ΑΠΟΦΑΣΗ
Romić κ.α. κατά Κροατίας της 14.05.2020 (αρ. προσφ. 22238/13, 30334/13, 38246/13, 57701/13, 62634/14, 52172/15 και 17642/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Γνωστοποίηση εισαγγελικών προτάσεων. Ισότητα των όπλων και δίκη κατ’ αντιμωλία. Οι προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν για τα σοβαρά αδικήματα της απάτης και απόπειρας ανθρωποκτονίας. Καταδικάστηκαν αμετάκλητα. Στην κατ’έφεση δίκη δεν είχαν πρόσβαση στις εισαγγελικές προτάσεις που υποβλήθηκα στο δικαστήριο μετά την έναρξη της διαδικασίας και δεν κλητεύθηκαν προκειμένου να παρασταθούν στην κατ΄έφεση δίκη τους, με αποτέλεσμα να δικαστούν ερήμην. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές τους με την αιτιολογία ότι δεν προβλέπεται στην εγχώρια νομοθεσία η γνωστοποίηση των προτάσεων του Εισαγγελέα και ως αβάσιμες για τους άλλους λόγους.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι στο εγχώριο δίκαιο, ήδη καταργήθηκε η διάταξη της Ποινικής Δικονομίας που δεν προέβλεπε δικαίωμα γνωστοποίησης των εισαγγελικών προτάσεων που υποβάλλονται μετά την έναρξη της διαδικασίας και έκρινε ότι επειδή οι προσφεύγοντες δικάστηκαν με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, παραβιάστηκε το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη.
Επίσης το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η στέρηση του δικαιώματος αυτοπρόσωπης παράστασης στις δευτεροβάθμιες δίκες και η ερήμην καταδίκη τους παραβίασε το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ). Καταδίκη της Κροατίας για την ηθική βλάβη των προσφευγόντων και στα δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
Άρθρο 6§ 3 (γ)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες στην προκειμένη περίπτωση είναι επτά Κροάτες υπήκοοι, Josip Romić, Ivan Romić, Željko Vlaškalić, Želimir Radonić, Zvonimir Dumančić, Željko Severec και Josip Topalović, που γεννήθηκαν το 1960, 1958, 1955, 1960, 1961, 1959, 1981 αντίστοιχα, και ένας υπήκοος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, Darko Domazet, ο οποίος γεννήθηκε το 1963. Ζουν σε Κροατία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Η υπόθεση αφορούσε τους ισχυρισμούς τους περί μη δίκαιης δίκης σε ποινικές διαδικασίες που κινήθηκαν εναντίον τους.
Και οι οκτώ προσφεύγοντες κρίθηκαν ένοχοι μεταξύ των ετών 2010 έως 2014 για σοβαρά αδικήματα όπως απάτη ή απόπειρα ανθρωποκτονίας και καταδικάστηκαν αντιστοίχως.
Όταν τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν τις εφέσεις τους και επικύρωσαν τις πρωτόδικες καταδικαστικές αποφάσεις, κατέθεσαν συνταγματικές προσφυγές. Ισχυρίστηκαν ότι κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της έφεσης, οι προτάσεις εκ μέρους του Γραφείου του Εισαγγελέα στις υποθέσεις τους δεν είχαν γνωστοποιηθεί ποτέ στην υπεράσπιση και ότι δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να παρευρεθούν στις συνεδριάσεις του Εφετείου, δικαζόμενοι ερήμην.
Οι συνταγματικές καταγγελίες των πρώτου και δεύτερου προσφευγόντων απορρίφθηκαν επειδή το εθνικό δίκαιο δεν απαιτούσε από τα εφετεία να γνωστοποιήσουν τις προτάσεις του Εισαγγελέα στην υπεράσπιση, ενώ όλες οι καταγγελίες των άλλων προσφευγόντων απορρίφθηκαν ως αβάσιμες.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι πρώτος, δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη και η αρχή της ισότητας των όπλων κατά τη διαδικασία εναντίον τους, διότι οι Προτάσεις του Εισαγγελέα δεν τους είχαν διαβιβαστεί ποτέ. Οι τρίτος, τέταρτος, έκτος, έβδομος και όγδοος προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για τη διεξαγωγή συνεδριάσεων του Εφετείου, ερήμην τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε αρχικά ότι διαπίστωσε επανειλημμένα παραβιάσεις του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης σε κροατικές υποθέσεις λόγω του ότι δεν γνωστοποιήθηκαν οι εισαγγελικές προτάσεις στους προσφεύγοντες και ότι δεν επιτρέπονταν να παρίστανται στην συνεδρίαση της δευτεροβάθμιας ποινικής δίκης εναντίον τους.
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι όταν διαπιστωθεί παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, η επανάληψη της διαδικασίας, εάν ζητηθεί, είναι κατ΄ αρχήν ένας κατάλληλος, και συχνά ο πιο κατάλληλος, τρόπος τερματισμού της παραβίασης και αποκατάσταση από τις συνέπειες της. Το Δικαστήριο δεν βρίσκει κανένα λόγο να αποφανθεί διαφορετικά στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεδομένης και της αποδοχής της παραβίασης εκ μέρους της Κυβέρνησης. Επομένως, έκρινε ότι ήταν απαραίτητο να εξεταστεί το ζήτημα εάν μια διαδικασία με την οποία μπορεί να ζητηθεί μια τέτοια εκ νέου συζήτηση είναι διαθέσιμη στους προσφεύγοντες.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 502 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει τη δυνατότητα επανάληψης διαδικασίας βάσει αμετάκλητης απόφασης του ΕΔΔΑ που διαπιστώνει παραβίαση της Σύμβασης. Φαίνεται ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει νομολογία από τα εγχώρια δικαστήρια σχετικά με το κατά πόσον υπάρχει και η δυνατότητα επανάληψης ποινικής διαδικασίας σε περίπτωση απόφασης του Δικαστηρίου να εγκρίνει μονομερή δήλωση και να διαγράψει την υπόθεση από τον κατάλογό του.
Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να ειπωθεί με επαρκή βεβαιότητα ότι η διαδικασία για την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας θα ήταν διαθέσιμη εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί τη μονομερή δήλωση της κυβέρνησης και διαγράψει την υπόθεση από τον κατάλογό του.
Το Δικαστήριο αποδέχεται επομένως τα επιχειρήματα των προσφευγόντων και διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με την κροατική νομοθεσία και πρακτική όπως ισχύει σήμερα, μια απόφαση του Δικαστηρίου να διαγράψει την προσφυγή από τον κατάλογό της δεν παρέχει την ίδια συγκεκριμένη πρόσβαση σε μια διαδικασία που επιτρέπει τη δυνατότητα επανάληψης της ποινικής διαδικασίας, όπως μια απόφαση του Δικαστηρίου που θα διαπιστώσει παραβίαση της Σύμβασης.
Α. Παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων όσον αφορά τις προτάσεις της Εισαγγελικής αρχής
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το γεγονός ότι οι παραβιάσεις του Άρθρου 6 § 1 έχουν διαπιστωθεί επανειλημμένα σε υποθέσεις εναντίον της Κροατίας προήλθαν από μια κατάσταση όπου, σύμφωνα με τη σχετική εσωτερική νομοθεσία, τα δικαστήρια δεν είχαν καμία υποχρέωση να γνωστοποιήσουν στην υπεράσπιση τις προτάσεις του Εισαγγελέα στο στάδιο της διαδικασίας που εκκινείτε η ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα .
Κατά το ΕΔΔΑ οι τροποποιήσεις που έγιναν στο σχετικό εθνικό δίκαιο μετά την απόφαση Zahirovi αποκλείουν τη δυνατότητα του ανώτερου κρατικού εισαγγελέα να υποβάλει προτάσεις μετά την έναρξη μιας υπόθεσης κατά την διάρκεια της διαδικασίας. Τα ζητήματα της ανισότητας μεταξύ των διαδίκων και η έλλειψη αντιμωλίας σχετικά με αυτό το θέμα καταργήθηκαν. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία που καταγγέλλεται από τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο προσφεύγοντες, ήταν εφαρμοστέα η προηγούμενη νομοθεσία και πρακτική. Στη διαδικασία που καταγγέλλεται από τον όγδοο προσφεύγοντα, εφαρμόστηκε η νέα νομοθεσία και πρακτική και δεν υπήρχε ζήτημα με την υποβολή πρότασης του Εισαγγελέα μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας κατά την διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης. Σε αυτή τη διαδικασία το γεγονός ότι η πρόταση του Εισαγγελέα στην έφεση του όγδοου προσφεύγοντα δεν διαβιβάστηκε στην υπεράσπιση, οποία φαίνεται να αποτελεί μεμονωμένο ζήτημα.
Συνεπώς, ενόψει αυτών των πορισμάτων, και έχοντας υπόψη τη νομολογία του όπως ορίζεται στις υποθέσεις Zahirović, Lonić και Bosak κ.λπ., το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης σχετικά με τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο προσφεύγοντες.
Β. Ερήμην διαδικασία του Εφετείου για τους τρίτο, τέταρτο, έκτο, έβδομου και όγδοο των προσφευγόντων
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, με τις εφέσεις τους , οι τρίτος, τέταρτος, έκτος, έβδομος και όγδοος προσφεύγοντες αμφισβήτησαν την καταδίκη και την ποινή τους τόσο για πραγματικούς όσο και για νομικούς λόγους. Ως εκ τούτου, τα δευτεροβάθμια δικαστήρια κλήθηκαν να προβούν σε πλήρη εκτίμηση της ενοχής ή της αθωότητάς τους όσον αφορά τις κατηγορίες εναντίον τους, υπό το πρίσμα όχι μόνο των επιχειρημάτων που είχαν προβάλει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά και εκείνων που αφορούσαν τις εσφαλμένες εκτιμήσεις του Δικαστηρίου ως προς το να διαπιστώσει όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και να εφαρμόσει ορθά τους σχετικούς ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις της ανωτέρω νομολογίας, τα δευτεροβάθμια δικαστήρια πραγματοποίησαν συνεδριάσεις ερήμην των τρίτου, τέταρτου, έκτου, έβδομου και όγδοου των προσφευγόντων.
Κατά το ΕΔΔΑ το γεγονός ότι οι παραβιάσεις του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) έχουν διαπιστωθεί επανειλημμένα σε υποθέσεις εναντίον της Κροατίας προήλθαν από μια κατάσταση όπου, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία και νομολογία που ίσχυε τότε, τα δευτεροβάθμια δικαστήρια δεν ενημέρωναν τους κατηγορούμενους για την δικάσιμο της έφεσης εάν ήταν υπό κράτηση και εκπροσωπούνταν δικηγόρο ή εάν στη πρωτοβάθμια δίκη καταδικάστηκαν σε χρηματική ποινή ή τους είχε χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα ευρήματα, και έχοντας υπόψη τη νομολογία του όπως αναφέρεται στις υποθέσεις Zahirović, Lonić και Bosak κ.λπ. (προαναφέρθηκε), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε:
Παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης για τους τρίτο, τέταρτο, έκτο, έβδομο και όγδοο προσφεύγοντες.
Παραβίαση του άρθρου 6 § 1 – σε σχέση με τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο προσφεύγοντες όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και της αντιμωλίας που προέκυψε από τη μη διαβίβαση της υποβολής των προτάσεων της αρμόδιας εισαγγελικής αρχής στην υπεράσπιση.
Παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) – για το τρίτο, τέταρτο, έκτο, έβδομο και όγδοο προσφεύγοντα όσον αφορά τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων ερήμην τους.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε: α) ποσά 1.000 ευρώ σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερο προσφεύγοντες και 1.500 ευρώ σε καθένα των υπολοίπων για ηθική βλάβη και β) ποσά 1.244 ευρώ σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερο προσφεύγοντα, 844 ευρώ στον έκτο και 1.644 σε καθένα των υπολοίπων για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw).