Παραβίαση απορρήτου: Καταγραφή ιδιωτικών συνεδριών κατηγορουμένης και του πρώην συζύγου της με ειδικούς επιστήμονες ψυχικής υγείας από την ίδια
Με απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα ΣΤ Ποινικό) αναίρεσε απόφαση Τριμελούς Εφετείο Κακουργημάτων, με την οποία η κατηγορούμενη κρίθηκε αθώα για το κακούργημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα του περιεχομένου της ιδιωτικής και απόρρητης συνομιλίας της με άλλους, χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους.
Ειδικότερα, αν και η κατηγορούμενη είχε πράγματι προχωρήσει στην καταγραφή ιδιωτικών και απόρρητων συνεδριών της ίδιας και του πρώην συζύγου της με ειδικούς επιστήμονες ψυχικής υγείας, το Εφετείο αποφάσισε την αθώωσή της, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, αφού η κατηγορουμένη είχε συμβουλευθεί τη δικηγόρο της για τη χρήση των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών ενώπιον των Δικαστηρίων.
Ο Άρειος Πάγος, ωστόσο, αναίρεσε τη σχετική απόφαση, κρίνοντας ότι υπήρξε έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Απόσπασμα της απόφασης
Αν και η κατηγορουμένη τέλεσε το κακούργημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα του περιεχομένου της ιδιωτικής και απόρρητης συνομιλίας της με άλλους, χωρίς τη ρητή συναίνεση αυτών, και την εν συνεχεία χρήση των αποτυπωθεισών σε έγγραφο παρανόμως κτηθεισών ιδιωτικών συνομιλιών, εν τούτοις αυτή πρέπει να κηρυχθεί αθώα, κατά παραδοχή του παραδεκτώς προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Η συγγνωστή αυτή νομική πλάνη έγκειται, όχι βεβαίως στον προβληθέντα και απορριφθέντα ως ουσιαστικά αβάσιμο (= αναπόδεικτο) ισχυρισμό της ότι προέβη στη καταγραφή των ιδιωτικών και απορρήτων συνεδριών με τους προαναφερθέντες ειδικούς επιστήμονες ψυχικής υγείας κατόπιν προηγουμένης συμφωνίας με τον πολιτικώς ενάγοντα, σύζυγο της (τότε), προκειμένου, τάχα, “…να μπορούμε εκ των υστέρων να συζητούμε τα μεταξύ μας προβλήματα και να ανατρέχουμε στις συζητήσεις που είχαμε καταγράψει, σε μία ύστατη προσπάθεια να σώσουμε το γάμο μας”, αλλά στο ότι στη τότε πληρεξούσια δικηγόρο Μ. Κ. είπε ότι στη καταγραφή προέβη με τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου της Γ. Ζ. και τότε αυτή της πρότεινε να χρησιμοποιήσει τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες ενώπιον των Δικαστηρίων, όπως και έπραξε.
Πρέπει, λοιπόν, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί αθώα για τα κακουργήματα, για τα οποία παραπέμφθηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με το υπ’ αριθ. 3.082/12-09-2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω όμως της νομικής συμβουλής που της έδωσε η τότε πληρεξούσια δικηγόρος της Μ. Κ., αφού πρώτα η κατηγορουμένη της είπε ότι μαζί με τον τότε σύζυγό της Γ. Ζ. προέβη στη καταγραφή των ιδιωτικών και απορρήτων συνεδριών, ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει (η κατηγορουμένη) την έντυπη αποτύπωση των ιδιωτικών αυτών συνομιλιών ενώπιον των Δικαστηρίων, πρέπει να διαβιβαστούν αντίγραφα της παρούσης αποφάσεως και των ηλεκτρονικών μηνυμάτων επικοινωνίας ( e – mails ) της κατηγορουμένης με την τότε πληρεξούσα δικηγόρο της Μ. Κ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου αυτός να διερευνήσει αν ευθύνεται η δικηγόρος Μ. Κ. για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στη μη δόλια χρήση των παρανόμως κτηθεισών συνομιλιών από την εδώ κατηγορουμένη Α. Λ., ως διάδικος στις πολιτικές δίκες με τον εν διαστάσει σύζυγό της Γ. Ζ..
Η ως άνω όμως αιτιολογία, που παραθέτει το Δικαστήριο, για τη θεμελίωση της απαλλακτικής για την κατηγορουμένη κρίση του, δεν είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπό την έννοια που αναπτύσσεται στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, αλλά είναι ελλιπής, αντιφατική, ασαφής και με λογικά κενά. Ειδικότερα, από την παρατεθείσα ως άνω αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ενόψει του ότι δέχτηκε μεν το Δικαστήριο ότι η κατηγορουμένη τέλεσε το κακούργημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα ήχου του περιεχομένου ιδιωτικής και απόρρητης συνομιλίας της με άλλους, χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους, αλλά κήρυξε αυτή αθώα, δεχόμενο ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο της λόγος συγγνωστής νομικής πλάνης, ώστε να μην της καταλογιστεί η ως άνω αξιόποινη πράξη, δεχόμενο ως δημιουργικά της νομικής πλάνης αυτής γεγονότα αναγόμενα σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου τέλεσης της αξιόποινης πράξης.
Πιο συγκεκριμένα ενώ, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η ως άνω αξιόποινη πράξη της αποτύπωσης φέρεται τελεσθείσα στις 4-11-2013,7-12-2013, 14-12-2013 και 28- 1-2014, όμως, τα δημιουργικό της νομικής πλάνης στην οποία δέχτηκε το Δικαστήριο ότι τελούσε η κατηγορουμένη γεγονότα, δηλαδή, οι νομικές συμβουλές που της έδωσε η τότε πληρεξούσια δικηγόρος της, έλαβαν χώρα στις 28-2-2014, με αφορμή κατάθεση αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων της κατηγορουμένης ως αιτούσας κατά του εν διαστάσει συζύγου της, Γ. Ζ.,ο οποίος μετείχε στις αποτυπωθείσες συνομιλίες, δηλαδή, μετά την τέλεση της πράξης, με συνέπεια να δημιουργείται αντίφαση μεταξύ των συγκεκριμένων παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία έτσι στερείται και νόμιμης βάσης.
Πέραν τούτων όμως, η προαναφερθείσα αιτιολογία είναι ελλιπής και για το λόγο ότι δεν προσδιορίζονται στην ως άνω απόφαση, τόσο τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προέκυπτε με βεβαιότητα ότι η κατηγορουμένη τελούσε σε κατάσταση νομικής πλάνης, όσο και εκείνα που καθιστούσαν αυτή συγγνωστή, διότι δεν εκτίθενται οι προσωπικές πνευματικές και επαγγελματικές δυνατότητες και ιδιότητες αυτής, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά της και καταδεικνύουν την ανικανότητά της να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ούτε προσδιορίζονται τα στοιχεία που καθιστούσαν εύλογη την πεποίθησή της ότι δικαιούνταν να προβεί σ’ αυτή από εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, ο από το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr