Την τροποποίηση του άρθρου 105Β του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με την απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ο πρόσφατος Νόμος 4855/2021.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, στα άρθρα 105Β-110Α ΠΚ που ρυθμίζουν την απόλυση καταδίκου υπό όρο, σκοπείται ενίσχυση της αντεγκληματικής αποτελεσματικότητας λόγω της μείζονος βαρύτητας και της συχνότητας εμφάνισης των συγκεκριμένων εγκλημάτων.
Η ενίσχυση αυτή επιτυγχάνεται όχι μόνο με την απειλή σε αφηρημένο επίπεδο αυξημένων κυρώσεων, αλλά και με την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων της απόλυσης υπό όρο στο επίπεδο έκτισης των ποινών.
Ειδικότερα με τη προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 105Β, αυστηροποιούνται οι τυπικές προϋποθέσεις για την απόλυση υπό όρο του κρατούμενου.
Με την παρ. 1, σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του νόμου περί ναρκωτικών (σε διακεκριμένη μορφή), για εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις, εσχάτη προδοσία, εμπρησμό σε δάση η οποία είχε ως επακόλουθο σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες ή τον θάνατο άλλου, ανθρωποκτονία, ληστεία, εκβίαση, βιασμό ανηλίκου, εμπορία ανθρώπων, αρπαγή ανηλίκου και όλα τα κατά της γενετήσιας ελευθερίας εγκλήματα, δίνεται η δυνατότητα για απόλυση υπό όρο μόνο αν έχουν εκτιθεί με ευεργετικό υπολογισμό τα τέσσερα πέμπτα (4/5) της ποινής. Άρα, από τα τρία πέμπτα (3/5) που ισχύει σήμερα, η ελάχιστη έκτιση της ποινής αυξάνεται στα τέσσερα πέμπτα (4/5).
Η τροποποίηση της παρ. 4 του άρθρου 105Β ΠΚ για τη διαπίστωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου είναι αναγκαία, ώστε να καλυφθεί το σχετικό κενό πρόβλεψης, ενώ αυτή στοιχείται από άποψη περιεχομένου με την πρόβλεψη για τη διαπίστωση της αναπηρίας των περ. α’ και β’.
Με την παρ. 6 για τα παραπάνω εγκλήματα, θα απαιτείται πραγματική παραμονή σε σωφρονιστικό κατάστημα, ίση με τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής (πραγματική έκτιση της ποινής). Άρα, από τα δύο πέμπτα (2/5) που ισχύει σήμερα η ελάχιστη έκτιση της ποινής αυξάνεται στα τρία πέμπτα (3/5).
Ακόμη, προβλέπεται ότι σε περίπτωση καταδίκης για τα παραπάνω εγκλήματα σε ποινή ισοβίου καθείρξεως, το κατώτατο όριο παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα του καταδίκου αυξάνεται από δεκαέξι (16) έτη σε δεκαοκτώ (18) έτη (πραγματική έκτιση).
Στην παρ. 1 του άρθρου 106 ΠΚ κρίνεται απαραίτητη η διαγραφή της λέξης «απολύτως», προκειμένου να αποφευχθεί η υπέρμετρη δέσμευση της κρίσης του δικαστικού συμβουλίου κατά τον έλεγχο της βασιμότητας της ουσιαστικής προϋπόθεσης για την απόλυση υπό όρο. Ταυτόχρονα, προβλέπεται ως πρόσθετη υποχρέωση του δικαστικού συμβουλίου η αποφυγή αναιτιολόγητης επίκλησης πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής για την άρνηση χορήγησης της απόλυσης. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 106 ΠΚ, προστίθεται στους περιοριστικούς όρους που μπορεί να επιβάλλει το δικαστικό συμβούλιο στον απολυόμενο και η υποχρέωση εμφάνισής του στο Αστυνομικό Τμήμα. Επίσης ως προς το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2, η εν λόγω προσθήκη παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστικό συμβούλιο να μην επιβάλλει εξ αρχής, να άρει ή να τροποποιήσει επιπλέον και υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους απολυομένους κατά τον χρόνο δοκιμασίας δυνάμει ειδικών νόμων [λ.χ. άρθρο 2 ν. 2475/1920 περί αποδημίας, που απαγορεύει την έξοδο από την χώρα απολυομένου μέχρι τη λήξη του χρόνου δοκιμασίας].
Αναλυτικά το άρθρο 105Β αναφέρει:
Άρθρο 105Β Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης
1. Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης, τα δύο πέμπτα (2/5) αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, τα τρία πέμπτα (3/5) αυτής, γ) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα (4/5) αυτής και δ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι (20) έτη.
2. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.
3. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε (25) έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
4. Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατουμένους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατουμένους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατουμένους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν. 4139/2013 οργανισμού και ζ) κρατουμένους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου, καθώς και της αναπηρίας στις περ. α΄ και β΄ γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 105.
5. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά είτε κατά την προηγούμενη παράγραφο είτε κατά τις ειδικές διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχο υπολογισμό.
6. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι (16) έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 134, 187, 187 Α, των περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, των άρθρων 323Α, 324, 380, 385, καθώς και για αυτά του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Kώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ (18) ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο (1/3) των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι (20) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε (25) έτη.».