ΑΠΟΦΑΣΗ
Gilligan κατά Ιρλανδίας της 18.03.2021 (αριθ. προσφ. 55276/17)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σειρά διαδικασιών σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σχετικά με κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων των προσφευγόντων βάσει του ποινικού νόμου περί εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η συνολική διάρκεια των πολλαπλών διαδικασιών στις οποίες είχαν εμπλακεί ήταν υπερβολική.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι καθυστερήσεις οφείλονταν κυρίως στις λανθασμένες νομικές τακτικές τους, οι οποίες σχεδιάστηκαν για να ματαιώσουν και να καθυστερήσουν τις διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, παρά για να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα. Πράγματι, οι προσφεύγοντες, μέσω των ενοχλητικών και προσβλητικών τακτικών καθυστέρησης, ήταν υπεύθυνοι για τη συνολική διάρκεια των διαδικασιών, και μάλιστα τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν κατάχρηση των διαδικασιών, με τους προσφεύγοντες να ασκούν να ασκούν εκ νέου αιτήσεις και ένδικα μέσα σχετικά το ίδιο ζήτημα ξανά και ξανά.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος του άρθρου (6 παρ.1 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, John Gilligan, Geraldine Gilligan, Treacy Gilligan και Darren Gilligan, είναι Ιρλανδοί υπήκοοι, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1952, 1956, 1974 και 1975 αντίστοιχα. Είναι οικογένεια.
Στις 21 Νοεμβρίου 1996, το Γραφείο Ποινικών Περιουσιακών Στοιχείων κίνησε διαδικασία κατάσχεσης με σκοπό να κατασχεθούν τα περιουσιακά στοιχεία των προσφευγόντων. Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο προσωρινά μέτρα, σύμφωνα με το Νόμο περί εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες του 1996. Αρκετές μεταγενέστερες αποφάσεις ακολούθησαν, καταλήγοντας σε προσωρινή κατάσχεση (πάγωμα περιουσιακών στοιχείων) στις 16 Ιουλίου 1997, καθώς το Ανώτερο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι τα ακίνητα είχαν αγοραστεί με κέρδη από την πώληση παράνομων ναρκωτικών ουσιών. Ακολούθησαν πολύπλοκες και πολύπλευρες διαδικασίες που κινήθηκαν από τους προσφεύγοντες.
Όταν ξεκίνησε διαδικασία, ο John Gilligan, βρίσκονταν στη φυλακή στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ είχε συλληφθεί κατά τη μεταφορά 300.000 λιρών μέσω του αεροδρομίου Heathrow. Αργότερα απελάθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ιρλανδία, όπου καταδικάστηκε για αδικήματα ναρκωτικών και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών. Αυτός αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2013.
Το 1997 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση για νομική συνδρομή. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι παρά την ονομασία της ως «προδικαστική» απόφαση, η οποία προβλέπονταν στη νομοθεσία για το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων, δεν ήταν ένα προσωρινό μέτρο, αλλά είχε πλήρη ισχύ για επτά χρόνια, στο τέλος των οποίων οι αρχές θα μπορούσαν να επιδιώξουν να μεταβιβαστεί το εν λόγω ακίνητο στο κράτος. Αργότερα (2005), το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η απόφαση κατάσχεσης της 16ης Ιουλίου 1997 ήταν πράγματι οριστική.
Ο John Gilligan αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα του Νόμου περί εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου το 1997 και του Ανώτατου Δικαστηρίου το 2001, χωρίς αποτέλεσμα.
Οι προσφεύγοντες ζήτησαν με διάφορα μέσα να ακυρωθεί η απόφαση κατάσχεσης ή η διαδικασία εναντίον τους. Η αμφισβήτηση της απόφασης για διαδικαστικούς λόγους απορρίφθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο (2006) και από το Ανώτατο (2008). Το τελευταίο δικαστήριο τόνισε ότι η νομοθεσία προσέφερε αρκετές δυνατότητες για να αμφισβητήσει σωστά μια απόφαση κατάσχεσης, και έκρινε ως «σαφώς ψευδή» τη δικαιολογία ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν καταλάβει το οριστικό της απόφασης μέχρι την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 2006.
Τον Δεκέμβριο του 2004 οι αρχές υπέβαλαν αίτηση για διάθεση των περιουσιακών στοιχείων τους, η οποία τελικά χορηγήθηκε το 2011 μετά από διάφορες νομικές ενστάσεις από τους προσφεύγοντες και επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2017.
Σε διάφορες ημερομηνίες το 2009, οι προσφεύγοντες κίνησαν διαδικασία βάσει του νόμου περί εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η ένστασή του για τη κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων εξετάστηκε λεπτομερώς, συμπεριλαμβανομένων των ακροάσεων το 2010. Στις εν λόγω διαδικασίες το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε το 2011, ιδίως, ότι οι προσφεύγοντες δεν κατάφεραν αποδείξουν ότι τα εν λόγω ακίνητα δεν είχαν αποκτηθεί από έσοδα εγκληματικής δραστηριότητας ή ότι η απόφαση ήταν άδικη. Περιέγραψε τα στοιχεία που παρουσίασε ο John Gilligan σχετικά με τη πηγή των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτηση των ακινήτων (στοιχήματα σε άλογα, ανταλλαγή συναλλάγματος και δανεισμός) ως «αναληθή», «απίστευτα», «χωρίς θεμέλια» και «παράλογα».
Σε χωριστή απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε μια σειρά επιχειρημάτων που βασίζονταν στην ΕΣΔΑ, τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγοντες, συμπεριλαμβανομένου ότι η διαδικασία εναντίον τους είχε υπερβολική διάρκεια. Σε αυτό το επιχείρημα το δικαστήριο απάντησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να κινήσουν διαδικασίες σύμφωνα με τον Νόμο περί εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ανά πάσα στιγμή από την έκδοση της απόφασης κατάσχεσης. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες είχαν εγείρει αξιώσεις μόνο το 2009, επομένως τα δικαστήρια δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με το θέμα πριν από την εν λόγω ημερομηνία, και, καθώς είχαν καθυστερήσει τη σχετική αίτηση, δεν μπορούσαν να βασιστούν στην εν λόγω καθυστέρηση.
Σε τρίτη απόφαση το 2011, το Ανώτερο Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση των αρχών για τη διάθεση της περιουσίας των προσφευγόντων στο κράτος, παρέχοντας προσωρινή διαμονή σε δύο από τους προσφεύγοντες που διέμεναν στα εν λόγω ακίνητα.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά των τριών αποφάσεων του Ανώτερου Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το ζήτημα. Μετά από διαδικαστικές αντιπαραθέσεις και αναβολές, η ακρόαση πραγματοποιήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον Ιούνιο του 2016, το οποίο τελικά απέρριψε τις εφέσεις τους την 1η Φεβρουαρίου 2017. Ως απάντηση στη καταγγελία των προσφευγόντων σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο σχολίασε ότι δεν είχαν εκμεταλλευτεί το δικαίωμά τους να αμφισβητήσουν την κατάσχεση, το οποίο θα έπρεπε να είχαν πράξει άμεσα. Περαιτέρω συνταγματικές ενέργειες οι οποίες κινήθηκαν στο μεταξύ απορρίφθηκαν ως προσβλητικές και καταχρηστικές. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν από τις αρχές τον Ιούνιο του 2017.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα δικαιώματα, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η συνολική διάρκεια των πολλαπλών διαδικασιών στις οποίες είχαν εμπλακεί ήταν υπερβολική.
Οι κύριες καταγγελίες των προσφευγόντων αφορούσαν την ορθότητα των διαδικασιών (άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης) και τη στέρηση της περιουσίας τους (Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης), αλλά αυτές είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτες σε απόφαση μονομελούς σύνθεσης του ΕΔΔΑ το 2018.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εν λόγω διαδικασία αποτελούνταν από διαδοχικά στάδια με πολλαπλά διαδικαστικά – και συχνά επαναλαμβανόμενα – βήματα. Όπως υποδεικνύεται από τη Κυβέρνηση, υπήρξαν 7 χωριστές διαδικασίες, αναφορικά με 88 ξεχωριστές αιτήσεις, επί των οποίων εκδόθηκαν 14 ξεχωριστές αιτιολογημένες αποφάσεις και 29 εφέσεις. Επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες ήταν μεταξύ των πρώτων ατόμων που αποτελούσαν στόχο βάσει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, η οποία θα αποτελούσε πρόκληση για τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης διευκρινίσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ότι οι στόχοι των προσφευγόντων θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί μέσω απλούστερου τρόπου. Αντ’ αυτού, οι προσφεύγοντες είχαν σπαταλήσει χρόνο με λανθασμένες διαδικαστικές τακτικές.
Η μακροχρόνια διαδικασία, μέχρι να αποζημιωθούν σύμφωνα με το Νόμο περί εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δηλαδή 12 χρόνια μετά την αρχική δράση του Γραφείου Ποινικών Περιουσιακών Στοιχείων, οφείλονταν σε αυτούς.
Όταν επιτέλους επιδίωξαν να εξηγήσουν την πηγή των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτηση των ακινήτων, αυτά τα στοιχεία είχαν απορριφθεί με έμφαση από τα εγχώρια δικαστήρια, τα οποία είχαν θεωρήσει ότι οι ισχυρισμοί του πρώτου προσφεύγοντος ήταν αναληθείς. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες ήταν υπεύθυνοι για αρκετές καθυστερήσεις κατά την εξέταση της έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά των αποφάσεων του Ανώτερου Δικαστηρίου του 2011.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αρχές αντιμετώπισαν το ζήτημα επιμελώς και χωρίς μείζονες καθυστερήσεις συνολικά. Όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επισήμανε ορισμένες καθυστερήσεις, αλλά δήλωσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της γενικής προσέγγισης των προσφευγόντων, οι εν λόγω καθυστερήσεις δεν συνέβαλαν στη συνολική διάρκεια των διαδικασιών. Δεν υπήρχε καταγραφή περιπτώσεων σχετικά με τη κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων για τα οποία να υπάρχει υπόνοια ότι είναι προϊόν εγκλήματος και να μην υπάρχει καμία συστημική καθυστέρηση σχετικά.
Δεδομένου ότι είχε επιτραπεί στους προσφεύγοντες να ζουν στα ακίνητα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια των διαδικασιών δεν τους επηρέασε αδικαιολόγητα. Ωστόσο, το Δικαστήριο τόνισε ότι αυτό που διακυβεύονταν σε αυτήν την περίπτωση δεν θα μπορούσε να εξεταστεί ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο η διαδικασία από τις αρχές είχε κινηθεί αρχικά, δηλαδή: το να παγώσουν και στη συνέχεια να κατασχέσουν οριστικά τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από έσοδα από σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες, μέσω των ενοχλητικών και προσβλητικών τακτικών καθυστέρησης, ήταν υπεύθυνοι για τη συνολική διάρκεια των διαδικασιών, και μάλιστα τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν κατάχρηση των διαδικασιών, με τους προσφεύγοντες να ασκούν εκ νέου αιτήσεις και ένδικα μέσα σχετικά το ίδιο ζήτημα ξανά και ξανά.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων τους βάσει αυτού του άρθρου.
Άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι η επιτάχυνση της διαδικασίας προς την ολοκλήρωση της διαδικασίας είχε ελάχιστο ενδιαφέρον για τους προσφεύγοντες. Πράγματι, η συμπεριφορά τους υπονοούσε έντονα αντίθετη πρόθεση. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί το ζήτημα του αποτελεσματικού εσωτερικού ένδικου μέσου στην παρούσα υπόθεση.