ΑΡΙΘΜΟΣ 988/2020

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

– Έκθεση. 

 – Στη διάταξη του άρθρου 306 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, με την οποία προβλέπεται το έγκλημα της έκθεσης, που και υπό τον ισχύοντα από 1-7- 2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019) και κατά την αιτιολογική έκθεση αυτού διατηρείται ως έγκλημα διακινδύνευσης με μόνη διαφορά τον εξορθολογισμό των ποινών, ορίζεται :”όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή πρόσωπο που ο ίδιος τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.” Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης, το οποίο είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, τελείται με δύο τρόπους και ειδικότερα, είτε με την έκθεση άλλου, έτσι ώστε να καταστεί αβοήθητος (έκθεση υπό στενή έννοια), είτε με την άφεση αβοήθητου του προσώπου που βρίσκεται υπό την προστασία του δράστη. Η έννοια των φράσεων του νόμου “καθιστά αβοήθητο” και “αφήνει αβοήθητο” είναι ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις δημιουργείται κατάσταση “ενδεχόμενου” κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος ή επίτασης του επισυμβάντος κινδύνου. Ειδικότερα, ο πρώτος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της έκθεσης (υπό στενή έννοια), υπάρχει όταν με μια θετική ενέργεια (ή παράλειψη) του δράστη, το θύμα μεταφέρεται από μία σχετικώς ασφαλή θέση σε μία άλλη ανασφαλή και έτσι εκτίθεται σε κίνδυνο η ζωή ή υγεία του. Η αβοήθητη θέση στην οποία περιάγεται το θύμα, πρέπει να είναι τέτοια, που να μην μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του και να μην αναμένεται με ασφάλεια ή έστω μεγάλη πιθανότητα βοήθεια απ’ έξω για την αποτροπή του κινδύνου, ή, με άλλα λόγια, συνίσταται στη δημιουργία όρων με τους οποίους αρχίζει μια αυτοδύναμη διαδικασία που θα οδηγήσει σε βλάβη του έννομου αγαθού της ζωής, αν δεν ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο. Επομένως, είναι αδιάφορο εάν το θύμα τελικά διασωθεί με την παρέμβαση τρίτων ή από τύχη, αφού στα εγκλήματα ειδικής διακινδύνευσης, στα οποία εντάσσεται και η έκθεση, η συμπεριφορά του δράστη εξαντλείται στην πρόκληση του κινδύνου και δεν συνδέεται με την επέλευση της βλάβης. Επομένως, είναι αδιάφορο εάν αναμένεται με βεβαιότητα ή με υψηλή πιθανότητα η παροχή βοήθειας από τρίτο. Το έγκλημα της έκθεσης, ως έγκλημα ενέργειας, μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη (άρθρο 15 του ΠΚ) που είναι ο δεύτερος τρόπος πραγμάτωσης του εγκλήματος (έκθεση υπό ευρεία έννοια), που είναι η “άφεση του θύματος αβοηθήτου” και ως έγκλημα γνήσιο παράλειψης, διαρκές και ουσιαστικό (αφού το αποτέλεσμα είναι η διακινδύνευση αυτού), συντελείται, όταν ο δράστης αφήνει αβοήθητο πρόσωπο, δηλαδή, δεν παύει ή δεν εξουδετερώνει τον κίνδυνο που ήδη απειλεί τη ζωή ή την υγεία του προσώπου, που έχει υπό την προστασία του ή έχει την υποχρέωση διατροφής ή περίθαλψης ή μεταφοράς του. Η υποχρέωση αυτή δύναται να πηγάζει, είτε από ρητή διάταξη νόμου ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. Προϋποτίθεται, ότι συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του αποτελέσματος, η οποία θεωρείται υπάρχουσα, όταν γίνει αποδεκτό ότι, αν γινόταν ή επιβεβλημένη ενέργεια, που δεν έγινε, με πιθανότητα η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, δεν θα επερχόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα. Σε αντίθεση με την έκθεση υπό στενή έννοια, εδώ το θύμα βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κινδύνου, χωρίς και πάλι να είναι πιθανή από αλλού η βοήθειά του. Για την πραγμάτωση του δεύτερου αυτού τρόπου τέλεσης του εγκλήματος της έκθεσης δεν είναι απαραίτητο να εγκαταλειφθεί, με την έννοια του τοπικού χωρισμού, το θύμα αβοήθητο, αλλά αρκεί να αφεθεί τούτο αβοήθητο. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης απαιτείται να έχει ο δράστης δόλο, έστω και ενδεχόμενο, να προβλέπει, δηλαδή, ως ενδεχόμενο και να αποδέχεται τον κίνδυνο ή και την επίταση του ήδη υπάρχοντος κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του θύματος και όχι το θάνατο ή τη σωματική του βλάβη, γιατί, αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε δεν υπάρχει το έγκλημα της έκθεσης, αλλά το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 εδ, β του ΠΚ, ενδεχόμενος δόλος συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από τη συμπεριφορά του ενδέχεται να παραχθεί συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η συνδρομή, όμως, του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αναδέχθηκε την παράλειψή του, δίχως να λάβει υπόψη του μία τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι, η έννοια του δόλου, είτε άμεσου, είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και αμφότερα τα συγκεκριμένα αυτά στοιχεία είναι ισότιμα και στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν πράξεις ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση, ότι ο υπαίτιος, κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή της παράλειψής του, δεν απώθησε από την συνείδησή του την παράσταση του προβλεφθέντος, ως δυνατόν να επέλθει εγκληματικού αποτελέσματος και συνεπώς το επιδοκίμασε (ΑΠ 1759/2019, ΑΠ 649/2017).

https://www.inlaw.gr/content.aspx?id=2848

To Top