ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΤΣΟΓΕΏΡΓΟΥ Εφέτη Θράκης
Επιχειρείται η αναγωγή στο ειδικό περιεχόμενο της αρχής που επιβάλλει την αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου ποινικού νόμου, όπως αυτή ισχύει σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 49 παρ. 1 περ. γ΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στην ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, ώστε να προκύψει το εφαρμοστέο σύστημα διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει την παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής στην περίπτωση της διαδοχής των κανόνων που συντελέστηκε με του νόμους 4173/2013 , 4745/2020 και 4764/2020.
————————————————————————-
Με τη διάταξη του άρθρου 92 Ν 4745/2020 καταργήθηκε το άρθρο 55 παρ.3 του Ν 4174/2013, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 48 παρ.11 Ν.4223/20131.Επιπλέον με την ίδια διάταξη καταργήθηκε και το άρθρο 68 παρ. 2. Ν 4174/2013 που περιείχε τον ειδικό κανόνα, ο οποίος ίσχυε σε σχέση με το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής2. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό και σε αντίθεση με τις διακρίσεις που προβλεπόταν από το άρθρο 21 παρ 10 Ν 2523/1997 3 , διαμορφωνόταν πλέον ένα ενιαίο χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής για το σύνολο των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων με αναγωγή στο χρόνο οριστικοποίησης της φορολογικής ενοχής 4 . Κατά τον τρόπο αυτό η ως άνω χρονική μετάθεση την έναρξης της παραγραφής προκαλούσε την επιμήκυνση της σχετικής προθεσμίας και συνιστούσε μια ευρεία απόκλιση από την θεωρία της συμπεριφοράς που διαμορφώνει το περιεχόμενο των κανόνων των άρθρων 17 και 112 ΠΚ5 .
Η κατάργηση του ανωτέρω κανόνα του άρθρου 68 παρ.2 Ν 4174/2013 σε σχέση με την παραγραφή ήταν αναγκαία, διότι με την ρύθμιση του άρθρου 32 παρ. 3 Ν 4745/20206 αντικαταστάθηκε και μεταβλήθηκε το περιεχόμενο του άρθρου 55Α Ν 4174/2013, η τρίτη παράγραφος του οποίου περιείχε ρύθμιση ομοίου περιεχομένου με την διαλαμβανόμενη και στον καταργούμενο κανόνα του άρθρου 68 παρ 2 Ν 4174/2013, σε σχέση με το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής. Ειδικότερα, με την παράγραφο 4 του άρθρου 32 Ν 4745/2020 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 68 Ν 4174/2013 7, 8.Από το περιεχόμενο των κανόνων που περιέχονται στο άρθρο 32 παρ,. 3 και 4 Ν 4745/2020 προκύπτει, ότι με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις συντελέστηκε προεχόντως η μεταβολή μέσω της αντικατάστασης του άρθρου 55Α Ν 4174/2013 του ειδικότερου τρόπου που ισχύει σε σχέση με τους όρους κίνησης της ποινικής δίωξης των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής. Συγκεκριμένα, η ως άνω μεταβολή των προαναφερομένων κανόνων δικονομικού δικαίου έχει ως περιεχόμενο την αναγωγή της έκδοσης της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή της πράξης επιβολής προστίμου κατ΄άρθρο 36 Ν 4174/2013 καθώς και της υποβολής της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σε θετικές δικονομικές προϋποθέσεις, οι οποίες επιβάλλεται να συντρέχουν , ώστε να ακολουθήσει η κίνηση της ποινικής δίωξης σε σχέση με τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις8. Σε εσωτερική συστηματική σύνδεση και τελολογική ακολουθία με την ως άνω συντελούμενη δικονομική μεταβολή και την διαμόρφωση σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής των θετικών δικονομικών προϋποθέσεων της αντίστοιχης ποινικής δίκης βρίσκονται :
Α) οι ειδικότεροι κανόνες με τους οποίους ρυθμίζεται η εξάλειψη του αξιοποίνου των πράξεων φοροδιαφυγής λόγω παραγραφής, καθώς και η επιβαλλόμενη εξαιτίας αυτών αναστολή της σχετικής προθεσμίας σύμφωνα με τις ειδικότερες σχετικές διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο 32 παρ.4 Ν 4745/2020, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 68 παρ. 3 Ν 4174/2013,
Β) η κατάργηση με το άρθρο 92 Ν 4745/2020 των κανόνων του άρθρου 55 παρ.3 και του άρθρου 68 παρ. 2 Ν 4174/2013 .
Γ) η διαμόρφωση του περιεχομένου της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 96 Ν 4745/2020, με την οποία σε σχέση με το εξεταζόμενο ζήτημα επιχειρείται η χρονική μετάθεση της έναρξης της ισχύος της μεταβολής που συντελείται με τον άρθρο 32 Ν 4745/2020 και συγκεκριμένα ορίζεται ότι « Οι διατάξεις του άρθρου 32 καταλαμβάνουν τις πράξεις που τελούνται μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου».
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεδομένων, η κατάργηση με τον Ν 4745/2020 της μετάθεσης του χρονικού σημείου έναρξης της παραγραφής που προβλεπόταν με τα άρθρο 68 παρ.2 και 55Α παρ.3 Ν 4174/2013, εμφανίζεται πλέον ως αποτέλεσμα της τροποποίησης των κανόνων δίωξης των αξιοποίνων πράξεων της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με το σχήμα που διαμορφώνεται κατά την εφαρμογή του άρθρου 68 παρ.3 Ν 4174/2013 όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 32 παρ. 4 Ν 4745/2020, σε περίπτωση που δεν έχουν εκδοθεί οι ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις, αποκλείεται η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς και η κίνηση της ποινικής δίωξης λόγω της έλλειψης των αντιστοίχων θετικών δικονομικών προϋποθέσεων αυτής. Επομένως, στην περίπτωση αυτή αναγκαίως εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 113 παρ.1 και 2 ΠΚ που ίσχυαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του Ν 4745/2020 , σύμφωνα με τους οποίους λόγω της προαναφερόμενης αδυναμίας κίνησης της ποινικής δίωξης η παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής αναστέλλεται για διάστημα μέχρι τρία ή πέντε έτη για τα πλημμελήματα ή τα κακουργήματα αντιστοίχως.
Με τα δεδομένα όμως αυτά το συμπέρασμα που προκύπτει είναι, ότι εξαιτίας της κατάργησης του άρθρου 68 παρ. 3 Ν 4223/2013 δεν προκαλείται αναγκαίως και η αντικατάσταση του κανόνα που ισχύει σε σχέση με την της μετάθεση της έναρξης της παραγραφής του αξιοποίνου των πράξεων φοροδιαφυγής, υπό την έννοια, ότι πλέον αρκεί για τον προσδιορισμό της διάρκειας της συγκεκριμένης προθεσμίας να επιχειρείται η αναγωγή στο χρόνο τέλεσης της πράξης κατά το άρθρο 17 ΠΚ. Ακριβέστερα, ένα ερμηνευτικό πόρισμα που θα κατέληγε στην θέση αυτή, συνιστά επιλογή εφαρμογής της αρχής lex mitior,10 κατά τρόπο που δεν επιβάλλεται από την αναγωγή στον πυρήνα αυτής, ο οποίος περιέχεται στους κανόνες των άρθρων 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997), 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974)11 και 49 παρ. 1 περ. γ΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης12 καθώς και του άρθρου 7 παρ.1 του Συντάγματος που κατά μία υποστηριζόμενη άποψη ερμηνεύεται και με αυτό το περιεχόμενο13. Ειδικότερα, οι προαναφερόμενοι υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δεν περιέχουν και την ρύθμιση η οποία συνθέτει τον κανόνα του άρθρου 2 παρ.1 του νέου ΠΚ κατά το μέρος αυτής, με το οποίο επιβάλλεται η επιλογή της διάσπασης και της συνδυασμένης εφαρμογής περισσοτέρων διατάξεων διαφορετικών νόμων14, ώστε σε κάθε περίπτωση να διαμορφώνεται από το δικαστήριο το ευνοϊκότερο για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο αποτέλεσμα15. Αυτό που προκύπτει από το περιεχόμενο της αρχής lex mitior είναι, ότι με αυτήν επιβάλλεται η προβλεπόμενη από τον κανόνα του άρθρου 2 παρ. 1 του προηγούμενου ΠΚ αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου, ο οποίος, όπως το περιεχόμενό του είχε ερμηνευτεί σύμφωνα με την διαμορφωμένη πάγια νομολογία, αποτελούσε ενότητα ισχύουσα και εφαρμοζόμενη ως σύνολο υπό την έννοια, ότι αποκλειόταν να επιχειρηθεί η διάσπαση και ακολούθως ο συνδυασμός μεταξύ των διατάξεων των περισσοτέρων διαδοχικών νόμων, που καταλήγει στην κατασκευή κανόνων, οι οποίοι δεν ίσχυσαν σε κάποιον δεδομένο ιστορικό χρόνο16.
Συνακόλουθα, από τα ανωτέρω διαγραφόμενα όρια ισχύος της αρχής lex mitior που διαμορφώνονται από τους προαναφερόμενους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες στην εξεταζόμενη περίπτωση διαδοχής που εμφανίζεται μεταξύ των ανωτέρω μνημονευόμενων διατάξεων του Ν 4174/2013 και Ν 4745/2020 δεν καλύπτεται μεταξύ άλλων και η υποχρέωση εφαρμογής του άρθρου 92 Ν 4745/2020 ως ευνοϊκότερης κατά το άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ διάταξης σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις φοροδιαφυγής που τελέστηκαν πριν από την 6-11-2020, κατά τρόπο ώστε να προκαλείται η κατάργηση της μετάθεσης της έναρξης της παραγραφής στο χρόνο της οριστικοποίησης της φορολογικής ενοχής και να συντελείται η αντικατάσταση αυτής από τον κανόνα του άρθρου 17 ΠΚ17. Η αποσπασματική εφαρμογή με τον τρόπο αυτό της ως άνω ρύθμισης ως ευνοϊκότερης από την προηγουμένως ισχύουσα, αλλά και από αυτή που ακολούθησε (άρθρο. 163 Ν 4764/2020 ΦΕΚ Α 256/23-12-2020), δεν επιβάλλεται από τους προαναφερόμενους κανόνες των άρθρων 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997), 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974) και 49 παρ. 1 περ. γ΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον όμως η επιλογή εφαρμογής με τον τρόπο αυτό του κανόνα του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, αποκλείεται από το Ν 4745/2020 και αυτό προκύπτει από την ρύθμιση που περιέχεται στην ειδικότερη μεταβατική διάταξη του άρθρου 96 Ν 4745/2020. Η διάταξη αυτή δεν θα είχε πλέον οποιοδήποτε ρυθμιστικό περιεχόμενο εάν η αρχή lex mitior επέβαλλε την διάσπαση και συνδυασμένη επιλεκτική εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων που περιέχονται σε περισσοτέρους διαδοχικής ισχύος ποινικούς νόμους. Με δεδομένο όμως, ότι η ως άνω αρχή δεν έχει το ανωτέρω κανονιστικό περιεχόμενο, ο κανόνας του άρθρου 96 Ν 4745/2020 ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα αυτής, σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, επιβάλλει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 32 παρ.3 και 4 92 και 96 Ν 4745/2020 ως μία ενότητα λόγω της εσωτερικής λογικής, συστηματικής και τελολογικής σύνδεσης, η οποία υφίσταται μεταξύ των ρυθμίσεων που περιέχονται σε αυτόν .
Υπό τους όρους αυτούς η εφαρμογή με τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο του ειδικότερου κανόνα που διαλαμβάνεται στο άρθρο 96 Ν 4745/2020 δεν αποκλείεται από την διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ, δεδομένου ότι οι δύο διατάξεις κατά το ως άνω τμήμα τους είναι ίσης τυπικής ισχύος , ώστε να μην αποκλείεται η εφαρμογή της αποκλίνουσας ανωτέρω μνημονευόμενης ρύθμισης, όπως το περιεχόμενο αυτής προκύπτει από το άρθρο 96 Ν 4745/2020. Επομένως, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις φοροδιαφυγής, οι οποίες έχουν τελεστεί πριν από την 6-11-2020 και μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν 4764/2020 και με την επιφύλαξη σε κάθε περίπτωση του ελέγχου της ειδικής σύνθεσης των περιστατικών της ερευνώμενης ατομικής ποινικής υπόθεσης, σε σχέση με το σύστημα κανόνων που ισχύουν για την παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής, , εφαρμόζεται, εφόσον εμφανίζεται ως ευνοϊκότερη, η ρύθμιση που προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ.3 και 4 , 92 Ν 4745/2020 και 113 ΠΚ. Με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής ανάγεται στο χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης φοροδιαφυγής. Παραλλήλως όμως ισχύει η αναστολή της σχετικής προθεσμίας κατά το άρθρο 113 παρ.1 και 2 ΠΚ για διάστημα έως τρία ή πέντε έτη για τα πλημμελήματα ή τα κακουργήματα αντιστοίχως, εφόσον δεν εκδόθηκε η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή η πράξη επιβολής προστίμου κατ΄άρθρο 36 Ν 4174/2013, ενώ ακολούθως με την έκδοση αυτών εφαρμόζεται η αναστολή της ίδιας προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ 4 Ν 4745/2020.
1 Σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 3 Ν 4174/2013 « Η επιβολή προστίμων και όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται σύμφωνα με τον Κώδικα είναι ανεξάρτητες από τυχόν ποινικές κυρώσεις και οποιαδήποτε ποινική διαδικασία προβλέπεται από οποιονδήποτε άλλο νόμο».
2 Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 2 Ν 4174/2013 « Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής».
3 Παπακυριάκου σε Παύλου/Σάμιος Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι ΙΙΙ Φορολογικά αδικήματα ΙV αριθμ 76 σελ. 43.
4 Παπακυριάκου ο.π αριθμ 79-80 σελ. 44-45
5 Δημήτραινα Ζητήματα διαχρονικού δικαίου στα εγκλήματα φοροδιαφυγής ΠΧρ 2021 σελ. 4 επ.
6 Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 3, 4 Ν 4174/2013 «3.Το άρθρο 55Α του ν. 4174/2013 7 αντικαθίσταται ως εξής :”Άρθρο 55A Παραπομπή εγκλημάτων φοροδιαφυγής σε ποινική δίκη. Εάν με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως. 4 Η παρ. 3 του άρθρου 68 του ν 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής “.α) Αν, με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ των οριζομένων στο άρθρο 66, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτόν, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης. β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε. δ) Η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων γίνονται κατά προτεραιότητα. Η φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της πράξης, λόγω μη άσκησης προσφυγής, ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης. ε) Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της περ. α`, δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.».
7 Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ 3 Ν 4174/2013 « Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Το ποινικό δικαστήριο δύναται πάντως, σε περίπτωση που κρίνει ότι η έκβαση εκκρεμούς διοικητικής δίκης είναι ουσιώδης για τη δική του κρίση επί της υπόθεσης, να αναστείλει με απόφασή του την ποινική δίκη μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.»
8 Σύμφωνα με το άρθρο 55Α που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ.5 Ν.4337/2015, όπως η παρ.1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ.1 Ν.4646/2019 «1. Εάν με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως. 2. Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Το ποινικό δικαστήριο δύναται πάντως, σε περίπτωση που κρίνει ότι η έκβαση εκκρεμούς διοικητικής δίκης είναι ουσιώδης για τη δική του κρίση επί της υπόθεσης, να αναστείλει με απόφασή του την ποινική δίκη μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου. 3. Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.»
9 Για τις θετικές δικονομικές προϋποθέσεις της δίωξης των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής, οι οποίες ίσχυαν σύμφωνα ,με τους κανόνες των άρθρων 55Α και 68 παρ. 1 Ν 4174/2013 βλ Παπακυριάκου ο.π. αριθμ 18-33 σελ. 13-21.
10 Σχετικά με την αρχή αυτή και το δογματική της θεμελίωση βλ Μπέκα Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων (Ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 ΠΚ ) σελ 92 επ.
11 Λ.Μ Μπολάνη σε Σισιλιάνου Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία κατ’ άρθρο αρθρ 7 αριθμ 30-31 σελ. 361-362 και σημ 70 σχετικά με το περιεχόμενο της αρχής που προκύπτει από στο άρθρο 7 παρ.1 της ΕΣΔΑ, η οποία όμως δεν καλύπτει και την αναδρομική εφαρμογή των κανόνων που προκαλούν μείωση του χρόνου παραγραφής του ποινικού αδικήματος
12 Ο. Τσόλκα σε Σαχπεκίδου/Ταγαρά Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρθρ. 49 αριθμ 35 -39 σελ. 548-550
13 Μαγκάκη σε Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα άρθρα 1-133 , άρθρο 2 σελ. 41 πρβλ Μπέκα ο.π. σελ. 105
14 Ναζίρη Διαχρονικό ποινικό δίκαιο σελ 8
15 ΟλΑΠ 1/2020 ΠΧρ 2020 σελ.. 522
16 ΟλΑΠ 5/2008 ΠΧρ 2008 σελ. 508, ΑΠ 716/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 675/2018 ΠΧρ 2020 σελ. 99, ΑΠ 1266/2017, ΑΠ 506/2015ΝΟΜΟΣ
17 Δημήτραινα ο.π
http://dikastis.blogspot.com/2021/08/47452020.html