Έξι άτομα καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 6,5 ετών, αλλά ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την καταδικαστική εφετεία απόφαση για να ξεκαθαριστεί εάν οι 6 έχουν χαρακτήρα της απλής συμμορίας ή το χαρακτήρα της εγκληματικής οργάνωσης, την στιγμή μάλιστα που είχαν όπλα
Φόβο και τρόμο σκορπούσε συμμορία 6 «φουσκωτών» επί 5 χρόνια σε ιδιοκτήτες κεντρικών καταστημάτων πολυσύχναστων οδών και πεζόδρομων της Αθήνας πουλώντας αναγκαστική προστασία, έναντι εβδομαδιαίας ή μηνιαίας αμοιβής η οποία εάν δεν δινόταν τα μαγαζιά τους θα γινόντουσαν λαμπόγυαλο.
Οι εκβιαζόμενοι ήταν ιδιοκτήτες μπαρ, εστιατορίων, καφετεριών, κ.λπ. και υποχρεωνόντουσαν να καταβάλλουν «παροχής προστασίας» ανάλογα με το κατάστημα και την κίνηση που είχε, από 100 έως 150 ευρώ εβδομαδιαίως ή από 300 έως 500 ευρώ μηνιαίως.
Η συμμορία έδρασε από τον Απρίλιο του 2012 έως και τον Νοέμβριο του 2017 και αποτελείτο από 6 άτομα εκ των οποίων ο ένας ήταν ο αρχηγός, ενώ κατά περίπτωση χρησιμοποιούσαν και άλλα άγνωστα όμως άτομα τα οποία δεν έχουν συλληφθεί.
Τα μέλη της συμμορίας καταδικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών σε κάθειρξη 6,5 ετών για σύσταση συμμορίας και εκβίασης από κοινού που τελέσθηκε με την απειλή βλάβης επιχειρήσεων, κατ΄ επάγγελμα και κατ΄ εξακολούθηση, ενώ και μερική εξ αυτών καταδικάστηκαν επιπρόσθετα και για παράνομη οπλοφορία.
Πώς πιάστηκαν
Το νήμα άρχισε να ξεδιπλώνεται όταν κάποιοι καταστηματάρχες τηλεφώνησαν ανώνυμα στο Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας και κατήγγειλαν την ομάδα των 6 ότι εκβιάζει τους καταστηματάρχες έναντι χρηματικών ποσών προσφέροντας προστασία.
Κατόπιν αυτού, η ΕΛ.ΑΣ. ξεκίνησε την παρακολούθηση των καταστημάτων και στην συνέχεια ζήτησε την άρση του απορρήτου των κινητών τηλεφώνων της ομάδας των 6.
Στις καταθέσεις τους οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, όπως περιγράφεται στην δικαστική απόφαση, ανέφεραν ότι ο αρχηγός της συμμορίας, κατά κανόνα, επισκέπτονταν τα καταστήματα και είχε ολιγόλεπτες συνομιλίες με τους ιδιοκτήτες ή τους υπεύθυνους των καταστημάτων και η υπόλοιπη ομάδα «ήταν σε παράταξη με ύφος αλαζονικό έξωθεν των καταστημάτων, προκαλώντας με τη σωματική τους διάταξη τρόμο και ανησυχία στους επιχειρηματίες».
Η συμμορία εξανάγκασε τους «επιχειρηματίες ασκώντας συνεχή ψυχολογική βία και προκαλώντας σ’ αυτούς τρόμο και ανησυχία με απειλές βλάβης της επιχείρησής τους να τους καταβάλουν σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση χρήματα».
Τα χρήματα τα έδιναν οι καταστηματάρχες «υπό την απειλή βλάβης της επιχείρησής τους και για να τους επιτρέψουν» τα μέλη της συμμορίας «να συνεχίσουν ανενόχλητοι την επιχειρηματική τους δραστηριότητα».
Κινούντο με μηχανές μεγάλου κυβισμού. Η ομάδα ερχόταν σε τηλεφωνική επαφή με τους καταστηματάρχες για να καθορίσει τον τρόπο και τον χρόνο καταβολής των χρημάτων «παροχής προστασίας». Για την είσπραξη των χρημάτων ενεργούσε κυρίως ο αρχηγός, είτε μόνους του είτε από άλλο μέλος της ομάδας.
Την ίδια στιγμή τα υπόλοιπα μέλη της ομάδα, μαζί με τις μηχανές τους παρατάσσονται στο απέναντι από το κατάστημα πεζοδρόμιο, «με τη σωματώδη διάπλασή τους να προκαλούν τρόμο και ανησυχία στους επιχειρηματίες, καθιστώντας σ’ αυτούς σαφές ότι η μη συμμόρφωσή τους θα επέφερε βλάβη στην επιχείρησή τους», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση.
Μάλιστα, δεν έδειχναν καμία ελαστικότητα στο θέμα του χρόνου είσπραξης των χρημάτων της «παροχής προστασίας». Ενδεικτικά, αναφέρουν οι δικαστές ότι τον Σεπτέμβριο του 2012 όταν ένας καταστηματάρχης ζήτησε προθεσμία να καταβάλλει «την παροχή προστασίας», η απάντηση του αρχηγού ήταν «θα περιμένω μια ημέρα, αλλά όχι παραπάνω».
Ο φόβος που σκόρπιζε η συμμορία ήταν, όπως όλα μαρτυρούν, κάτι το αξεπέραστο. Ενδεικτικό είναι ότι τον Αύγουστο του 2012, καταστηματάρχης τηλεφώνησε στον αρχηγό της συμμορίας για να πληροφορηθεί πότε θα περάσει για να πάρει την «παροχή προστασίας», γιατί το κατάστημά του θα παρέμεινε κλειστό το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου.
Παρ΄ όλα αυτά, η συμμορία είχε και κατανόηση, αφού δέχθηκε αίτημα επιχειρηματία να έκπτωση του ποσού της «παροχής προστασίας», καθώς «το κατάστημα δεν πάει καλά και θα είναι μια εβδομάδα κλειστό».
Δύο από τους 6 άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο κατά της καταδικαστικής εφετειακής απόφασης.
Οι αρεοπαγίτες του Ε΄ Ποινικού Τμήματος έκαναν δεκτή την αίτηση αναίρεσης και ανέπεμψαν την υπόθεση στο Εφετείο για να ξεδιαλύνει εάν η ομάδα των 6 έχει τον χαρακτήρα της απλής συμμορίας ή το χαρακτήρα της εγκληματικής οργάνωσης.
Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι αναγκαίος καθώς μάλιστα κατόπιν έρευνας που έγινε στα σπίτια των μελών της ομάδας σε μερικά εξ αυτών βρέθηκαν όπλα, όπως είναι πιστόλια, περίστροφο, γεμιστήρες, φυσίγγια, πτυσσόμενα μεταλλικά κλοπς, σιδερογροθίες, κ.λπ.
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση το Εφετείο έχει αλληλοσυγκρουόμενες παραδοχές και ασάφειες, ως προς το εάν ο ομάδα των 6 είχε συγκρότηση δομημένης και διαρκούς ομάδας (οργάνωσης), ως συμμορίας ή ως εγκληματικής οργάνωσης, η οποία κατείχε όπλα για τους σκοπούς της τελευταίας.
Έτσι, οι αρεοπαγίτες δέχθηκαν ότι η εφετειακή απόφαση δεν έχει εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ πάσχει από ελλείψεις και πλημμέλειες.
Κατόπιν αυτού ανέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο για νέα κρίση και σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες, το αναιρετικό αποτέλεσμα επεκτείνεται και στους υπόλοιπους 5 συγκαταδικασθέντες, ανεξάρτητα εάν εκείνοι δεν άσκησαν αναίρεση.