ΑΠΟΦΑΣΗ
Zohlandt κατά Ολλανδίας της 09.02.2021 (αρ. προσφ. 69491/16)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων κρατήθηκε προσωρινά για χρονικό διάστημα περίπου 3,5 μηνών μετά την σύλληψη του και την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για παράνομη επίθεση, επικίνδυνη σωματική βλάβη και οπλοκατοχή. Οι προσφυγές του για αποφυλάκιση απορρίφθηκαν, ωστόσο τα εγχώρια δικαστήρια δεν αιτιολόγησαν επαρκώς τους λόγους που επέβαλαν την προσωρινή κράτηση.
Το Στρασβούργο επανέλαβε την νομολογία του για την προσωρινή κράτηση ότι πρέπει να υπάρχουν διαδικαστικές εγγυήσεις όσον αφορά τη διάρκεια της, και να αιτιολογείται. Για την επιβολή της προσωρινής κράτησης η εύλογη υπόνοια αποτελεί προϋπόθεση απαραίτητη για την εγκυρότητά της, αλλά μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα – δηλαδή από την πρώτη δικαστική απόφαση που διατάζει την προσωρινή κράτηση – δεν αρκεί πλέον. Για τη συνέχιση της προσωρινής κράτησης το Δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει εάν υφίστανται άλλοι λόγοι που παρατίθενται από τις δικαστικές αρχές που να δικαιολογούν την στέρηση της ελευθερίας και εάν οι λόγοι αυτοί είναι «σχετικοί» και «επαρκείς». Σε κάθε περίπτωση κατά το ΕΔΔΑ πρέπει να υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση για οποιαδήποτε περίοδο κράτησης, ανεξάρτητα από το πόσο σύντομη είναι.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι δικαστικές αποφάσεις που επέβαλαν την προσωρινή κράτηση στον προσφεύγοντα δεν αιτιολόγησαν επαρκώς τους λόγους που αποφάσισαν την στέρηση της ελευθερίας του. Η αόριστη αναφορά ότι «σοβαροί λόγοι μπορούν να προκύψουν από την δικογραφία για να επιβληθεί η προσωρινή κράτηση» δεν καλύπτει τις εγγυήσεις που απαιτεί η ΕΣΔΑ, ούτε η αναφορά στα πρακτικά της δίκης στα οποία καταγράφηκε η σύσκεψη του δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 5§3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Ferdinand Gerardus Zohlandt, είναι ολλανδός υπήκοος που γεννήθηκε το 1961 και ζει στο Uden (Κάτω Χώρες).
Η υπόθεση αφορούσε την ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος σε σχέση με μια σειρά βίαιων εγκλημάτων.
Αφού ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος για απόπειρα ανθρωποκτονίας, επικίνδυνη σωματικής βλάβης και φθορά ξένης ιδιοκτησίας, συνελήφθη και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση για τις κατηγορίες για απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, παράνομη κατοχή πυροβόλου όπλου, πυρομαχικών και 4 μεταλλικών μαχαιριών.
Στις 16 Ιουνίου 2016, τέθηκε σε προσωρινή κράτηση για 14 ημέρες με εντολή ανακριτή του περιφερειακού δικαστηρίου Oost-Brabant. Σε δύο ξεχωριστές αποφάσεις που ελήφθησαν στις 29 Ιουνίου 2016, το Περιφερειακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του για αναστολή της προσωρινής κράτησης και αποφάσισε να την παρατείνει για 90 ημέρες. Στις 29 Ιουλίου 2016, ο προσφεύγων άσκησε νέα αίτηση για άρση της προσωρινής κράτησης, η οποία απορρίφθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο στις 3 Αυγούστου 2016.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος στις 18 Αυγούστου 2016 και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, η δίκη ξεκίνησε στο περιφερειακό δικαστήριο. Η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος άρθηκε με διάταξη και η διαδικασία αναβλήθηκε.
Σε απόφαση της 3ης Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων καταδικάστηκε για απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ένοπλη επίθεση και για αρκετά αδικήματα βάσει του νόμου περί όπλων και πυρομαχικών σε φυλάκιση 10 μηνών αφαιρουμένου του χρόνου που είχε εκτίσει κατά την διάρκεια της προσωρινής κράτησης.
Βασιζόμενος στο άρθρο 5 §§ 1 και 3 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η προσωρινή του κράτηση δεν είχε επαρκή αιτιολόγηση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΡΟΥΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ειδικότερα ότι, ενώ η παράγραφος 1γ του άρθρου 5 εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η προσωρινή κράτηση μπορεί να επιτραπεί και η παρ. 3, η οποία αποτελεί ενιαίο σύνολο με την προηγούμενη διάταξη, θεσπίζει ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένου του κανόνα ότι η κράτηση εν αναμονή της δίκης δεν πρέπει να υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, ρυθμίζοντας έτσι τη διάρκεια της.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 5§3 της ΕΣΔΑ, η εύλογη υπόνοια αποτελεί προϋπόθεση απαραίτητη για την εγκυρότητα της προσωρινής κράτησης, αλλά μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα – δηλαδή από την πρώτη δικαστική απόφαση που διατάζει την προσωρινή κράτηση – δεν αρκεί πλέον. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει: (α) εάν άλλοι λόγοι που παρατίθενται από τις δικαστικές αρχές εξακολουθούν να δικαιολογούν την στέρηση της ελευθερίας και (β) εάν οι λόγοι αυτοί είναι «σχετικοί» και «επαρκείς» και εάν οι εθνικές αρχές επέδειξαν «ειδική επιμέλεια» κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Πρέπει δε επίσης να υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση για οποιαδήποτε περίοδο κράτησης, ανεξάρτητα από το πόσο σύντομη είναι, κάτι που πρέπει να αποδεικνύεται πειστικά από τις αρχές. Η αιτιολογία που θεωρήθηκε ότι περιέχει «σχετικούς» και «επαρκείς» λόγους – εκτός από την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας – στη νομολογία του Δικαστηρίου, περιλαμβάνει λόγους όπως ο κίνδυνος διαφυγής, ο κίνδυνος πίεσης που αρχίζει να ασκείται στους μάρτυρες ή λήψης αποδεικτικών στοιχείων, ο κίνδυνος συμπαιγνίας, ο κίνδυνος διάπραξης νέου αδικήματος, ο κίνδυνος πρόκλησης δημόσιας αναταραχής και η ανάγκη προστασίας του κρατουμένου. Μέχρι την καταδίκη, ένας κατηγορούμενος πρέπει να τεκμαίρεται αθώος και ο σκοπός της υπό εξέταση διάταξης είναι ουσιαστικά να διεκδικήσει την αποφυλάκιση του όταν η συνεχιζόμενη κράτησή του παύει να είναι εύλογη.
Εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές δικαστικές αρχές να διασφαλίσουν ότι, σε μια δεδομένη περίπτωση, η προσωρινή κράτηση ενός κατηγορουμένου δεν υπερβαίνει ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, πρέπει, με σεβασμό στην αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, να εξετάζουν όλα τα γεγονότα που συνηγορούν υπέρ ή κατά της ύπαρξης της προαναφερόμενης απαίτησης δημοσίου συμφέροντος ή δικαιολογούν την απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 5 και πρέπει να τα εκθέτουν στις αποφάσεις τους σχετικά με τις αιτήσεις για αποφυλάκιση. Όπου ενδέχεται να υπήρχαν περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογούν την κράτηση ενός ατόμου αλλά δεν αναφέρονται στις εγχώριες αποφάσεις, δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να τις καθορίσει και να αντικαταστήσει τις εθνικές αρχές που αποφάσισαν την κράτηση του κατηγορούμενου.
Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι διέπραξε αδίκημα και δεν είχε λόγο να αποφανθεί διαφορετικά.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντα βασίστηκε αρχικά στον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων. Στην απόφασή του της 03.08.2016, το Περιφερειακό Δικαστήριο, όταν απέρριψε την αρχική αίτηση αποφυλάκισης, περιορίστηκε να αναφερθεί στους λόγους που οδήγησαν στην έκδοση της αρχικής απόφασης για προσωρινή κράτηση και, κατόπιν έφεσης, στην απόφασή του της 18.08.2016, το Εφετείο έκρινε ότι «είναι της γνώμης ότι σοβαρές αντιρρήσεις και λόγοι, όπως διαπίστωσε το Περιφερειακό Δικαστήριο, μπορούν πράγματι να προκύψουν από τη δικογραφία, η οποία δικαιολογεί πλήρως τη συνέχιση της προσωρινής κράτησης».
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αποφάσεις αυτές δεν πληρούσαν τα προαναφερθέντα κριτήρια. Συγκεκριμένα, δεν αιτιολόγησαν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που αμφισβητούσε τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων που προέβαλε στο πλαίσιο της αίτησής του της 26ης Ιουλίου 2016 για αποφυλάκιση.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να δεχτεί τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η σύσκεψη του εγχώριου Δικαστηρίου που αποτυπώθηκε στα επίσημα πρακτικά της δίκης , αντιστάθμισε την έλλειψη λεπτομερειών στις γραπτές αποφάσεις. Πράγματι, η συζήτηση κατά την ακροαματική διαδικασία αντικατόπτριζε τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι, αλλά δεν ανέφερε ποιοι ήταν οι λόγοι που δικαιολογούσαν την προσωρινή κράτηση κατά την κρίση της δικαστικής αρχής που είναι αρμόδια για να διατάξει ή να παρατείνει την στέρηση της ελευθερίας. Μόνο μια αιτιολογημένη απόφαση αυτών των αρχών μπορούσε να αποδείξει αποτελεσματικά στους διαδίκους ότι έχουν ακουστεί και να καταστήσει δυνατή την προσφυγή και τον δημόσιο έλεγχο της απονομής δικαιοσύνης – δεδομένου ότι οι αποφάσεις σχετικά με την προσωρινή κράτηση πρέπει να αιτιολογούνται επαρκώς.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, επειδή δεν εξέτασε τα συγκεκριμένα γεγονότα και τις ατομικές περιστάσεις, το Εφετείο επέκτεινε την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος για λόγους που, αν και «σχετικοί», δεν μπορούν να θεωρηθούν «επαρκείς» για να δικαιολογήσουν τη συνεχιζόμενη στέρηση της ελευθερίας του. Το συμπέρασμα αυτό απαλλάσσει το Δικαστήριο από το να εξακριβώσει εάν οι αρμόδιες εθνικές αρχές επέδειξαν «ειδική επιμέλεια» κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση: ο προσφεύγων δεν είχε εγείρει σχετική αξίωση και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν επιδίκασε (επιμέλεια echrcaselaw.com).