Στην ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης Βρετανού, ο οποίος καταδικάστηκε για σοβαρή υπόθεση παιδικής πορνογραφίας, προχώρησε το Διοικητικό Δικαστήριο αφού έκρινε πως η σχετική απόφαση του υπουργού Εσωτερικών ήταν αναιτιολόγητη.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονται στην πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου, ο εν λόγω Βρετανός διέμενε μόνιμα στην Κύπρο από το 2008. Το 2015 υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για έκδοση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ένωσης, η οποία και εγκρίθηκε. Στη συνέχεια προέκυψε εναντίον του ποινική υπόθεση και τον Δεκέμβριο του 2016 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για την διάπραξη του αδικήματος της κατοχής παιδικής πορνογραφίας, για προσφορά υλικού παιδικής πορνογραφίας και για εξασφάλιση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Η επιβληθείσα ποινή κρίθηκε ανεπαρκής και ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση, η οποία τον Φεβρουάριο του 2018 έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αύξησε την ποινή κατά τρία χρόνια. Αμέσως μετά εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθώς κρίθηκε ότι ο εν λόγω Βρετανός «αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδουςσυμφέροντος της κοινωνίας». Το Διοικητικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσέφυγε ο Βρετανός, διαπίστωσε ότι η απόφαση για κράτηση και απέλαση περιελάμβανε μόνο αναφορές στην καταδίκη και στις πρόνοιες της νομοθεσίας που επιτρέπουν απελάσεις Ευρωπαίων υπηκόων. Επί του προκειμένου, το δικαστήριο υπέδειξε ότι «η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση (σ.σ. υπουργείου Εσωτερικών) να καταγράψουν την αξιολόγηση των προσωπικών καταστάσεων του αιτητή, που επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη, κατ’ απαίτηση των σχετικών άρθρων του νόμου, δυνάμει των οποίων κατέληξαν περί της ευλόγως σοβαρής απειλής στρεφόμενης κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, καταλήγω πως δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Το δικαστήριο είναι βεβαίως σε θέση, με τα δεδομένα ενώπιόν του να καταλήξει το ίδιο σε σχετικά συμπεράσματα, αλλά αυτό δεν επιτρέπεται κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση στην κρίση του διοικητικού οργάνου. Η ευρεία αρμοδιότητα, η οποία προκύπτει από τον νόμο, δεν ανήκει στο δικαστήριο, αλλά στη διοίκηση». Κάνοντας δεκτή την προσφυγή και ακυρώνοντας τα επίδικα διατάγματα, αφού εκδόθηκαν χωρίς επαρκή αιτιολογία, το δικαστήριο σημείωσε ότι «οι καθ’ ων η αίτηση δεν μπορούν να αρκούνται στην αντιγραφή των διατάξεων του νόμου, ως αιτιολογία της απόφασής τους, χωρίς να εξειδικεύουν στο κείμενο αυτής τη δική τους αξιολόγηση, η οποία δεν μπορεί να αφήνεται να εικάζεται από το δικαστήριο ποια μπορεί να είναι».