Απόρριψη αιτήματος αναδοχής και υιοθεσίας, γιατί ο ανάδοχος πατέρας καταδικάστηκε για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Μη παραβίαση δικαιώματος της οικογενειακής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Jessica Marchi κατά Ιταλίας της 27.05.2021 (αριθ. προσφ. 54978/17)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αναδοχή, υιοθεσία και βέλτιστο συμφέρον παιδιού.

Τα δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα της προσφεύγουσας για υιοθεσία του παιδιού που είχε φιλοξενήσει ως ανάδοχη οικογένεια για ένα χρόνο. Τα εγχώρια δικαστήρια  προκειμένου να διαφυλάξουν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού έκριναν την προσφεύγουσα ακατάλληλη για την υιοθεσία,  με την αιτιολογία ότι ο σύζυγος της είχε καταδικαστεί και φυλακιστεί για πορνογραφία και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, το παιδί θα μεγάλωνε χωρίς πατρική παρουσία και υπήρχε εγκληματική δράση στην οικογένεια της.

Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή και για παραβίαση της δίκαιης δίκης γιατί δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία της δικογραφίας.

Το Στρασβούργο επεσήμανε  ότι το δικαίωμα σεβασμού της απόφασης της προσφεύγουσας  να γίνει γονέας, μαζί με την αυτο-ανάπτυξη μέσω του γονικού ρόλου που επιθυμούσε να αναλάβει,  εμπίπτουν στο άρθρο 8.

Ωστόσο το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι μετά την έναρξη της ποινικής έρευνας εναντίον του συζύγου της, ο  τερματισμός της αναδοχής ήταν σύμφωνη με το νόμο και είχε επιδιώξει τον νόμιμο στόχο της προστασίας των συμφερόντων του παιδιού. Έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές επέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων που διακυβεύονται σε μια περίπλοκη περίπτωση. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8.

Ακολούθως το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου  που απέρριψε την αναδοχή και είχε πρόσβαση στη δικογραφία και σε όλα τα έγγραφα που είχαν προσκομιστεί από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Jessica Marchi, είναι υπήκοος της Ιταλίας η οποία γεννήθηκε το 1984 και ζει στο Trento. Στις 18 Απριλίου 2016, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Μιλάνου χαρακτήρισε το παιδί L. εγκαταλελειμμένο  και προς υιοθεσία.

Η διαδικασία προς υιοθεσία του L. έχει ξεκινήσει, και  στις 20 Ιουλίου 2016 το Περιφερειακό  Δικαστήριο του Μιλάνου διέταξε, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Νόμου αρ. 184 του 1983, ότι το παιδί, τότε 18 μηνών,  μπορούσε να δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια, βάσει τοποθέτησης με επιφύλαξη, από την προσφεύγουσα και τον σύζυγό της, οι οποίοι είχαν υποβάλει  αίτηση για άδεια υιοθεσίας τέκνου το 2014.

Στις 14 Απριλίου 2017 ο σύζυγος της προσφεύγουσας συνελήφθη για παιδική πορνογραφία και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Η προσφεύγουσα δήλωσε ότι ήθελε να ζήσει μακριά από τον σύζυγό της και να συνεχίσει να φροντίζει το παιδί. Στις 29 Μαΐου 2017 ζήτησε από το δικαστήριο να κρατήσει το παιδί μαζί της. Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Μιλάνου, διαπιστώνοντας ότι οι συνθήκες διαβίωσης  του παιδιού στο σπίτι της προσφεύγουσας πλέον δεν ικανοποιούνταν, διέταξε το Κέντρο Υιοθεσία του Trento να λάβει  μέτρα στήριξης με στόχο τη δημιουργία, τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για το παιδί, των βέλτιστων δυνατών προϋποθέσεων για την ένταξη του παιδιού σε μια νέα οικογένεια.

Στις 28 Ιουνίου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε Αίτηση στο περιφερειακό δικαστήριο του Μιλάνου για την υιοθεσία του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 25 (5) του Νόμου αρ. 184 του 1983.

Στις 21 Ιουλίου 2017, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Μιλάνου εξέδωσε δύο αποφάσεις. Στην πρώτη, απέρριψε την αίτηση υιοθεσίας. Συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι η διαδικασία για την κήρυξη της υιοθεσίας του παιδιού εκκρεμούσε ακόμα  και ότι η αναδοχή και τοποθέτηση του παιδιού στην προσφεύγουσα και στον σύζυγό της δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται ως τοποθέτηση πριν από την υιοθεσία. Στη δεύτερη απόφαση, το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας να κρατήσει το παιδί με το επιχείρημα ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού η απώλεια της πατρικής φιγούρας καθώς και το οικογενειακό περιβάλλον που προκύπτει από την εγκληματική έρευνα εναντίον του συζύγου της. Το δικαστήριο τερμάτισε έτσι την προσωρινή τοποθέτηση του παιδιού στην προσφεύγουσα και στο σύζυγό της και διέταξε τον κηδεμόνα του παιδιού και τις κοινωνικές υπηρεσίες να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τη φροντίδα του από εξειδικευμένο ίδρυμα. Το δικαστήριο διέταξε επίσης να κανονιστούν συναντήσεις με τη νέα ανάδοχη οικογένεια και, στη συνέχεια, την τοποθέτηση του παιδιού στο σπίτι της οικογένειας μαζί με την εφαρμογή μέτρων για την υποστήριξη της προσφεύγουσας αναφορικά με τον αποχωρισμό της από το παιδί.

Στις 26 Ιουλίου 2017 το παιδί τοποθετήθηκε σε μια νέα οικογένεια.

Στις 31 Ιουλίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε έφεση κατά της απόφασης.  Υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Τρέντο για υιοθεσία του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 44 του Νόμου αρ. 184 του 1983.

Την 1η Μαρτίου 2018, το Εφετείο του Μιλάνου επιβεβαίωσε ότι η αναδοχή απαιτούσε τελική απόφαση υιοθεσίας και ότι δεν είχε εκδοθεί τέτοια απόφαση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε επομένως, να υποβάλει αίτηση για υιοθεσία του παιδιού. Το Εφετείο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 184/1983, μόνο οικογένειες που είχαν αναθρέψει ένα παιδί στην περίοδο της προ υιοθεσίας   τοποθέτησης (afidamento preadottivo) και τους είχε απορριφθεί το αίτημα υιοθεσίας, είχαν δικαίωμα να προσφύγουν εναντίον των μέτρων που διατάχθηκαν από το δικαστήριο για το εν λόγω παιδί. Δήλωσε επίσης ότι μια ανάδοχη οικογένεια θα μπορούσε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης τερματισμού της εν λόγω αναδοχής μόνο εάν η διάρκεια της αναδοχής πριν από την υιοθεσία ήταν μεγαλύτερη από ένα έτος. Το Εφετείο εξήγησε ότι ο νόμος παραχωρούσε τη δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά απόφασης για τερματισμό αναδοχής μόνο στον εισαγγελέα και τον κηδεμόνα, καθώς η εν λόγω απόφαση στόχευε αποκλειστικά στην προστασία των συμφερόντων του παιδιού.

Η προσφεύγουσα ζήτησε από το Εφετείο να παραπέμψει το ζήτημα συνταγματικότητας στο Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά το αίτημά της απορρίφθηκε. Το Εφετείο επισήμανε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο του Τρέντο είχε διαπιστώσει ότι, λόγω του οικογενειακού πλαισίου, δεν ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να παραμείνει μαζί με την οικογένεια της. Κατόπιν αιτήσεως για την προκαταρκτική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για φερόμενη παραβίαση των κανόνων σχετικά με την πρόσβαση στη διαδικασία υιοθεσίας από την προσφεύγουσα,  το Εφετείο επισήμανε, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα δεν ενδιαφερόταν για τη διαδικασία και, δεύτερον, ότι τα έγγραφα του φακέλου, στα οποία η προσφεύγουσα είχε ζητήσει ανεπιτυχώς πρόσβαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Μιλάνου, είχαν συμπεριληφθεί στον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του εφετείου, και επομένως, η προσφεύγουσα μπόρεσε να έχει πρόσβαση σε όλα αυτά. Η προσφεύγουσα γνώριζε ήδη τα προσωπικά δεδομένα που την αφορούν και τα οποία είχαν συλλέξει οι δημοτικές αρχές κατά την περίοδο κατά την οποία το παιδί είχε τοποθετηθεί στο σπίτι της. Είχε την ευκαιρία να συμβουλευτεί τα έγγραφα που σχετίζονται με την τρέχουσα κατάσταση του παιδιού, καθώς και αυτά που αφορούν την ένταξη του παιδιού στη νέα ανάδοχη οικογένεια.

Βασιζόμενη στα άρθρα 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την απομάκρυνση του παιδιού το οποίο είχε φιλοξενήσει προσωρινά για ένα έτος στο πλαίσιο αναδοχής πριν από την υιοθεσία «με επιφύλαξη». Υποστήριξε επίσης ότι αδυνατούσε να αμφισβητήσει την απόφαση του δικαστηρίου και ότι δεν της δόθηκε πρόσβαση στα έγγραφα του αρχείου που αφορά το παιδί ή σε έγγραφα που περιέχουν τα προσωπικά της δεδομένα. Βασιζόμενη στο άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 8, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο για την υποβολή των καταγγελιών της βάσει του άρθρου 8.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια της «ιδιωτικής ζωής» κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης ήταν ευρεία, η οποία δεν μπορούσε να οριστεί διεξοδικά. Στην παρούσα υπόθεση, σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε αναπτύξει ένα γνήσιο γονικό σχέδιο για τους σκοπούς της προσφυγής και της είχε δοθεί η άδεια υιοθεσίας του παιδιού. Στη συνέχεια φιλοξένησε το εν λόγω παιδί με βάση την αναδοχή με επιφύλαξη. Δεδομένου ότι το δικαίωμα σεβασμού της απόφασης της προσφεύγουσας  να γίνει γονέας, μαζί με την αυτο-ανάπτυξη μέσω του γονικού ρόλου που επιθυμούσε να αναλάβει, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ιδιωτικής ζωής της προσφεύγουσας.

Όσον αφορά την απόφαση των αρχών να τερματίσουν την τοποθέτηση του παιδιού και την απόφαση συμμετοχής της προσφεύγουσας στη διαδικασία, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η τοποθέτηση/αναδοχή  με επιφύλαξη ήταν προσωρινό μέτρο στο πλαίσιο της απομάκρυνσης από τη θεσμοθετημένη παιδική μέριμνα και τις κοινοτικές υπηρεσίες.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα φιλοξένησε το παιδί σε προσωρινή βάση, ενώ το παιδί δεν είχε ακόμη χαρακτηριστεί προς υιοθεσία με οριστική απόφαση. Μετά την έναρξη ποινικής έρευνας εναντίον του συζύγου της προσφεύγουσας, τα δικαστήρια έκριναν ότι η διαμονή του με την  προσφεύγουσα  δεν ήταν πλέον προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και έτσι τερμάτισε την αναδοχή. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο τερματισμός της αναδοχής ήταν σύμφωνη με το νόμο και είχε επιδιώξει τον νόμιμο στόχο της προστασίας των συμφερόντων του παιδιού.

Όσον αφορά την αναλογικότητα της παρέμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν διαπιστώσει ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να συνεχίσει να διαμένει  με την οικογένεια της προσφεύγουσας.

Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε σχετικούς και επαρκείς λόγους. Η ανάγκη προστασίας του παιδιού μέσω της τοποθέτησής του σε μια νέα οικογένεια, όπου επιπλέον θα ήταν παρόντες δύο γονείς, ήταν αυτονόητη.

Οι δικαστές που είχαν εκδώσει τις διαδοχικές αποφάσεις το έκαναν αφού είχαν προσεκτικά εξετάσει την κατάσταση της οικογένειας της προσφεύγουσας και του παιδιού. Ήταν αντικειμενικά προφανές ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας είχε αλλάξει από την αρχή της προσωρινής τοποθέτησης μαζί της.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι οι αρχές αντιμετώπισαν το δύσκολο και ευαίσθητο έργο της επίτευξης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων που διακυβεύονται σε μια περίπλοκη περίπτωση. Οι δικαστικές αρχές είχαν καθοδηγηθεί από το  βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, συμπεριλαμβανομένης της ιδιαίτερης ανάγκης ασφάλειας εντός της ανάδοχης οικογένειας. Η προσφεύγουσα μπόρεσε να συμμετάσχει στη διαδικασία. Της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει αίτηση στο εγχώριο δικαστήριο για να κρατήσει το παιδί στο σπίτι της και ήταν σε θέση να εκφράσει ενώπιον του δικαστηρίου  την προθυμία της να συνεργαστεί για να διευκολύνει την ένταξη του παιδιού στη νέα οικογένεια. Η προσφεύγουσα είχε επίσης ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου και είχε ζητήσει να τοποθετηθεί ξανά το παιδί στο σπίτι της ως ανάδοχο παιδί εν αναμονή της υιοθεσίας. Επομένως, δεν είχε στερηθεί της επαρκούς συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τον τερματισμό της ανάδοχης τοποθέτησης ή την άρνηση της απαραίτητης προστασίας των συμφερόντων της.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της Σύμβασης και ότι ως εκ τούτου δεν υπήρξε παραβίαση της διάταξης.

Όσον αφορά την άρνηση πρόσβασης στα έγγραφα που αφορούν την προσφεύγουσα που περιλαμβάνονται στο φάκελο υιοθεσίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην παρούσα υπόθεση, όπως είχαν αναγνωρίσει τα εθνικά δικαστήρια, η προσφεύγουσα  είχε ήδη τη δυνατότητα να συμβουλευτεί όλα τα έγγραφα που είχαν αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έφεσης, καθώς και τα έγγραφα που είχαν υποβληθεί προς επεξεργασία από τις δημοτικές αρχές, τα έγγραφα που αφορούν την κατάσταση του παιδιού και τα έγγραφα που σχετίζονται με την ένταξη του παιδιού στη νέα οικογένεια από τον Αύγουστο του 2018. Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που την αφορούσαν. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνεται από τη Σύμβαση.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης.

Άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 8

Έχοντας υπόψη το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξεταστεί χωριστά η καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 13 (επιμέλεια echrcaselaw.com).

To Top