Σε ορισμένες περιπτώσεις οι φορολογικές παραβάσεις έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και για τον λόγο αυτό αντιμετωπίζονται από τον νομοθέτη ως εγκλήματα, επισύροντας –πλην των διοικητικών προστίμων– και ποινικές κυρώσεις.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας καθορίζει τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής και προβλέπει ότι φοροδιαφυγή διαπράττει όποιος με πρόθεση προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου (εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ ή ειδικού φόρου ακινήτων) αποκρύπτει φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας εικονικές δαπάνες.
Επίσης, φοροδιαφυγή διαπράττει όποιος με πρόθεση να αποφύγει την πληρωμή του ΦΠΑ, των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών κ.λπ. δεν αποδίδει τους φόρους αυτούς ή τους αποδίδει ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς, κ.λπ.
Για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της φοροδιαφυγής απαιτείται να υπάρχει πρόθεση (δηλ. δόλος) του φορολογουμένου. Η απλή συνδρομή λογιστικών διαφορών, η οποία είναι ασύνδετη με την απόκρυψη φορολογητέων εισοδημάτων, δεν συνιστά φοροδιαφυγή.
Οποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών:
α) Αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος και ανά είδος φόρου.
β) Αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, κ.λπ. υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος (i) τις 50.000 ευρώ, εφόσον αφορά ΦΠΑ ή (ii) τις 100.000 ευρώ ανά είδος φόρου σε κάθε άλλη περίπτωση.
Αν το ποσό του φόρου υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ στην περίπτωση του ΦΠΑ ή τις 150.000 ευρώ στις λοιπές περιπτώσεις, επιβάλλεται κάθειρξη.
Οποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά ή νοθεύει στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Αν όμως τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται με τις ποινές που προαναφέρθηκαν ως αυτουργός ή συμμέτοχος.
Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται:
α) Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εφόσον η συνολική αξία των στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ.
β) Με κάθειρξη έως δέκα έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.
Στην περίπτωση που ένα νομικό πρόσωπο διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής, ως αυτουργός των εγκλημάτων αυτών θεωρείται γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση του νομικού προσώπου, εφόσον με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψή του συνετέλεσε στην τέλεσή τους, καθώς και όσοι ασκούν εν τοις πράγμασι τις ανωτέρω εξουσίες και αρμοδιότητες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα ανωτέρω εγκλήματα η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως. Η έκδοση, ωστόσο, εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής, σε σχέση με την τέλεση εγκλήματος φοροδιαφυγής, συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατόπιν σχετικής νομολογίας του ΣτΕ, ειδικά για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014, 2015, 2016 και 2017, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης. Η αυξημένη προθεσμία παραγραφής ειδικά για τη φοροδιαφυγή καταργήθηκε από 1.1.2018.
* Η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνη Partner του φορολογικού τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).
https://www.kathimerini.gr/economy/local/561521707/egklimata-forodiafygis-kyroseis-kai-paragrafi/