Ανάρτηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων σε ιστοσελίδα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου (ΑΠ 96/2020)

Η παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, η δε πράξη επέμβασης σε αρχείο τίθεται ως προϋπόθεση μόνο στην πρώτη μορφή τέλεσής του

Την αναίρεση απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, επιλήφθηκε ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 96/2020).

Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο κατηγορούμενος χωρίς δικαίωμα επεξεργάστηκε, κατά την έννοια του άρ. 2 του Ν.2472/1997, ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούσαν μέρος ενός διαρθρωμένου συνόλου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα οποία ήταν προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, αναρτώντας σε ιστοσελίδα και χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, δέκα βίντεο ερωτικού περιεχομένου, στα οποία εμφανίζεται η εγκαλούσα σε ερωτικές συνευρέσεις.  Τα βίντεο αυτά,  κάτωθι των οποίων αναγράφονταν το ονοματεπώνυμο της εγκαλούσας και ο τόπος καταγωγής της, είχαν μαγνητοσκοπηθεί κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, με τη συναίνεση της εγκαλούσας και είχαν αποθηκευτεί στον φορητό υπολογιστή και το κινητό του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο αυτό, τα κατέστησε προσιτά σε αόριστο αριθμό επισκεπτών της ιστοσελίδας , χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας.

Ο Ν. 2472/1997, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24/10/1995, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρ. 8 του Ν. 2819/2000 και το άρ. 34 του Ν. 2915/2001, θεσπίζει τις προϋποθέσεις για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής.

Το άρ. 2 του ως άνω νόμου, δίνει τους ορισμούς των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», «ευαίσθητων δεδομένων», «υποκείμενου των δεδομένων», «επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και «αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

Περαιτέρω, κατά το άρ. 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις.  Από την διατύπωση της παραπάνω διάταξης καθίσταται σαφές ότι το εν λόγω έγκλημα είναι υπαλλακτικώς μικτό και μόνο στην πρώτη μορφή τέλεσής του τίθεται ως προϋπόθεση να υφίσταται ή να έχει προηγηθεί επέμβαση σε αρχείο χωρίς δικαίωμα.

Κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται (α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε «αρχείο», ως τέτοιο δε θεωρείται το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο πρέπει να ακολουθεί κάποια διάρθρωση και τα δεδομένα που περιλαμβάνει να είναι προσιτά με συγκεκριμένα κριτήρια, και τα οποία υπόκεινται ή μπορεί να υπόκεινται σε εν μέρει ή εν όλω αυτοματοποιημένη ή μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία και περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο, (β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και (γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ανοίξει ή να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως.

Εν προκειμένω, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για το εν λόγω αδίκημα, διαλαμβάνοντας στην αιτιολογία του τον τρόπο, με τον οποίο ο κατηγορούμενος επεξεργάσθηκε και δημιούργησε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του «αρχείο» ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, με τις παραδοχές ότι, κατά τη χρονική διάρκεια της ερωτικής του σχέσης με την εγκαλούσα, με τη συναίνεσή της, μαγνητοσκόπησε σε ψηφιακή μορφή τις ερωτικές επαφές τους και ακολούθως με δική του πρωτοβουλία μετέφερε τις βιντεοταινίες αυτές, στις οποίες διακρίνεται η εγκαλούσα σε ερωτικές στιγμές, χωρίς να διακρίνεται το πρόσωπο του κατηγορουμένου, σε ηλεκτρονικό υπολογιστή . Επιπλέον, διαλαμβάνεται το περιεχόμενο των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που αναγόταν στην ερωτική ζωή της εγκαλούσας, ότι το οπτικοακουστικό υλικό αυτό, με επεξεργασία αναρτήθηκε από τον κατηγορούμενο, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας, σε ιστοσελίδα του διαδικτύου, ότι με τον τρόπο αυτό κατέστησε γνωστά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της εγκαλούσας  σε απεριόριστο αριθμό ατόμων που είχαν πρόσβαση στην ιστοσελίδα αυτή του διαδικτύου, και οι οποίοι μπορούσαν να διακρίνουν το πρόσωπό της και να προσδιορίσουν την ταυτότητα της. Τέλος, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναφερόταν και στον δόλο του κατηγορουμένου, που πηγάζει από την θέλησή του για την πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε.

Σημειώνεται ότι η βιντεοσκόπηση και, στη συνέχεια , η αντιγραφή της βιντεοταινίας σε ψηφιακό δίσκο, η δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής πράξης της εγκαλούσας, η επεξεργασία της σε αρχείο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και η μετάδοση αυτής ανά πάσα στιγμή σε τρίτους δεν χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, και είναι τεχνικά απλή η επεξεργασία και η μετάδοση αυτού σε τρίτους, του ψηφιακού δίσκου, στο οποίο έχει αποθηκευτεί, γι’ αυτό και συνιστούν αυτά αρχείο με την έννοια του παραπάνω νόμου.

Απόσπασμα απόφασης Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως του, που παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό και αποτελούν ενιαίο σύνολο, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ. 4 β, α του ν. 2472/1997. Ειδικότερα διαλαμβάνει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 26 παρ. 1 εδ. α’ , 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1,79,98 ΠΚ , 22 παρ. 4β,α του ν. 2472/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφαση του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία: α) τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, β) ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος, επεξεργάσθηκε και δημιούργησε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του “αρχείο”, ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, με τις παραδοχές ότι, κατά τη χρονική διάρκεια της ερωτικής του σχέσης με την εγκαλούσα, (2008 έως 2013), με τη συναίνεσή της, μαγνητοσκόπησε σε ψηφιακή μορφή (video) τις ερωτικές επαφές τους, με βιντεοκάμερα που ο ίδιος διέθετε και ακολούθως με δική του πρωτοβουλία μετέφερε τις βιντεοταινίες αυτές (10) , στις οποίες διακρίνεται η εγκαλούσα σε ερωτικές στιγμές, χωρίς να διακρίνεται το πρόσωπο του κατηγορουμένου , σε ηλεκτρονικό υπολογιστή , γ) το περιεχόμενο των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που αναγόταν στην ερωτική ζωή της εγκαλούσας, δ) ότι το οπτικοακουστικό υλικό αυτό,(αρχείο),με επεξεργασία ανάρτησε, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας σε ιστοσελίδα του διαδικτύου που αναφέρεται στο σκεπτικό, ε) ότι με τον τρόπο αυτό κατέστησε γνωστά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της εγκαλούσας, που αφορούσαν την ερωτική της ζωή σε απεριόριστο αριθμό ατόμων που είχαν πρόσβαση στην ιστοσελίδα αυτή του διαδικτύου, και οι οποίοι μπορούσαν να διακρίνουν το πρόσωπο αυτής, (εγκαλούσας) και να προσδιορίσουν την ταυτότητα της, στ) τον δόλο του που πηγάζει από την θέληση του, για την πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε. Σημειώνεται ότι η βιντεοσκόπηση και στη συνέχεια , η αντιγραφή της βιντεοταινίας σε ψηφιακό δίσκο , η δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής πράξης της εγκαλούσας , η επεξεργασία της σε αρχείο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και η μετάδοση αυτής ανά πάσα στιγμή σε τρίτους δεν χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, και είναι τεχνικά απλή η επεξεργασία και η μετάδοση αυτού σε τρίτους, του ψηφιακού δίσκου, στο οποίο έχει αποθηκευτεί, γι’ αυτό και συνιστούν αυτά αρχείο με την έννοια του παραπάνω νόμου. (ΑΠ 612/2017 , 1372/2015).

Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ

https://www.lawspot.gr/nomika-nea/anartisi-eyaisthiton-prosopikon-dedomenon-se-istoselida-horis-ti-sygkatathesi-toy

To Top