Κατά το άρθρο 314 παρ.1α ΠΚ, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ενώ, κατά το άρθρο 315 παρ. 1 εδ. β` ΠΚ, στην περίπτωση του άρθρου 314 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, αν ο υπαίτιος ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Επίσης, κατά το άρθρο 28 ΠΚ, από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, αλλά πίστεψε ότι αυτό δεν θα επερχόταν.
Σύμφωνα με πάγια Νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 ΠΚ) η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του (με παράλειψη) τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής, υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επέλευσης του βλαπτικού για ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος, συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και δύναται να πηγάζει κυρίως : α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη του νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου προς ενέργεια, γ)από ειδική σχέση, που θεμελιώνεται είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε και σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παράλειψης, με την οποία αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων στα έννομα αγαθά τρίτων, δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης, να εκτίθενται, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι n νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και του επελθόντος αποτελέσματος, η οποία, εκτός των λοιπών στοιχείων του εγκλήματος, πρέπει να αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα, προκειμένου να έχει η σχετική καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη, κατά τα κατωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ασαφείς αιτιολογίες σχετικά με την ευθύνη, του 2ου κατηγορούμενου -αναιρεσείοντα, ως τεχνικού ασφάλειας της επιχείρησης, στους χώρους της οποίας συνέβη το εργατικό ατύχημα, και έτσι κατέστησε ανέφικτο τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου.Ειδικότερα, δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη ποιές συγκεκριμένες υποχρεώσεις παραβίασε αυτός ως τεχνικός ασφάλειας, από τις προβλεπόμενες στο ν. 3850/2010, από τις διατάξεις του οποίου πήγαζε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του προς παρεμπόδιση του επελθόντος αποτελέσματος της σωματικής βλάβης του παθόντα εργαζόμενου, ούτε εάν υπήρχε και άλλη πηγή της ιδιαίτερης αυτής υποχρέωσής του. Δεν αναφέρεται εάν αυτός είχε ελέγξει, ως όφειλε εκ της ιδιότητας του ως τεχνικού ασφάλειας, σύμφωνα με τις επιτακτικές διατάξεις του ν. 3280/2010, την εγκατάσταση, στην οποία συνέβη το εργατικό ατύχημα, την επικινδυνότητα αυτής, λόγω μη λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων ασφάλειας, ως αυτά ορίζονται στο Προεδρικό Διάταγμα 395/1994 , αν είχε ενημερώσει γραπτά ή προφορικά τον εργοδότη του, για την άμεση λήψη αυτών και αν είχε καταγράψει την υπόδειξη αυτών στον τελευταίο, στο ειδικό σελιδοποιημένο βιβλίο και θεωρημένο από την Επιθεώρηση εργασίας βιβλίο εργατικών ατυχημάτων.
Το Δικαστήριο της ουσίας θεμελιώνει την ευθύνη του στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνει και την ευθύνη του εργοδότη, εσφαλμένα δε δέχεται παραβίαση εκ μέρους του υποχρεώσεων που προκύπτουν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 5 , 4 παρ. 1 και 9 περ. 2.13 του Προεδρικού Διατάγματος 395/1994, οι οποίες όμως διατάξεις αναφέρονται στις υποχρεώσεις του εργοδότη για τη λήψη μέτρων ασφάλειας και εφοδιασμό εξοπλισμού με συγκεκριμένες προδιαγραφές και όχι του τεχνικού ασφάλειας, του οποίου οι υποχρέωσεις σε σχέση με τα μέτρα ασφάλειας συνίστανται στον έλεγχο αν υφίστανται και εφαρμόζονται τα απαιτούμενα μέτρα ασφάλειας, στην επίβλεψη και μέριμνα για την τήρησή τους, την υπόδειξή τους στον εργοδότη, σε περίπτωση ανυπαρξία τους, την καταγραφή τους στο ειδικό βιβλίο που θεωρείται από την επιθεώρηση εργασίας. Η λήψη των μέτρων αυτών εναπόκειται στον εργοδότη, ως ασκούντα επιχειρηματική δραστηριότητα που διαθέτει και τα οικονομικά μέσα να υλοποιήσει όσα του υποδεικνύονται από τον τεχνικό ασφάλειας, για την σχετική ενημέρωσή του δε από αυτόν απαιτείται η υπογραφή του στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο. Τέλος εντελώς αόριστα αναφέρεται στην απόφαση ότι και αυτός επέτρεψε στον παθόντα να απασχοληθεί στη συγκεκριμένη εργασία χωρίς να προσδιορίζεται με ποιά ιδιότητα ήταν δυνατόν να καθορίζει αυτός τα καθήκοντα και την απασχόληση των εργαζομένων.
Ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρείας, του οποίου η ευθύνη, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά ένα μέρος θεμελιώνεται και στο ότι επέτρεψε στον παθόντα, εργάτη καθαριότητας, να εργασθεί στο ξυλουργείο στο επικίνδυνο δισκοπρίονο, δεν αναφέρονται παντάπασιν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η απασχόληση του παθόντος στο επικίνδυνο δισκοπρίονο έγινε κατόπιν και δικής του άδειας, με τη γνώση μάλιστα ότι αυτός ήταν εργάτης καθαριότητας, ώστε να κριθεί εάν υπάρχει παράβαση της διάταξης του άρθρου 5 του Προεδρικού Διατάγματος 395/1994 που ορίζει ότι <<‘Οταν η χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας ενδέχεται να παρουσιάσει ιδιαίτερο κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε: 1. Ο εξοπλισμός εργασίας να χρησιμοποιείται μόνον από τους εργαζόμενους στους οποίους έχει ανατεθεί η χρήση του.>>
Βάσει του ανωτέρω σκεπτικού, οι από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ και Ε’ ΚΠΔ σχετικοί λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπό την έννοια της έλλειψης νόμιμης βάσης, κρίθηκαν ως βάσιμοι από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου και προέβη σε αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 ΠΚ) η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ.
Ιωάννης Κοντούλης/Επιστημονικός Συνεργάτης Ethemis