Ποινή κάθειρξης 6 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα επέβαλε το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων σε γνωστό αντικέρ της Ρόδου που κρίθηκε ένοχος έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους, η αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και ήδη το ποσό των 200.000 ευρώ.
Πρόκειται για την κύρια δίκη με κατηγορούμενο τον αντικέρ σε μια υπόθεση που έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη την δικαιοσύνη και στην οποία βρέθηκε υπόλογη η κόρη του, την οποία είχε χρησιμοποιήσει ως «αχυράνθρωπο», αλλά και γνωστός έμπορος της Μεσαιωνικής Πόλης.
Ο κατηγορούμενος φέρεται ειδικότερα την περίοδο του 2009 ως διαχειριστής ατομικής επιχείρησης στο όνομα της κόρης του με αντικείμενο λιανικό εμπόριο ρολογιών και κοσμημάτων να εξέδωσε 7 εικονικά τιμολόγια – δελτία αποστολής για ανύπαρκτες πωλήσεις εμπορευμάτων επ’ ονόματι της κόρης του, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή αυτής, προς τον έμπορο της Μεσαιωνικής Πόλης συνολικής αξίας 343.820 ευρώ χωρίς ΦΠΑ.
Την διαχειριστική περίοδο 2008 φέρεται με τον ίδιο τρόπο να εξέδωσε 8 εικονικά τιμολόγια συνολικής αξίας 244.850 ευρώ.
Η συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων ανήλθε στα 588.670 ευρώ.
Η νεαρή γυναίκα, μητέρα πλέον ενός παιδιού, που προσπαθεί να ορθοποδήσει, όπως προέκυψε από την δικαστική έρευνα είναι θύμα του πατέρα της ο οποίος την χρησιμοποίησε ως «αχυράνθρωπο» για τη λειτουργία επιχείρησης η οποία διακίνησε εικονικά τιμολόγια.
Εχει προκύψει γραφολογικά, εξάλλου ότι εκδότης των εικονικών τιμολογίων, εν αγνοία της, ήταν εκείνος!!
Κατά τον έλεγχο που πραγματοποιήθηκε από ελεγκτές του Σ.Δ.Ο.Ε. στην ατομική επιχείρηση της εκδότριας των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων, διαπιστώθηκε ότι δεν διέθετε οργανωμένη επαγγελματική εγκατάσταση με εκθεσιακό χώρο και πρόσβαση στο κοινό και εστερείτο σοβαρών αγορών εμπορευμάτων για τα έτη από το 2003 έως και το 2007, ώστε να δικαιολογήσει πωλήσεις κατά το έτος 2007, καθώς οι αγορές εμπορευμάτων για τη χρονική περίοδο από το 2005 έως το 2007 ανέρχονταν για την επιχείρησή της μόλις στο ποσό των 3.240,52 ευρώ.
Εξάλλου και η ίδια ισχυρίστηκε, κληθείσα από τους ελεγκτές του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι δεν πραγματοποίησε εκείνη τις πωλήσεις αυτές και ότι δεν γνωρίζει ποιος υπέγραψε τα τιμολόγια καθώς η υπογραφή της και στα δύο παραστατικά έχει πλαστογραφηθεί.
Ο έµπορος βρέθηκε από την άλλη, µετά από έλεγχο του ΣΔΟΕ Νοτίου Αιγαίου, να έχει καταχωρήσει στα λογιστικά του βιβλία τιµολόγια αξίας 665.194 ευρώ, που αφορούν αγορές εµπορευµάτων, από επιχείρηση που είχε διακόψει στον χρόνο της έκδοσής τους, τη λειτουργία της, στην Παστίδα και η οποία ανήκε στην κατηγορούμενη.
Κατά τον έλεγχο του ΣΔΟΕ, εµπορεύµατα, ρούχα, δερµάτινα και χρυσά αλλά και εξοπλισµός καταστήµατος υγειονοµικού ενδιαφέροντος, βρέθηκαν στην επιχείρηση του κατηγορούµενου.
Από την έρευνα προέκυψε ότι η επιχείρηση, που φέρεται να πώλησε τα εµπορεύµατα, δεν διαθέτει οργανωµένη επαγγελµατική εγκατάσταση µε εκθεσιακό χώρο και πρόσβαση στο κοινό.
Ως έδρα της είχε δηλωθεί η οικία της, η οποία βρέθηκε κλειδωµένη από την οµάδα ελέγχου. Η επιχείρηση δεν είχε αγορές, ικανές να δικαιολογήσουν τις πωλήσεις, που φαίνεται να πραγµατοποίησε στον έµπορο, αφού ούτε η ίδια δήλωσε αγορές, ούτε δηλώθηκε από προµηθευτές της, πλην ελαχίστων.
Από το έτος 2005 και µετά δεν ανταποκρίθηκε σε καµία φορολογική της υποχρέωση, ενώ αρνήθηκε να προσκοµίσει στον έλεγχο τα φορολογικά βιβλία και στοιχεία της.
Ο λήπτης των στοιχείων, δεν απέδειξε τις συναλλαγές, αφού, όχι µόνο δεν εξόφλησε τα κρινόµενα τιµολόγια µε τραπεζικές καταθέσεις ή δίγραµµες επιταγές, όπως ορίζει ο νόµος, ή έστω µε απλές επιταγές δικές του ή τρίτων αλλά µε µετρητά συνολικού ποσού 665.194 ευρώ.
Η φερόμενη ως εκδότρια των τιμολογίων έχει καταθέσει ότι ξεκίνησε νόµιµα το έτος 2003 επιχείρηση εµπορίας κοσµηµάτων και αντικών µε έδρα την Παστίδα και ότι θεώρησε όλα τα απαιτούµενα βιβλία και στοιχεία. Ακολούθως έµπλεξε µε τα ναρκωτικά, σταµάτησε να λειτουργεί την επιχείρηση και σήµερα είναι άρρωστη, τοξικοµανής και συµµετέχει σε πρόγραµµα υποκατάστασης.
Υποστήριξε ότι τα βιβλία και τα στοιχεία της έχουν χαθεί και αρνείται ότι υπέγραψε κάποιο από τα 15 τιµολόγια που βρέθηκαν στο κατάστηµα του εµπόρου. Ισχυρίστηκε επιπλέον ότι δεν γνωρίζει ποιος πλαστογράφησε την υπογραφή της και ποιος κυκλοφόρησε τα τιµολόγια και ζήτησε τη διενέργεια πραγµατογνωµοσύνης. Η γραφολογική πραγµατογνωµοσύνη πράγµατι έδειξε ότι τα τιµολόγια δεν είχαν υπογραφεί από την ίδια ενώ προέκυψε ότι η τεθείσα επί των 15 φερόµενων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων υπογραφή ανήκει στον πατέρα της.
Ο πατέρας της φέρεται συγκεκριµένα να κατάρτισε εικονικά τιµολόγια εκδόσεως της κόρης του, συνολικής αξίας 588.670 ευρώ προς τον έµπορο για να τα χρησιµοποιήσει στις φορολογικές αρχές.