Αριθμός 1831/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
[…]
6. Επειδή, το άρθρο 4 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 8) Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (7ου ΠΠ) της ΕΣΔΑ ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, εν όψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 2987/2017 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραπάνω διάταξης της ΕΣΔΑ ούτε, άλλωστε, της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εάν υποτεθεί ότι ο Χάρτης αυτός βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα) στην περίπτωση κατά την οποία η μία “ποινική” διαδικασία στρέφεται κατά νομικού προσώπου, ενώ η άλλη κατά του νόμιμου εκπρόσωπου αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου, έναντι του οποίου κινήθηκαν οι δύο διαδικασίες (βλ. ΕΔΔΑ 6.12.2007, 29829/05, Γιαννετάκη Ε.Π.Ε. και Γιαννετάκης κατά Ελλάδας, σκέψη 36, ΕΔΔΑ, 20.5.2014, 35232/11, Pirttimäki κατά Φινλανδίας, σκέψη 51 και ΔΕΕ 5.4.2017, C-217/15 & C-350/15, ECLI:EU:C:2017:264, Orsi & Baldetti, σκέψεις 17-27).
7. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, πριν από την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, Α΄ 240), όταν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει επί υπόθεσης επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. για έκδοση ή λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση (οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη), αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του [πρβλ. ΣτΕ 3076/2017, 434/2017 επταμ., 2403/2015, 1741/2015 Ολομ. κ.ά., ΣτΕ: 175/2018). Εξάλλου, το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να δείξει ότι η ποινική διαδικασία συνδέεται κατ’ ουσίαν προς την διοικητική διαδικασία και αντίστοιχη διοικητική δίκη (πρβλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 12.7.2013, 25424/09, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 94, 103 και 104, ΕΔΔΑ 18.10.2016, 21107/07, Alkasi v. Turkey, σκέψεις 25-28, καθώς και ΣτΕ Ολομ. 4662/2012, ΣτΕ 175/2018).
[…]
9. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την στοιχειοθέτηση της επίδικης παραβάσεως της λήψεως εικονικών στοιχείων εκ μέρους της αναιρεσείουσας, με αποτέλεσμα η πλημμέλεια της αιτιολογίας να καθιστά αυτήν αναιρετέα, όπως έχει κριθεί με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 336/1948, 842/1949, 576/1953, 1283/1956, 1304/1989, 2216/1990, 1361/1991, 1309-12/1997, 863-4/1999 και 1293/2012), ότι δεν έλαβε υπόψη προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και ότι παραβίασε ουσιώδη τύπο λόγω μη λήψης υπόψη ουσιώδους ισχυρισμού. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, οι λόγοι αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως, δεδομένου ότι με αυτούς δεν τίθεται νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, αλλά πλήσσεται, ευθέως, η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το δικαστήριο της ουσίας. Κατά συνέπεια, με το εισαγωγικό δικόγραφο δεν προβάλλεται κανένας παραδεκτός λόγος αναιρέσεως.
10. Επειδή, με το από 2.11.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ “καθότι δεν συνεκτιμήθηκε (έστω κι αν τούτο δεν ήταν δυνατό για αντικειμενικό λόγο) η υπ’ αριθμ. 261/21.5.2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας”, με την οποία κρίθηκε ότι “…οι ως άνω, αναφερόμενες στα παραπάνω τιμολόγια εργασίες έχουν πραγματοποιηθεί και, εντεύθεν, έχουν διενεργηθεί οι αντίστοιχες δαπάνες, επομένως, ο κατηγορούμενος, με την ως άνω ιδιότητά του, δεν προέκυψε ότι είχε δόλο εξαπατήσεως της αρμόδιας φορολογικής αρχής … επομένως, μη συντρέχοντος του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την παραπάνω αποδιδόμενη σ’ αυτόν, με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της αναφερόμενης ανώνυμης εταιρείας, πράξη της φοροδιαφυγής με την λήψη επιστροφής ΦΠΑ μετά από εξαπάτηση της φορολογικής αρχής (άρθρο 18 παρ. 1 περ. γ του ν. 2523/1997), που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο…”. Ο ανωτέρω λόγος, ανεξαρτήτως του εάν προβάλλεται παραδεκτώς, από την άποψη της διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (πρβλ. ΣτΕ 400/2020 παραπεμπτική στην επταμελή), πρέπει, πάντως, να απορριφθεί στο σύνολό του, διότι: α) δεν αποδίδει σφάλμα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την προαναφερόμενη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, την οποία, επομένως, δεν μπορούσε να συνεκτιμήσει το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ ή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, β) η αναιρεσείουσα δεν έχει ίδιο δικαίωμα και άμεσο έννομο συμφέρον να προβάλει παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας που προέκυψε υπέρ του φυσικού προσώπου, το οποίο απαλλάχθηκε, κατά τα προβαλλόμενα, με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας (πρβλ. ΣτΕ 2346/2018), και γ) σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 6, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο για παράβαση του ΚΒΣ (αναιρεσείουσα εταιρία) και του προσώπου κατά του οποίου, σύμφωνα με τα προβαλλόμενα, κινήθηκε η ποινική διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την ως άνω ποινική απόφαση (διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας).
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.