ΑΡΙΘΜΟΣ 202/2018

 

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 

 

Υφαίρεση. Σχέσεις συζύγων. Έγκληση. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.

– Κατ’ άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ όπως ισχύει τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση μέχρι δύο ετών) εκείνος που ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του και εάν το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικά: α) κινητό πράγμα, β) ξένο πράγμα, γ) περιέλευση του πράγματος στην κατοχή του δράστη και δ) ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Νομικό αντικείμενο του εγκλήματος (προστατευόμενο έννομο αγαθό) είναι η ιδιοκτησία και όχι η περιουσία (μη απαιτουμένη επελεύσεως ζημίας) ούτε η κατοχή όπως στην κλοπή, διότι εδώ ο δράστης είναι πάντοτε κάτοχος του πράγματος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του υπαιτίου, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό τρόπο το κατεχόμενο από αυτόν ξένο πράγμα. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 378 ΠΚ διώκεται κατ’ εγκληση η κλοπή ή η υπεξαίρεση που έγινε εκτός των άλλων και μεταξύ συζύγων. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται προνόμιο συνιστάμενο μόνον στην κατ’ έγκληση δίωξη. Κατά τα λοιπά εφόσον υποβληθεί έγκληση τα οικεία άρθρα του ΠΚ εφαρμόζονται χωρίς διάκριση.

– Μια εκ των θεμελιοδεστέρων υποχρεώσεων, τις οποίες γεννά ο γάμος, είναι η υποχρέωση για συμβίωση (ΑΚ 1386). Η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που επιβάλλει σύμφωνα με τις κρατούσες ηθικές αντιλήψεις και συνήθειες η έγγαμη ζωή μερικότερη έκφανση της υποχρέωσης συμβίωσης είναι η υποχρέωση παραχώρησης της χρήσης κινητών πραγμάτων από τον ένα σύζυγο στον άλλο. Η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, όμως, καταλύει τον συζυγικό οίκο, αποδυναμώνει την υποχρέωση παροχής χρήσης των κινητών από τον έναν σύζυγο στον άλλο και φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της κατανομής των κινητών πραγμάτων, τα οποία από κοινού χρησιμοποιούσαν οι σύζυγοι. Στα σχετικά ζητήματα ο νομοθέτης φιλοδοξεί να παράσχει λύσεις με τις ΑΚ 1394 και 1395, οι οποίες αποτελούν νομοθετικά μια ενότητα. Η μεν πρώτη ρυθμίζει το πρόβλημα κατανομής των κινητών πραγμάτων, όταν αυτά ανήκουν κατ’ αποκλειστική κυριότητα στον έναν μόνο από τους συζύγους, η δε δεύτερη ρυθμίζει το αυτό πρόβλημα, όταν τα κινητά πράγματα ανήκουν κατά συγκυριότητα και στους δύο συζύγους.

Από το πλέγμα διατάξεων, οι οποίες ρυθμίζουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων κατά το προσωρινό διάστημα της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, καθίσταται σαφής η πρόθεση του νομοθέτη για την εξασφάλιση μιας ελάχιστης δυνατότητας χωριστής διαβίωσης. Ο νομοθέτης επιτυγχάνει αυτόν τον στόχο με όχημα την υπό προϋποθέσεις προσωρινή απόκλιση από τις διατάξεις του εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου για το διάστημα, που διαρκεί η διάσταση των συζύγων το μέγεθος της δαπάνης, στο οποίο ένας εκ των συζύγων θα υποβληθεί προκειμένου να αντικαταστήσει το ακίνητο της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διάστασης της έγγαμης συμβίωσης, είναι μεγάλο, γι’ αυτό και ο νομοθέτης θέλησε στο πνεύμα της επιείκειας, που διέπει την ΑΚ 1393 να εισαγάγει μια πιο ευρεία απόκλιση από τις διατάξεις του εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου. Η μικρότερη αξία, την οποία έχουν τα κινητά πράγματα δικαιολογούν, έτσι, μια πιο περιορισμένη εξαίρεση στον κανόνα της εφαρμογής των γενικών διατάξεων.

Αυτή η εξαίρεση θεσπίσθηκε με την διάταξη του άρθρου 1394 εδ. β ΑΚ. Με την διάταξη αυτή (1394 ΑΚ) ορίζεται “Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιεικείας”. Έτσι, ο νομοθέτης στην ΑΚ 1394 εδ. β επιτρέπει την απόκλιση από τις γενικές διατάξεις και τη δυνατότητα χρήσης πραγμάτων από τον μη έχοντα εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών μόνο για μια περιορισμένη κατηγορία κινητών κοινής χρήσης, τα οικιακά αντικείμενα. Γενικά, στην έννοια των οικιακών αντικειμένων περιλαμβάνονται τα κινητά, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στον ένα ή και τους δύο συζύγους και τα οποία προορίζονται να εξυπηρετούν τον κοινό ιδιωτικό βίο των συζύγων ή αλλιώς την λειτουργία του κοινού σπιτιού. Η εν λόγω ρύθμιση εισάγει μια ενοχική, αγώγιμη και εκτελεστή αξίωση του συζύγου για παραχώρηση της χρήσης των οικιακών αντικειμένων, που του είναι απαραίτητα για τη χωριστή εγκατάστασή του. Μέσα στο πλαίσιο της ρήτρας επιεικείας ο νομοθέτης επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψην κατά τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης οι περιστάσεις των συζύγων. Τέτοιες περιστάσεις μπορεί μεταξύ άλλων να είναι και το συμφέρον των τέκνων όταν μάλιστα την επιμέλειά τους έχει ο σύζυγος που επιδιώκει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.

– Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

 

Η κατά τα προεκτεθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης συζύγου που βρίσκεται σε διάσταση για υφαίρεση κινητών πραγμάτων που ανήκαν στον σύζυγό της ότι είχε δικαίωμα κατοχής αυτών (πραγμάτων που αποτελούν το υλικό αντικείμενο της υφαίρεσης) κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1394 εδ. β ΑΚ.

To Top