Μπορεί ένα κράτος να στραφεί κατά της Κίνας για το ρόλο της στην πανδημία COVID-19;
Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο blog του jurist.org, ο Dr. Abbas Poorhashemi, Πρόεδρος και Επιστημονικός Διευθυντής του Καναδικού Ινστιτούτου που ειδικεύεται στο Διεθνές Δίκαιο (CIFILE), εξετάζει το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ζήτημα κατά πόσον μπορούν να στραφούν διάφορα Κράτη εις βάρος της Κίνας, ενώπιον είτε εθνικών είτε διεθνών δικαστηρίων, για τον ρόλο της χώρας στη διασπορά της πανδημίας COVID-19.
Κατά τον Dr. Abbas Poorhashemi, κατόπιν της απώλειας χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και υπό το βάρος της τεράστιας οικονομικής ζημίας εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, ορισμένα Κράτη έχουν κατά καιρούς αναφέρει ότι προτίθενται να εναγάγουν την Κίνα.
Υφίσταται κάποια νομική βάση για να εγείρουν μία τέτοια αγωγή; Θα πρέπει, υπό το ισχύον καθεστώς του διεθνούς δικαίου, το ενάγον Κράτος να αποδείξει αμέλεια ή παράβαση ενός διεθνούς νομικού καθήκοντος προκειμένου να λάβει οποιαδήποτε αποζημίωση από την Κίνα;
Πράγματι, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, η παραβίαση των διεθνών υποχρεώσεων που υπέχει ένα Κράτος ή η διάπραξη οποιασδήποτε παράνομης πράξης σε διεθνές επίπεδο από ένα Κράτος ενεργοποιεί τη διεθνή ευθύνη του. Ως εκ τούτου, τα ενάγοντα Κράτη θα πρέπει να αποδείξουν ότι η Κίνα παραβίασε τις διεθνείς υποχρεώσεις της.
Σε αυτή την περίπτωση, μόνο μία παράνομη πράξη σε διεθνές επίπεδο, όπως η παραβίαση μίας διεθνούς συμφωνίας ή η παραβίαση της εδαφικής επικράτειας ενός άλλου Κράτους, θα ληφθούν υπόψη. Δεν υφίστανται γενικά νομικά καθήκοντα και υποχρεώσεις που εφαρμόζονται στην Κίνα για να στοιχειοθετήσουν παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, προκειμένου να κριθεί η διεθνής ευθύνη της κινεζικής κυβέρνησης, ποιο δικαστήριο θα έχει αρμοδιότητα για να επιληφθεί μία τέτοιας αγωγής;
Υπάρχουν τέσσερις πιθανές περιπτώσεις άσκησης αγωγής σε βάρος της Κίνας.
Πρώτον, η αγωγή μπορεί να ασκηθεί στα εθνικά δικαστήρια. Σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να επιληφθούν μίας διεθνούς διαφοράς μεταξύ Κρατών. Όπως προαναφέρθηκε, οι ατομικές αγωγές στα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν κάποια νομική βάση καθώς η Κίνα μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία που απολαμβάνει. Σε περίπτωση που κάποιο εθνικό δικαστήριο εκδώσει απόφαση σχετικώς και διατάξει την Κίνα να καταβάλει αποζημίωση, αυτή η απόφαση θα στερείται εκτελεστότητας. Επιπρόσθετα, η δικαστική θεωρία που αποκαλείται “κρατική ετεροδικία” ή “ασυλία των Κρατών” παρέχει προστασία στις αλλοδαπές κυβερνήσεις από την κίνηση νομικών διαδικασιών σε βάρος τους ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων. Η θεωρία προστατεύει την κινεζική κυβέρνηση, καθώς και τις πολιτικές υποδιαιρέσεις της, τα τμήματά της και τις αρχές της από την άσκηση αγωγής σε βάρος της χωρίς τη συγκατάθεσή της σε οποιαδήποτε χώρα, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.
Δεύτερον, μπορεί να ασκηθεί αγωγή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Το Διεθνές Δικαστήριο συνιστά ένα από τα κύρια δικαστικά όργανα των Ηνωμένων Εθνών για την επίλυση διαφορών μεταξύ Κρατών. Για να έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί μίας αγωγής ένα δικαστήριο, θα πρέπει να του έχει παρασχεθεί η συγκατάθεση των δύο χωρών προς επίλυση των διαφορών τους. Σε αυτή την περίπτωση, ούτε η Κίνα ούτε οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μην έχει το τελευταίο αρμοδιότητα να αποφανθεί επί μίας πιθανής αγωγής.
Τρίτον, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αποτελεί μία άλλη δυνατότητα. Το Δικαστήριο ασκεί δίωξη σε βάρος ατόμων για τη διάπραξη διεθνών εγκλημάτων όπως η γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και το έγκλημα της επίθεσης. Σε αυτή την περίπτωση, ούτε η Κίνα ούτε οι ΗΠΑ έχουν επικυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης. Για τον λόγο αυτό, δεν υπάρχει κάποιο αρμόδιο διεθνές δικαστήριο ενώπιον του οποίου να μπορούσε να εναγάγει την Κίνα ένα άλλο Κράτος.
Η τελευταία επιλογή είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το οποίο έχει την εξουσία δυνάμει του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου να παραπέμπει υποθέσεις στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ή να υιοθετήσει ένα ψήφισμα σε βάρος της Κίνας το οποίο θα βασίσει στην “πρωταρχική υποχρέωση για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και της ασφάλειας” που υπέχει η εν λόγω χώρα. Σε αυτή την περίπτωση, η Κίνα θα μπορούσε να κάνει χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο) που διαθέτει, καθώς το δικαίωμα αυτό χορηγείται αποκλειστικά στα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ήτοι: Κίνα, ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ρωσία.
Υπάρχει πιθανότητα για αυτές τις χώρες να κερδίσουν την υπόθεση; Ποια θα ήταν μία εύλογη αντίδραση προς την κινεζική κυβέρνηση; Από νομικής πλευράς, κάθε εθνικό ή διεθνές δικαστήριο διατηρεί τη δική του δικαιοδοσία, το οποίο σημαίνει ότι έχει την εξουσία να αποφασίσει επί συγκεκριμένων ειδών υποθέσεων. Κάθε κυβέρνηση ή ιδιώτης μπορεί να εναγάγει την κινεζική κυβέρνηση με αίτημα την αποκατάστασή του για την πρόκληση της πανδημίας COVID-19. Εντούτοις, βάσει των αρχών του διεθνούς δικαίου, φαίνεται να μην υπάρχει κάποιο αρμόδιο εθνικό ή διεθνές δικαστήριο ενώπιον του οποίου να μπορεί ασκηθεί μία αγωγή σε βάρος της Κίνας.
Η δικαστική οδός σε βάρος της Κίνας δεν αποτελεί την άμεση απάντηση για την κρίση πανδημίας που πλήττει το σύνολο της ανθρωπότητας στον κόσμο. Η αρχή της συνεργασίας θεωρείται ως ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, όλα τα Κράτη έχουν υποχρέωση να συνεργάζονται σε μία τέτοια περίπτωση συλλογικά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) διαδραματίζει ζωτικής σημασίας ρόλο.
Πηγή: jurist.org