών σχετικά με την αιτιολογία που παρασχέθηκε για την προσωρινή κράτηση της προσφεύγουσας στα πρώτα στάδια της διαδικασίας εναντίον της, διαπίστωσε ότι ο κύριος λόγος για την κράτηση της προσφεύγουσας ήταν ο κίνδυνος επηρεασμού των μαρτύρων, ιδίως υφισταμένων της που εμπλέκονται στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για πλαστογραφία εγγράφων και φοροδιαφυγή με συμμετοχή περισσότερων από 20 εικονικών και πραγματικών εταιρειών κατά την περίοδο από τον Ιανουάριο 2013 έως τον Φεβρουάριο του 2015. Δεδομένου του χαρακτήρα και της κλίμακας του εγκλήματος που καταλογίστηκε στην προσφεύγουσα, επομένως, φαίνονταν απαραίτητο για τις αρχές να διασφαλίσουν τη διαθεσιμότητα των αποδεικτικών στοιχείων στην υπόθεση και των μαρτυρικών καταθέσεων που δίνονται χωρίς πίεση.
Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, αν και οι λόγοι για την καταγγελία κράτησης, που διήρκεσε από τις 7 Απριλίου έως τις 29 Ιουλίου 2015, μπορεί να φαίνονται επαναλαμβανόμενοι και γενικοί, τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν το ζήτημα σε έξι περιπτώσεις, επανεξετάζοντας τα επιχειρήματα που παρασχέθηκαν από τους διαδίκους. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια έδωσαν «σχετικές» και «επαρκείς» αιτιολογίες για το περιοριστικό μέτρο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.
Ωστόσο, το Δικαστήριο του Στρασβούργου θα αναλύσει εάν τα εθνικά δικαστήρια αιτιολόγησαν επαρκώς τις αποφάσεις τους σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της εγγύησης ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 5 § 3 της ΕΣΔΑ.
Φαίνεται ότι κατά τον καθορισμό της εγγύησης, τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν σε εκτίμηση της περιουσίας και των περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας εκείνη την εποχή. Η προσφεύγουσα υποστήριξε επανειλημμένα ότι το ποσό της εγγύησης ήταν υπερβολικό και δυσανάλογο με το εισόδημά της και ζήτησε από τα εθνικά δικαστήρια να το μειώσουν αναφερόμενη, ιδίως, στην οικογενειακή της κατάσταση. Ωστόσο, όλα τα επιχειρήματά της απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια ως αβάσιμα χωρίς να δοθεί καμία αιτιολογία. Από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων προκύπτει ότι η ζημιά που φέρεται να προκλήθηκε από τις ενέργειες της προσφεύγουσας ήταν ο κύριος λόγος στον οποίο αναφέρθηκαν τα δικαστήρια για να τεκμηριώσουν τις αποφάσεις τους περί επιβολής της εν λόγω εγγύησης.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι το ποσό της εγγύησης που ορίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν 125 φορές υψηλότερο από το μέγιστο ποσό που θα μπορούσε να οριστεί για το είδος του αδικήματος (πλημμέλημα) για το οποίο κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα. Σημειώνει σχετικά ότι παρόλο που η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στο δικαστήριο να ορίσει υψηλότερα ποσά εγγύησης σε «εξαιρετικές περιπτώσεις», μια τέτοια απόφαση παρέχει ενδελεχή ανάλυση των περιστάσεων της υπόθεσης για να δικαιολογήσει τον «εξαιρετικό» χαρακτήρα της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι εστιάζοντας στο ύψος της ζημίας που φέρεται ότι προκάλεσε η προσφεύγουσα, παραλείποντας να παράσχει εμπεριστατωμένη εκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς της να καταβάλλει την εγγύηση, και της απουσίας ικανοποιητικής αιτιολογίας γιατί η εγγύηση ορίστηκε σε τόσο εξαιρετικά υψηλό επίπεδο, τα εθνικά δικαστήρια δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να παράσχουν σχετική και επαρκή αιτιολογία για τις αποφάσεις τους περί επιβολής της εγγύησης, όπως απαιτείται στο άρθρο 5 § 3 της ΕΣΔΑ.
Συνεπώς το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).