Ακάλυπτη επιταγή – Απόφαση 116/2019 Ε Τμήματος Αρείου Πάγου
Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, το στοιχείο της ημερομηνίας εμφανίσεως της επιταγής στην πληρώτρια τράπεζα πρέπει να καθορίζεται επακριβώς στην καταδικαστική απόφαση γιατί στην αντίθετη περίπτωση η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, αφού στην περίπτωση που ελλείπει η ακριβής ημερομηνία εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Δεν είναι δε επαρκής η αναφορά στην απόφαση, ότι η επιταγή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα, χωρίς τη μνεία και της ακριβούς ημερομηνίας, με την οποία μπορεί να κριθεί η παρέλευση ή μη της ως άνω νόμιμης οκταήμερης προθεσμίας εμφανίσεως της επιταγής.
Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα αποδειχθέντα περιστατικά στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2151/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και αφετέρου στερείται νόμιμης βάσης, διότι ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό της αναφέρεται ο χρόνος εμφανίσεως των επιδίκων επιταγών προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα και από την ανωτέρω παράλειψη υπάρχει ασάφεια και δεν μπορεί να ελεγχθεί και να κριθεί από τον Άρειο Πάγο αν εφαρμόσθηκαν ορθά ή όχι οι αναφερόμενες παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, οι οποίες με αυτόν τον τρόπο παραβιάσθηκαν εκ πλαγίου. Η έλλειψη δε αυτή δεν αναπληρώνεται με μόνο την αναφορά ότι οι επιταγές εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα.
Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου έκρινε ως βάσιμη την αίτηση και αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Το πλημμέλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αφενός η κατά τους νόμιμους τύπους σύνταξη της επιταγής και αφετέρου η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων είτε κατά το χρόνο εκδόσεως ή κατά το χρόνο πληρωμής της επιταγής, προσαπαιτείται δε όπως ο κομιστής της επιταγής, εφόσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα, εμφανίσει αυτήν στην πληρώτρια Τράπεζα εντός οκτώ ημερών από της ημερομηνίας εκδόσεως που αναγράφεται σε αυτή.
Επιμέλεια: Ιωάννης Κοντούλης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις