Της Δανάης Μαραγκουδάκη
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές αντιμετώπισης του μαύρου χρήματος μοιάζουν με μια Βαβέλ από οδηγίες που υπάρχουν παράλληλα αλλά δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η μάχη όμως κατά του διεθνούς εγκλήματος και της διαφθοράς δεν μπορεί να δοθεί με αυτά τα μέσα.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει σαφής εκτίμηση για τα χρήματα που ξεπλένονται κάθε χρόνο σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η ΕΕ ακόμα δεν έχει καταρτίσει αυτόνομο κατάλογο με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, δηλαδή με τις χώρες που συνιστούν απειλή για την εσωτερική αγορά από άποψη ξεπλύματος χρήματος.
Δεν έχει καν επικαιροποιημένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το ζήτημα, δυσκολεύοντας την εκτίμηση της κλίμακας του ξεπλύματος χρήματος.
Ωστόσο σύμφωνα με έρευνα του 2016 για το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, εκτιμάται πως το μαύρο χρήμα αγγίζει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο υπολογίζει ότι τα έσοδα από παράνομες δραστηριότητες έχουν αποφέρει περισσότερα από 250 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε πρόσφατη έκθεσή του, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο καταλήγει ότι η δράση που αναλαμβάνεται σε επίπεδο ΕΕ για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας παρουσιάζει αδυναμίες και ότι το ενωσιακό πλαίσιο εποπτείας είναι κατακερματισμένο και ελάχιστα συντονισμένο, με συνέπεια να μην υπάρχει μια συνεπής προσέγγιση, ούτε ίση μεταχείριση.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης δεν έχουν δείξει ακόμα κάποια προθυμία για την αντιμετώπιση του φαινομένου κι αυτό αποτυπώνεται στα σκάνδαλα που έχουν ξεσπάσει κατά καιρούς.
Το 2012 η βρετανική HSBC πλήρωσε πρόστιμο ύψους 1,9 δισ. δολαρίων για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που προήλθε από διακίνηση ναρκωτικών, τρομοκρατικές ομάδες και συναλλαγές με χώρες που έχουν δεχθεί οικονομικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ.
Το 2014 η γαλλική BNP Paribas πλήρωσε πρόστιμο 9 δισ. δολαρίων για αντίστοιχες συναλλαγές με το Ιράν, την Κούβα και το Σουδάν. Το 2015 η γερμανική Commerzbank πλήρωσε στις αμερικανικές αρχές πρόστιμο 1,45 δισ. δολαρίων για τον ίδιο λόγο.
Πολύ μεγάλο σκάνδαλο ήταν κι αυτό του 2018, όταν η Danske Bank κατηγορήθηκε για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που έφταναν τα 230 δισ. δολάρια.
Επίσης πριν λίγα χρόνια και η Deutsche Bank αποκαλύφθηκε ότι ενεπλάκη σε μια τεράστια επιχείρηση ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τη Ρωσία (Global Laundromat) την περίοδο 2010-2014.
Η συγκυρία ευνοεί την αντιμετώπιση της διαφθοράς
Λίγο πριν τη νίκη του Τζο Μπάιντεν για την αμερικανική προεδρία, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε περάσει την πιο ισχυρή νομοθεσία κατά της διαφθοράς εδώ και δεκαετίες.
Το νομοσχέδιο έχει εστιάσει στην αντιμετώπιση των εταιρειών – κελύφη (shell companies) που χρησιμοποιούσαν πολλοί διεφθαρμένοι ηγέτες χωρών αλλά και εγκληματικές οργανώσεις ανά τον κόσμο.
Ο Μπάιντεν με τη σειρά του “πάτησε” πάνω σ’ αυτό και άρχισε να δίνει βάση σε πρωτοβουλίες “που κλείνουν τα κενά που διαφθείρουν τη δημοκρατία”.
Παράλληλα, η ανάγκη για περισσότερη διαφάνεια έχει αποτυπωθεί και ως αίτημα των Ευρωπαίων πολιτών, καθώς, σύμφωνα με έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας, το 62% εκτιμούν ότι η κυβερνητική διαφθορά αποτελεί “μεγάλο πρόβλημα”.
Έρευνα του ινστιτούτου Pew το 2020 δείχνει πως το ποσοστό των ψηφοφόρων που θεωρούν τους περισσότερους πολιτικούς διεφθαρμένους φτάνει το 46% στη Γαλλία, το 45% στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 29% στη Γερμανία.
Από τη μία, λοιπόν, οι πρωτοβουλίες Μπάιντεν και από την άλλη η προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων Ευρώπης – ΗΠΑ μετά και την ήττα του Ντόναλντ Τραμπ αποτελούν ευκαιρία για την αναχαίτιση της διαφθοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε πρακτικό επίπεδο εντός των ευρωπαϊκών τειχών αυτό σημαίνει τιμωρία και αποτροπή κάθε πράξης που περιλαμβάνει κατάχρηση εξουσίας, όπως και των πράξεων που εντάσσονται στη “γκρίζα ζώνη” της νομιμότητας. Επίσης χρειάζεται ενίσχυση των θεσμών που αποτρέπουν τέτοιες καταχρήσεις.
Το σχέδιο της Κομισιόν
Σύμφωνα με έγγραφο της Κομισιόν που διέρρευσε πριν δύο εβδομάδες, η Επιτροπή έχει αντιληφθεί πόσο επείγον είναι να εναρμονιστούν οι ευρωπαϊκές οδηγίες ώστε η περιοχή να πάψει να αποτελεί κέντρο των δραστηριοτήτων του οικονομικού εγκλήματος.
Όπως είχε αναφέρει κατά τη διάρκεια της έρευνας για τα FinCEn Files για τη διακίνηση μαύρη χρήματος μέσω των μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων ο Eero Heinaluoma, Φινλανδός βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, “το υπάρχον σύστημα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AML) δεν λειτουργεί. Είναι ένα ελβετικό τυρί, γεμάτο τρύπες”.
Μετά από μια σειρά τραπεζικά σκάνδαλα και δισεκατομμύρια δολάρια σε παράνομες συναλλαγές, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταρτίσει σχέδιο ώστε να ενισχύσει την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δημιουργώντας μια ενιαία αρχή εποπτείας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Η πρόταση περιλαμβάνει κοινές οδηγίες για όλη την Ένωση κι έναν πανευρωπαϊκό οργανισμό που θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμα εκατομμυρίων.
Ακόμη, θα υπάρξουν και νέοι κανόνες για τις πλατφόρμες κρυπτονομισμάτων, καθώς πολλοί εγκληματίες χρησιμοποιούν ψηφιακά νομίσματα για να ξεπλύνουν μαύρο χρήμα.
“Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και το οργανωμένο έγκλημα παραμένουν σημαντικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο Ένωσης”, αναφέρεται στο έγγραφο της Επιτροπής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται σύντομα να οριστικοποιήσει την πρότασή της, η οποία, εάν εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη, θα τεθεί σε ισχύ το 2024.