Το βίντεο αποτελεί αρχείο προσωπικών δεδομένων όταν διακρίνονται σώμα, φωνή και χαρακτηριστικές εκφράσεις κατά την ερωτική συνέυρεση – Αναίρεση της απόφασης για το αξιόποινο των πράξεων και τη συνολική ποινή
Μία πολύπλευρα ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με βίντεο ερωτικού περιεχομένου που αναρτήθηκαν χωρίς συγκατάθεση στο διαδίκτυο δημοσίευσε ο Άρειος Πάγος.
Η υπόθεση έφτασε στον Άρειο Πάγο έπειτα από αίτηση αναίρεσης που υπέβαλε ένας άνδρας, ο οποίος είχε καταδικαστεί από Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών με τριετή αναστολή, για τις αξιόποινες πράξεις (α) της χωρίς δικαίωμα διατήρησης στην κατοχή άνευ αδείας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατ’ εξακολούθηση και (β) της μετάδοσης – ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκέλος της απόφασης που αναφέρεται στα προσωπικά δεδομένα, καθώς και στο αξιόποινο των πράξεων και τη συνολική ποινή, λόγω της διάταξης περί περί παραγραφής και παύσης ποινικής δίωξης (Ν. 4411/2016) και του νέου νόμου για τα προσωπικά δεδομένα (Ν. 4624/2019).
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο άνδρας, χωρίς δικαίωμα και δίχως τη συγκατάθεση της Α, με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση, προέβη στην καταγραφή και μαγνητοσκόπηση τουλάχιστον δύο (2) φορές, με τη χρήση ψηφιακής κάμερας κινητού τηλεφώνου, βίντεο στο οποίο απεικονιζόταν η Α κατά τη διάρκεια ερωτικών συνευρέσεών της με τον ίδιο.
Η Α όχι μόνο δεν συναίνεσε στη διατήρηση του εν λόγω αρχείου, αλλά ρητά απαίτησε από τον άνδρα να προβεί στη διαγραφή του από τη συσκευή του.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση, η επιμονή του άνδρα στην καταγραφή των ερωτικών συνευρέσεων, «τις οποίες παρακολουθούσε ακολούθως με ιδιαίτερη ευχαρίστηση», είχε σαν αποτέλεσμα και τη λήξη της σύντομης σχέσης με πρωτοβουλία της τελευταίας.
Στο σχετικό οπτικοακουστικό υλικό ήταν ορατό και ευδιάκριτο το σώμα και μέρος του προσώπου της πολιτικώς ενάγουσας (περιοχή από τα μάτια και κάτω), ενώ η φωνή και ο λόγος αυτής ακούγονταν καθαρά.
Μετά τον χωρισμό τους, ο άνδρας επεξεργάσθηκε και προχώρησε στην ανάρτηση διαδικτυακά δύο (2) τέτοιων βίντεο σε ιστοσελίδα, παρέχοντας τη δυνατότητα παρακολούθησης σε απροσδιόριστο αριθμό χρηστών του διαδικτύου.
Η ως άνω παράνομη συμπεριφορά του άνδρα έγινε αντιληπτή από τον μετέπειτα και τωρινό σύζυγο της Α, ο οποίος ως επισκέπτης στην προαναφερθείσα διαδικτυακή ιστοσελίδα αναγνώρισε σε δύο από τα ελληνικά βίντεο ερωτικού περιεχομένου που επέλεξε την πολιτικώς ενάγουσα, αφού διέκρινε το σώμα, την ελιά του προσώπου της, τη φωνή και τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε η πολιτικώς ενάγουσα κατά τις ερωτικές της συνευρέσεις.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η τελευταία άμεσα παραδέχθηκε στον εν λόγω αρραβωνιαστικό της ότι η ίδια απεικονιζόταν στα επίδικα δύο βίντεο που είχε μαγνητοσκοπήσει με το κινητό του τηλέφωνο ο κατηγορούμενος, ύστερα από συνεχή πίεση από τον τελευταίο για τη λήψη αυτών
Η ίδια αγνοούσε τη διατήρηση και επεξεργασία των βίντεο, καθώς ήδη σε πολύ προγενέστερο χρόνο και δη από τη λήψη του εν λόγω οπτικοακουστικού υλικού, η Α είχε απαιτήσει τη διαγραφή του από τη συσκευή κινητής τηλεφωνίας του κατηγορουμένου. Ένα δε εκ των δύο βίντεο η Α κατέθεσε ότι το είχε διαγράψει η ίδια.
Η άρνηση του άνδρα ότι προέβη σε καταγραφή των ερωτικών συνευρέσεων της Α με αυτόν, πολλώ δε μάλλον σε διατήρηση και επεξεργασία των παραπάνω προσωπικών δεδομένων, καταρρίπτεται από τη σαφή και λεπτομερή περιγραφή της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου από την Α κατά τη διάρκεια των δύο επιδίκων ερωτικών τους συνευρέσεων, λεπτομέρειες εξ άλλου που οδήγησαν την τελευταία να κατονομάσει με σχετική έγκληση τον κατηγορούμενο και όχι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται».
Η κρίση του Αρείου Πάγου: Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης και ο νέος νόμος για τα προσωπικά δεδομένα (4624/2019)
Ο Άρειος Πάγος επιβεβαίωσε ότι υπήρξε πράγματι δημιουργία αρχείου με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, το οποίο ο άνδρας επεξεργάστηκε χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Α.
Το ανώτατο δικαστήριο σημείωσε μάλιστα ότι «ήταν ορατό και ευδιάκριτο το σώμα και μέρος του προσώπου της εγκαλούσας (περιοχή από τα μάτια και κάτω), καθώς και η φωνή, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του φυσικού προσώπου στο οποίο αναφέρονται (εικόνα προσώπου, συμπεριφορικά χαρακτηριστικά), με τα οποία επιβεβαιώθηκε η ταυτοποίηση της εγκαλούσας».
Σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ/GDPR) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα».
Ωστόσο, το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, αναίρεσε το τμήμα της απόφασης που αφορά στο αξιόποινο των πράξεων και τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον άνδρα.
Ειδικότερα, σε σχέση με την αξιόποινη πράξη της χωρίς δικαίωμα διατήρησης στην κατοχή άνευ αδείας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, το Δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 38 παρ. 1 β’ του νέου νόμου για τα προσωπικά δεδομένα που ισχύει από 29.8.2019 (Ν. 4624/2019), διότι οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και είχε τελεστεί πριν την 31.3.2016.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να εφαρμοσθεί αυτεπαγγέλτως το άρθρο όγδοο του Ν. 4411/2016 περί παραγραφής και παύσης ποινικής δίωξης, καθόσον δεν υπάγεται σε κάποια από τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις.
Ως εκ τούτου, η συζήτηση ως προς την αξιόποινη αυτή πράξη θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και η δικογραφία να τεθεί στο αρχείο ως προς αυτήν.
Επιπρόσθετα, αναφορικά με την δεύτερη αξιόποινη πράξη της μετάδοσης – ανακοίνωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, με το άρθρο 38 παρ. 2 του Ν. 4624/2019 προβλέπεται ποινή φυλάκισης.
Ήδη με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 του ισχύοντος από την 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι “όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος Κώδικα”.
Συνεπώς, στην προβλεπόμενη από το άρθρο 38 παρ. 2 του Ν. 4624/2019 ποινή φυλάκισης προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή.
Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα και 511 εδ. δ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου πρέπει αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει τις ως άνω ηπιότερες για διατάξεις.
Ως εκ τούτου, ως προς την διάταξη περί ποινής αναφορικά με την δεύτερη αυτή αξιόποινη πράξη, η υπόθεση θα πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο Τριμελές Εφετείο.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΑΠ Ποιν. 505/2020 στο areiospagos.gr