Πολυνομοσχέδιο – Νέα υπηρεσία ερευνών οικονομικών εγκλημάτων για τις υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής

Με το νέο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη βουλή συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών νέα υπηρεσία, επιπέδου Διεύθυνσης με τίτλο «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος», της οποίας την καθοδήγηση και το συντονισμό λειτουργίας έχει ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος.

Με τη σύσταση της νέας διεύθυνσης ερευνών οικονομικού εγκλήματος επιδιώκεται η ενίσχυση του ελεγκτικού μηχανισμού για την καταπολέμηση φορολογικών και άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων. Οι προτεινόμενες διατάξεις αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία των ελεγκτικών φορέων για την καλύτερη προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος.

Η ραγδαία ανάπτυξη του οικονομικού εγκλήματος και η συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων, καθιστά αναγκαία την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, καθώς και τη διευκόλυνση του έργου των εισαγγελικών λειτουργών για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων.

Οι προτεινόμενες διατάξεις κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να διευκολυνθούν και να επιταχυνθούν διαδικασίες που σχετίζονται με φορολογικά και άλλα οικονομικά εγκλήματα, οι καθυστερήσεις των οποίων είναι εις βάρος των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη στιγμή που καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για την επίλυση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας μας.

Η σύσταση της νέας υπηρεσίας θα συμβάλλει στην αποτελεσματική και συντονισμένη προσπάθεια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ενώ με τη σύσταση του διϋπηρεσιακού συντονιστικού οργάνου καταπολέμησης φορολογικού εγκλήματος, επιδιώκεται η συνεργασία και η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών παράλληλα με την αποφυγή αλληλοεπικάλυψης αρμοδιοτήτων με το ελεγκτικό έργο της Α.Α.Δ.Ε., ενισχύεται ο συντονισμός των δράσεων της Υπηρεσίας και η παρακολούθηση της πορείας των υποθέσεων που αφορούν σε μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικά εγκλήματα και οποιαδήποτε άλλα συναφή οικονομικά εγκλήματα, ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και της Ευρωπαϊκή Ένωσης.

Με τις ρυθμίσεις αυτές ουσιαστικά αναδιαρθρώνεται η δομή του Υπουργείου Οικονομικών και επηρεάζονται άμεσα οι υπόλοιποι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Έμμεσα όμως, οι ρυθμίσεις έχουν αντίκτυπο και σε όλους τους φορολογούμενους πολίτες, καθώς δίνεται πλέον ιδιαίτερη έμφαση στη διερεύνηση και διαλεύκανση της μείζονος σημασίας και ποινικά αξιόλογης φοροδιαφυγής.

 

Αιτιολογική έκθεση

Με το παρόν σχέδιο νόμου ολοκληρώνεται η ίδρυση Ειδικής Υπηρεσίας που πρόκειται να στελεχωθεί από ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, οι οποίοι θα έχουν το καθήκον να εκτελούν τις Εισαγγελικές Παραγγελίες του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος για την διεξαγωγή προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης με ειδικότερο σκοπό τη διερεύνηση τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών (απολύτως συναφών με τη φοροδιαφυγή) οικονομικών αδικημάτων.

Η ίδρυση της Υπηρεσίας αυτής είχε αναγγελθεί ρητά στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α’ 74), και ειδικότερα στη σελ. 26 της εν λόγω αιτιολογικής έκθεσης, η συγκεκριμένη δε αναγγελία είχε αποτυπωθεί και στο γράμμα της παρ. 4 του άρ. 63 του ν. 4472/2017. Υπενθυμίζεται ότι με την τελευταία διάταξη είχε τροποποιηθεί η παρ. 5 του άρ. 17Α του ν. 2523/1997.

Το παρόν σχέδιο νόμου συνιστά τον Ιδρυτικό Νόμο της Νέας Υπηρεσίας Ερευνών Οικονομικών Εγκλημάτων, η οποία θα αποτελέσει τον εκτελεστικό βραχίονα που θα είναι στην διάθεση του/της Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος για την διερεύνηση και τη διαλεύκανση της μείζονος σημασίας ποινικά αξιόλογης φοροδιαφυγής.

Ταυτόχρονα, με το ίδιο νομοσχέδιο σκοπείται η ολοκλήρωση της εναρμόνισης της νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία του Γραφείου του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος με τις αρμοδιότητες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), όπως αυτές προβλέπονται στο ν. 4389/2016 (Α’ 94), με τα άρθρα 1 έως 43 του οποίου, όπως είναι γνωστό, εμπεδώνεται η ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ έναντι του συνόλου των δημοσίων υπηρεσιών. Απώτερος σκοπός όλων των νέων ρυθμίσεων είναι βέβαια η εν γένει ενίσχυση του συστήματος αντιμετώπισης των φορολογικών αδικημάτων.

Η ίδρυση, όμως, της νέας Υπηρεσίας θα καταστεί ολοκληρωμένη μόνο εάν καθοριστεί εξειδικευμένη διαδικασία συνεργασίας της Υπηρεσίας με την ΑΑΔΕ, η οποία έχει την αρμοδιότητα για την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου και τον ακριβή προσδιορισμό του οφειλόμενου φόρου, στοιχεία κρίσιμα για τη διαδικαστική ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης αδικημάτων ποινικής φοροδιαφυγής. Γι’ αυτό, πέρα από την ίδρυση της υπηρεσίας είναι απαραίτητη και η εισαγωγή συναφών ρυθμίσεων, που είναι απαραίτητες για τη ομαλή λειτουργία της νέας υπηρεσίας.
Σε κάθε περίπτωση, η ίδρυση της Υπηρεσίας Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος θα πρέπει να κινηθεί στους εξής κεντρικούς άξονες:

α) να διωχθεί η μείζονος σημασίας φοροδιαφυγή από ποινικής άποψης, χωρίς, όμως, να επιβαρυνθεί υπερβολικά το ελεγκτικό έργο της ΑΑΔΕ, όπως αυτό καθορίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

β) να μη στερηθεί ο φορολογούμενος που ενδεχομένως ερευνάται για φοροδιαφυγή ή/και για άλλα αδικήματα τα δικαιώματα που του παρέχονται τόσο από τον Κώδικα φορολογικής Διαδικασίας όσο και από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

γ) να υπάρξει ταχύτητα στη διεκπεραίωση των ερευνών, διότι η εκκρεμότητα σε αυτά τα πεδία μόνο βλάβη μπορεί να προκαλέσει τόσο στους πολίτες, όσο και στα δημόσια έσοδα, και

δ) να εμπεδωθεί η συνεργασία μεταξύ της νέας Υπηρεσίας και της ΑΑΔΕ.

Το κεφάλαιο Δ’ χωρίζεται σε δύο υποκεφάλαια: το πρώτο αφορά στην καθαυτή σύσταση της Διεύθυνσης, ενώ το δεύτερο υποκεφάλαιο περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την ομαλή ένταξη της λειτουργίας της νέας Υπηρεσίας στο ισχύον ελεγκτικό και διωκτικό σύστημα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ
Υποκεφάλαιο Α’

Άρθρο 381
Με την παρ. 1 του άρθρου 381 συστήνεται η νέα Υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονομικών, καθορίζεται το διοικητικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται (επίπεδο Διεύθυνσης) και δίνεται ο τίτλος της: «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος». Δεδομένης της απευθείας υπαγωγής της Υπηρεσίας στον Υπουργό Οικονομικών προκύπτει η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας έναντι των λοιπών δομών του Υπουργείου Οικονομικών.
Με την παρ. 2 ορίζεται ότι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει την καθοδήγηση και τον συντονισμό λειτουργίας της Υπηρεσίας και με την παρ. 3 ορίζεται, ότι η τοπική αρμοδιότητα της Υπηρεσίας εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Η ρύθμιση τίθεται κατ’ αντιστοιχία με τους ορισμούς της παρ. 3 του άρ. 17Α του ν. 2523/1997 αναφορικά με την τοπική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
Τέλος με την παρ. 4 αναφέρεται ότι όπου στο παρόν κεφάλαιο γίνεται αναφορά σε «Υπηρεσία», νοείται η «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος».

Άρθρο 382
Στο άρθρο 382 καθορίζονται η αποστολή και οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας. Στην παρ. 1, στην οποία ορίζεται η αποστολή της Υπηρεσίας προτιμήθηκε συνειδητά η σαφήνεια: αντί δηλαδή να αποδοθούν εκτεταμένες αρμοδιότητες στη νέα Υπηρεσία, κατά τρόπο ώστε αφενός μεν να γεννηθούν αμφιβολίες από πολύ νωρίς ως προς τη δυνατότητα της νέας Υπηρεσίας να ασκήσει τις αρμοδιότητες αυτές, αφετέρου δε να προκύψουν περίπλοκα ζητήματα αλληλοεπικαλύφεων με άλλους συναρμόδιους φορείς, καθορίστηκε το πεδίο δράσης της με συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, ρητά ορίζεται ότι «Αποστολή της Υπηρεσίας είναι αποκλειστικά η διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικών εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρ. 66 επ. του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ήτοι των εγκλημάτων φοροδιαφυγής ύστερα από τη θέση σε ισχύ του άρ. 8 του ν. 4337/2015 – Α’ 129) και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων, που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και της ευρωπαϊκής ένωσης». Στην ίδια παρ. ορίζεται ειδικότερα ότι η Υπηρεσία διενεργεί τις παραπάνω πράξεις μόνο κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν, βρίσκεται δε υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
Στην παρ. 2 του άρ. 382 καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας. Στην περ. a της παρ. 2 ορίζεται ότι η εκτέλεση της αποστολής Υπηρεσίας διενεργείται αποκλειστικά κατόπιν παραγγελίας των Εισαγγελικών Λειτουργών που αναφέρονται στην παρ. 1. Με την περ. β’ της ίδιας παραγράφου δίνεται η αρμοδιότητα για τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που ανατίθενται στην Υπηρεσία. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη θα εξειδικευθεί κατωτέρω στην ανάλυση του άρθρου 390. Οι περ. γ’ και δ’ της παρ. 2 περιέχουν διατάξεις διοικητικής μέριμνας.
Στις επόμενες παραγράφους (παρ. 3 έως και 7) του 382 εξειδικεύονται οι ανακριτικές και ερευνητικές δυνατότητες που έχει το προσωπικό της Υπηρεσίας για τη διερεύνηση φορολογικών (και απολύτως συναφών) εγκλημάτων. Ήδη από την αρχή της παρ. 3 του 382 αναφέρεται ρητά ότι το της προσωπικό της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του έχει την ιδιότητα του ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, πράγμα που σημαίνει ότι οι διατάξεις που αφορούν στη λειτουργία της Υπηρεσίας είναι ειδικές έναντι της διάταξης του άρ. 34 ΚΠΔ, η δε διεύθυνση και εποπτεία της προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργεί το προσωπικό της Υπηρεσίας ανήκει στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, και όχι στον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών.
Περαιτέρω, στην παρ. 3 του 382 αναφέρονται οι δυνατότητες πρόσβασης της υπηρεσίας σε αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται εν γένει στην κατοχή ιδιωτών.
Στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου περιγράφονται με ακρίβεια οι δυνατότητες πρόσβασης των ελεγκτών της Υπηρεσίας στα πληροφοριακά συστήματα της ΑΑΔΕ. Η ρύθμιση είναι εναρμονισμένη με τις δυνατότητες πρόσβασης του Οικονομικού Εισαγγελέα στα συγκεκριμένα συστήματα, όπως αυτή περιγράφεται στην παρ. 8 του άρ. 17Α του ν. 2523/1997.
Με την παρ. 5 ορίζεται σαφώς ότι οι ελεγκτές της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών των άρ. 62 και 63 του ν. 4170/2013. Επίσης ορίζονται οι όροι πρόσβασης των ίδιων ελεγκτών σε λοιπά δημόσια αρχεία.
Στην παρ. 6 ορίζεται η θέση των υπαλλήλων της Υπηρεσίας έναντι των λοιπών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και περιγράφονται οι όροι της διαρκούς ετοιμότητας αυτής. Περαιτέρω, στην παρ. 7 αναφέρονται λεπτομερώς οι δυνατότητες που θα έχει η Υπηρεσία για να συνεργάζεται με φορείς εσωτερικού και εξωτερικού. Με σαφήνεια, όμως, καθορίζεται ότι η ανταλλαγή πληροφοριών με φορείς του εξωτερικού δεν υποκαθιστά την αμοιβαία διοικητική συνδρομή που προβλέπεται στο άρ. 29 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Στις παρ. 8 και 9 του 382 προβλέπονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συνεργασίας της Υπηρεσίας με άλλες υπηρεσίες της Διοίκησης, αλλά και με τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές.
Η παρ. 10 έχει τεθεί προς άρση αμφισβητήσεων, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τις όμοιες προβλέψεις του άρ. 1 και των λοιπών παραγράφων του 382. Τέλος, με την παρ. 11 ορίζεται ότι η Υπηρεσία θα πρέπει να υποβάλλει Έκθεση Πεπραγμένων, με τα στοιχεία που αναφέρονται αναλυτικά σε αυτήν.

Άρθρο 383
Στο άρθρο 383 του ΣχΝ προβλέπεται η βασική διάρθρωση της νέας Υπηρεσίας, η οποία έχει τη μορφή Διεύθυνσης. Σε αυτή υπάγονται δύο αυτοτελή διοικητικά Τμήματα και μία Υποδιεύθυνση, με τέσσερα Τμήματα ερευνών.

Άρθρο 384
Στο άρθρο 384 ρυθμίζονται τα θέματα στελέχωσης της νέας Υπηρεσίας. Με την παρ. 1 συνιστώνται 135 θέσεις ελεγκτών και 14 οργανικές θέσεις διοικητικών υπαλλήλων. Με
την παρ. 2 προβλέπεται ο τρόπος πλήρωσης των θέσεων αυτών. Στην παρ. 3 προβλέπεται ειδική διαδικασία για την πλήρωση των θέσεων των ελεγκτών της Υπηρεσίας. Στην παρ. 4 καθορίζεται η διαδικασία για την απόσπαση των ελεγκτών. Στην παρ. 5 ορίζεται η διάρκεια των αποσπάσεων σε δύο + ένα έτη. Με την παρ. 6 προβλέπεται ότι ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τους αποσπασμένους υπαλλήλους. Με την παρ. 7 προβλέπεται η διαδικασία για τη διακοπή της απόσπασης πριν τη λήξη της. Στην παρ. 8 ρυθμίζεται η κάλυψη των θέσεων ευθύνης της νέας Υπηρεσίας, ενώ στην παρ. 9 προβλέπεται ότι η Γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος συνεχίζει να παρέχεται από το υφιστάμενο αυτοτελές Τμήμα Γραμματείας του. Με τη 10η παρ. του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται το μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων της Υπηρεσίας. Τέλος, με την παρ. 11 αφενός μεν προβλέπεται ειδική άπαξ διαδικασία για την αρχική στελέχωση της Υπηρεσίας με έως 60 υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε., αφετέρου δε καθιερώνεται ειδικό καθεστώς για πλήρωση διοικητικών θέσεων της Υπηρεσίας κατά την έναρξη λειτουργίας της με μονοετείς αποσπάσεις.
Στόχος της ρύθμισης είναι η στελέχωση της Υπηρεσίας με προσωπικό υψηλών προσόντων αλλά και σχετικής ελεγκτικής εμπειρίας και, για το λόγο αυτό, μοριοδοτούνται επιπλέον προς επιλογή υπάλληλοι που έχουν υπηρετήσει στο ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π. ή παλαιοί υπάλληλοι της Ειδικής Γραμματείας Σ.Δ.Ο.Ε.

Άρθρο 385
Στο άρθρο 385 και δη στην παρ. 1 αυτού, προβλέπεται η εγγραφή των απαιτούμενων πιστώσεων σε Κ.Α.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ με την παρ. 2 προβλέπεται ότι το βάρος της μισθοδοσίας των υπαλλήλων της Υπηρεσίας φέρει το Υπουργείο Οικονομικών.

Άρθρο 386
Στο άρθρο 386 ρυθμίζονται ειδικά θέματα για τους υπαλλήλους της νέας Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών. Πιο συγκεκριμένα, με την παρ. 1 καθορίζεται η ευθύνη των ελεγκτών και του λοιπού προσωπικού της Υπηρεσίας καθώς και η δυνατότητα νομικής εκπροσώπησής τους ενώπιον των Δικαστηρίων από μέλη του Ν.Σ.Κ. Με την παρ. 2 καθιερώνεται υποχρέωση τήρησης απορρήτου και καθήκον εχεμύθειας για τους υπαλλήλους ενώ στην παρ. 3 προβλέπεται κύρωση σε περίπτωση παράβασής τους από αυτούς. Στόχος της ρύθμισης είναι αφενός η προστασία των υπαλλήλων της Υπηρεσίας από πιθανόν κακόβουλες νομικές επιθέσεις αλλά και αφετέρου η δημιουργία της αίσθησης ευθύνης αυτών για τις πληροφορίες που χειρίζονται ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι κατόπιν εντολών του Εισαγγελέα.

Άρθρο 387
Στο άρθρο 387 καθορίζεται η διαδικασία που θα ακολουθείται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής. Ειδικότερα:
Στην παρ. 1 ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα δίνεται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ή τον Αναπληρωτή του ή τους Εισαγγελείς που τον επικουρούν η εντολή για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση τέλεσης αδικημάτων ποινικής φοροδιαφυγής προς τους ελεγκτές της Υπηρεσίας. Με την παρ. 2 προβλέπεται η αρμοδιότητα του προϊστάμενου της Διεύθυνσης. Στην παρ. 3 προβλέπεται ότι οι ελεγκτές της Υπηρεσίας διενεργούν έρευνα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 382 του ΣχΝ. Προβλέπεται ρητά ότι στο σχετικό στάδιο της διαδικασίας «Τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξης, κατά τη διάρκεια των ερευνών, έχουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Με την παρ. 4 του άρ. 387 καθορίζονται οι υποχρεώσεις των ελεγκτών της νέας υπηρεσίας όταν διαπιστώνουν ότι προκύπτουν ενδείξεις ποινικά κολάσιμης, σύμφ. με τα άρ. 66 επ. ΚΦΔ, φοροδιαφυγής. Στην περίπτωση αυτή, (που αναμένεται να είναι και η συνηθέστερη, με βάση την αποστολή και τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας) οι Ελεγκτές είναι υποχρεωμένοι να συντάσσουν πορισματική έκθεση που γνωστοποιείται προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και ακολούθως διαβιβάζεται στην ΑΑΔΕ μαζί με τον φάκελο της υπόθεσης. Επισημαίνεται ότι αυτή είναι η διαδικασία που ακολουθείται μόνο για τα εγκλήματα φοροδιαφυγής, διότι ως προς τα συγκεκριμένα εγκλήματα υπάρχει η διαδικαστική προϋπόθεση της σύνταξης μηνυτήριας αναφοράς κατά το άρθρο 68 του ΚΦΔ (για τη νομική φύση της μηνυτήριας αναφοράς ως διαδικαστικής προϋπόθεσης για την κίνηση της ποινικής δίωξης επί εγκλημάτων φοροδιαφυγής βλ. ΑΠ 798/2014 ΠοινΧρ ΞΕ’, 694 επ. – με αναφορά στα προβλεπόμενα στα άρ. 17 επ. του ν. 2523/1997 εγκλήματα φοροδιαφυγής) για την άσκηση δε της ποινικής δίωξης επί αυτών είναι -τουλάχιστον πρακτικά- αναγκαίος ο προσδιορισμός του οφειλόμενου φόρου από την φορολογική Αρχή (ήτοι την ΑΑΔΕ, τουλάχιστον από τη θέση σε ισχύ του άρ. 41 παρ. 2 στοιχ. β’ του ν. 4389/2016 και μετά). Προς το σκοπό επιτάχυνσης της διαδικασίας, αλλά και για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των φορολογουμένων, αξιώνονται πρόσθετες εγγυήσεις για την ολοκλήρωση της έρευνας της νέας Υπηρεσίας. Απαιτείται δηλαδή η πορισματική
έκθεση να είναι επαρκώς στοιχειοθετημένη και αιτιολογημένη και να έχει συγκεκριμένο μορφότυπο, πληρώντας τα ελάχιστα αντικειμενικά κριτήρια ελέγχου που εφαρμόζει η ΑΑΔΕ.
Με την παρ. 5 καθορίζεται μία δυνητική παρέκκλιση από τη συνήθη διαδικασία όταν διεξάγεται προκαταρκτική εξέταση για συρρέοντα αδικήματα. Πιο συγκεκριμένα, εάν υπάρχει δυνατότητα διαχωρισμού της δικογραφίας ως προς το αδίκημα της φοροδιαφυγής, για την οποία απαιτείται η διαβίβαση της δικογραφίας προς τις υπηρεσίες της ΑΑΔΕ, με την παρ. 5 προβλέπεται η δυνατότητα του αρμόδιου εισαγγελέα να χωρίσει τη δικογραφίας για τα λοιπά αδικήματα, προς το σκοπό επιτάχυνσης της διαδικασίας ως προς αυτά. Προϋπόθεση για τον εν λόγω χωρισμό της δικογραφίας είναι ότι ο αρμόδιος εισαγγελέας θα κρίνει ότι τα άλλα αδικήματα δεν σχετίζονται άμεσα με τυχόν αδίκημα φοροδιαφυγής.
Στην παρ. 6 προβλέπεται ότι η διαδικασία που θα ακολουθεί η ΑΑΔΕ για τον χειρισμό των νέων υποθέσεων, που θα κληθεί να χειριστεί μετά την λειτουργία της νέας Υπηρεσίας καθορίζεται με το νέο άρθρο 28Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, το οποίο τίθεται σε ισχύ με το άρθρο 390 του παρόντος.
Στην παρ. 7 προβλέπονται οι δυνατότητες που έχει η ΑΑΔΕ κατά την έκδοση διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, σε περίπτωση που το ελεγκτικό της προσωπικό αποφανθεί ότι θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την πορισματική έκθεση της νέας Υπηρεσία, και παρατίθενται οι βασικές περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχει περίπτωση τέτοιας διαφοροποίησης.
Με την παρ. 8 προβλέπεται μία επιπλέον δυνατότητα της ΑΑΔΕ, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος κατά του οποίου έχει αρχίσει η διαδικασία του παρόντος νόμου προσκομίσει στην ΑΑΔΕ νέα στοιχεία. Επειδή ο έλεγχος, θα έχει γίνει από τους ελεγκτές της νέας Υπηρεσίας προβλέπεται (δυνητικά, και μόνο εφόσον η ενέργεια αυτή κριθεί πρόσφορη) η διαβίβαση των νεότερων στοιχείων προς αυτήν, ούτως ώστε οι ελεγκτές της νέας Υπηρεσίας να μπορούν ταχύτερα να τα αξιολογήσουν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διαδικασία της παρ. 4 του άρθρου 28Α του ΚφΔ, όπως προτείνεται να ισχύσει με τη θέση σε ισχύ του άρ. 393 του παρόντος.
Με την παρ. 9 προβλέπεται οι προϋποθέσεις κατά τις οποίες η ΑΑΔΕ Υπηρεσία θα μπορεί (αιτιολογημένα) να αναπέμψει προς τη νέα Υπηρεσία φακέλους για περαιτέρω έρευνα, με ειδικότερη αναφορά και στην επίδραση που θα έχει η τυχόν αναπομπή στις προθεσμίες που αναφέρονται στο προτεινόμενο άρ. 28Α του ΚΦΔ.
Τέλος, με την παρ. 10 του άρ. 387 προβλέπεται διαδικαστικά και η περίπτωση κατά την οποία οι ελεγκτές της νέας Υπηρεσίας δεν διαπιστώσουν ενδείξεις για οποιοδήποτε έγκλημα. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση αρχειοθετείται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, και οι πιθανολογούμενες παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας γνωστοποιούνται στην ΑΑΔΕ σύμφωνα νεοπαγή διαδικασία του άρθρου 64 του ν. 4472/2017.
 

Άρθρο 388
Στο άρθρο 388 προβλέπεται η διαδικασία συντονισμού μεταξύ της νέας Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών και της ΑΑΔΕ Στις 3 πρώτες παραγράφους καθορίζονται ορισμένα ζητήματα σχέσεων της νέας Υπηρεσίας και της ΑΑΔΕ. Με την παρ. 4 του άρθρου 388 συστήνεται διϋπηρεσιακό συντονιστικό όργανο καταπολέμησης φορολογικού εγκλήματος που συγκροτείται καταρχήν από Εισαγγελικό Λειτουργό ως Πρόεδρο, εκπροσώπους ελεγκτικών υπηρεσιών της ΑΑΔΕ, εκπροσώπους της νέας Υπηρεσίας. Περαιτέρω, στο ίδιο συντονιστικό όργανο θα εκπροσωπούνται και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, η Οικονομική Αστυνομία αλλά και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων απο Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Στην ίδια παράγραφο προβλέπεται η έκδοση σχετικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης για τις λεπτομέρειες λειτουργίας του νέου αυτού οργάνου. Στην παρ. 5 προβλέπονται και οι βασικές αρμοδιότητες αυτού, όσον αφορά την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων μεταξύ των ελεγκτικών υπηρεσιών, την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών κ.λ.π.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία συντονισμού είναι ένα απαραίτητο βήμα για την επιτυχή έναρξη των καθηκόντων της νέας Υπηρεσίας, το οποίο βασίζεται στα διεθνή πρότυπα της συνεργασίας μεταξύ των φορέων δίωξης και έρευνας του φορολογικού εγκλήματος. Η συνεργασία μεταξύ συναρμόδιων αρχών θεωρείται και διεθνώς ως βασικό ζητούμενο προκειμένου για την επιτυχή αντιμετώπιση της σχετικής με την φορολογία εγκληματικότητας, πράγμα που έχει αποτυπωθεί και στις 10 Παγκόσμιες Αρχές για την μάχη κατά φορολογικού εγκλήματος, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί με πρωτοβουλία του ΟΟΣΑ (βλ. σχετικά την έκδοση του ΟΟΣΑ με τίτλο: OECD (2017), Fighting Tax Crime: The Ten Global Principles, OECD Publishing, Paris, σελ. 60 επ. Η συνεργασία μεταξύ των συναρμόδιων υπηρεσιών αναφέρεται ως η 8η Παγκόσμια Αρχή της μάχης κατά της φορολογικής εγκληματικότητας). Είναι προφανές, ότι με την παρούσα ρύθμιση γίνεται ένα αναγκαίο πρώτο βήμα συνεργασίας, με έμφαση στο συγκεκριμένο πεδίο της φοροδιαφυγής, το οποίο, ενδεχομένως να χρειάζεται να ακολουθηθεί από βήματα
εμβάθυνσης της συνεργασίας των συναρμόδιων φορέων και σε πιο σύνθετα πεδία καταπολέμησης της εν ευρεία εννοία οικονομικής εγκληματικότητας και της διαφθοράς.
Υποκεφάλαιο Β’
 

Άρθρο 389
Στο άρθρο 389 προβλέπονται οι μεταβατικές διατάξεις για την επιστροφή από την ΑΑΔΕ προς τους Εισαγγελείς των εισαγγελικών παραγγελιών που εκκρεμούν στην Αρχή, πλην, κατ’ ανώτατο όριο, εκκρεμών εντολών ελέγχου 1.300 Α.Φ.Μ. που κρίνεται σκόπιμο να παραμείνουν προς έλεγχο σε αυτήν. Η ρύθμιση είναι σημαντική, και είναι δεδομένο ότι θα είναι ένα πρώτο σημαντικό έργο για τη νέα Υπηρεσία, το οποίο αφενός θα βοηθήσει την ΑΑΔΕ μειώνοντας την επιβάρυνσή της από σημαντικό όγκο εκκρεμών ερευνών, αφετέρου δε θα οδηγήσει στη διαλεύκανση πολλών σημαντικών εκκρεμών υποθέσεων, οι οποίες θα ελεγχθούν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος.
 

Άρθρο 390
Με το άρθρο 390 του ΣχΝ προστίθεται άρθρο 28Α στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Με τη νέα διάταξη επιχειρείται να αποτυπωθεί η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται από τη Φορολογική Διοίκηση για την μεταχείριση των πορισματικών εκθέσεων της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, η οποία συστήνεται με το Υποκεφάλαιο Α’ του παρόντος Κεφαλαίου του ΣχΝ. Ειδικότερα, με τις παραγράφους του παρόντος άρθρου, προβλέπεται αναλυτικά η διαδικασία που θα ακολουθείται (αλλά και οι συναφείς προθεσμίες που θα πρέπει να τηρούνται) όσον αφορά στα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου μέχρι την κοινοποίηση στον φορολογούμενο της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, καθώς και της έκθεσης ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση, παρέχεται το δικαίωμα στον φορολογούμενο να υποβάλλει τις αντιρρήσεις του και σε αυτό το στάδιο, και να ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Με τις διατάξεις του άρθρου 390 λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της έχουσας μεικτό χαρακτήρα (δηλαδή και ποινικό, αλλά και διοικητικό) διαδικασίας που προβλέπεται με το παρόν κεφάλαιο του ΣχΝ.
Άρθρο 391
Με το άρθρο 391 γίνονται ορισμένες αναγκαίες μεταβατικές τροποποιήσεις στην παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997, οι οποίες αποσκοπούν στην ομαλή έναρξη της λειτουργίας
της Νέας Υπηρεσίας. Η ρύθμιση είναι συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 389 του παρόντος.
Άρθρο 392
Στο άρθρο 392 εντάσσονται όλες οι εξουσιοδοτικές διατάξεις για την έκδοση της δευτερογενούς νομοθεσίας που κρίνεται απαραίτητη για τη λειτουργία της νέας Δομής.

 

Σχέδιο διάταξης 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΣΥΣΤΑΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Σύσταση Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος
Άρθρο 381
Σύσταση Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος
1.    Στο Υπουργείο Οικονομικών συστήνεται νέα Υπηρεσία, επιπέδου Διεύθυνσης με τίτλο «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος», υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών.
2.    Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 17Α ν. 2523/1997, Α 179), έχει την καθοδήγηση και το συντονισμό λειτουργίας της Υπηρεσίας.
3.    Η κατά τόπο αρμοδιότητα της Υπηρεσίας εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια.
4.    Οπου στο παρόν Κεφάλαιο γίνεται αναφορά σε «Υπηρεσία», νοείται η «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος».
Άρθρο 382
Αποστολή και Αρμοδιότητες
1.    Αποστολή της Υπηρεσίας είναι αποκλειστικά η διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικών εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 66 επ. του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/93, Α’170) και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων, που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και της ευρωπαϊκής ένωσης, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν, υπάτην εποπτείατου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
2.    Η Υπηρεσία είναι αρμόδια για:
α) την διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων, σύμφωνα με την κατά την παρ. 1 αποστολή της, αποκλειστικά κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν,
β) τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που της απευθύνονται,
γ) τη διοικητική υποστήριξη και μέριμνα και την εξασφάλιση των υλικών και μέσων, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, και
δ) τη συλλογή, τήρηση και διαρκή ενημέρωση του αρχείου της σχετικά με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία που αφορά στην αποκάλυψη και δίωξη φορολογικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων καθώς και τήρηση αρχείου διοικητικής και ποινικής νομολογίας για τα θέματα αυτά.
3.    Το προσωπικό της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του έχει την ιδιότητα των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων και κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν:
α) προβαίνει στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος,
β) λαμβάνει γνώση και διενεργεί έρευνες επί φορολογικών δεδομένων, ήτοι φορολογικών δηλώσεων, φορολογικών στοιχείων και κάθε άλλου υποχρεωτικού και προαιρετικού βιβλίου και στοιχείου που ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία. Η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα περιορίζεται σε αυτά που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που αναφέρονται στην παρ. 1. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων γίνεται στα γραφεία της Υπηρεσίας ή στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου.
γ) καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο ή άλλο πρόσωπο να δώσει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της έρευνας, καθώς και να παρέχει αντίγραφα μέρους των βιβλίων και στοιχείων ή οποιοσδήποτε συναφούς εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων πελατολογίων και καταλόγων προμηθευτών και αντίγραφα των ηλεκτρονικών αρχείων, εφόσον αυτά εκδίδονται μηχανογραφικά.
δ) ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου, στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, καθώς και στα μεταφορικά μέσα.
ε) ενεργεί έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων που δεν ευρίσκονται στο χώρο της επαγγελματικής απασχόλησης του ελεγχόμενου τηρώντας τα οριζόμενα στις διατάξεις του ΚΠΔ.
στ) λαμβάνει αντίγραφα των βιβλίων και στοιχείων, καθώς και λοιπών εγγράφων, για τα οποία ο ελεγχόμενος δηλώνει ότι αντιπροσωπεύουν ακριβή αντίγραφα. Οι διενεργούντες την έρευνα δύνανται να απαιτούν από τον ελεγχόμενο ή τον εκπρόσωπο του να παρίσταται στον τόπο, όπου διενεργείται ο έλεγχος, και να απαντά σε ερωτήματα που του τίθενται, ώστε να διευκολύνεται η διενέργεια της έρευνας. Σε περίπτωση κατά την οποία τα βιβλία και στοιχεία τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή, η υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε φυλασσόμενα αρχεία, καθώς και στα λογιστικά προγράμματα και τις πληροφορίες που έχουν καταχωριστεί σε αυτά ενώ δικαιούται να λαμβάνει τα ηλεκτρονικά αρχεία σε αναγνώσιμη ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.
ζ) κατάσχει βιβλία και στοιχεία που τηρούνται ή διαφυλάσσονται σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία, στοιχεία, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποδεικτική αξία αυτών.
4.    Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, στο πλαίσιο εκτέλεσης παραγγελιών των εισαγγελικών λειτουργών του παρόντος άρθρου, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), γνωστοποιώντας στην τελευταία την πρόσβαση αυτή, σύμφωνα με τους κανόνες ιχνηλασιμότητας και πρόσβασης στα συστήματα της Α.Α.Δ.Ε., και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν. Η πρόσβαση αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία προσδιορισμένων φυσικών και νομικών προσώπων και κάθε είδους νομικών οντοτήτων με εντοπισμένο αριθμό φορολογικού μητρώου. Η προαναφερθείσα πρόσβαση των ελεγκτών της Υπηρεσίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, υποχρεούνται, όμως, αυτοί στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.
5.    Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 63 του ν. 4170/2013 (Α’ 163) και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων, υποχρεούνται, όμως, αυτοί στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.
6.    Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας ασκούνται παράλληλα και ανεξάρτητα από λοιπές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών. Το προσωπικό αυτής τελεί σε διαρκή ετοιμότητα για την ταχεία επέμβασή του, όταν παρίσταται ανάγκη, και θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, κάθε φορά που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του, πάντοτε, όμως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, και τις εντολές των προϊσταμένων του και του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
7.    Η Υπηρεσία συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού και δύναται να συμμετέχει σε θεσμοθετημένα διϋπηρεσιακά όργανα. Με την επιφύλαξη και τους όρους του παρόντος νόμου, οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές αρχές και υπηρεσίες, υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχείο. Η ανταλλαγή πληροφοριών με υπηρεσίες και φορείς του εξωτερικού αφορά μόνο στην ποινική διερεύνηση των υποθέσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας και δεν σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή του άρθρου 29 του Κ.Φ.Δ.
8.    Η Υπηρεσία μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες και τους εμπλεκόμενους φορείς στατιστικά στοιχεία, καθώς και άλλα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με υποθέσεις αρμοδιότητάς της.
9.    Η Υπηρεσία μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στατιστικά στοιχεία, καθώς και πληροφορίες για τη δικονομική πορεία των υποθέσεων
αρμοδιότητάς της και να λαμβάνει αντίγραφα βουλευμάτων, δικαστικών αποφάσεων και άλλων πράξεων των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών.
10.    Με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων της παρ. 4, η πρόσβαση της Υπηρεσίας σε πληροφορίες και στοιχεία, όπου αναφέρεται στα άρθρα του παρόντος νόμου, επιτρέπεται στο πλαίσιο της εκτέλεσης παραγγελιών του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν. Η πρόσβαση αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις διατυπώσεις του πρώτου εδάφιου της παρ. 8 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 και σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας.
11.    Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Υπηρεσία υποβάλλει έκθεση πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και στους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Στην έκθεση αναφέρονται ο αριθμός ερευνών και η διαδικαστική πορεία τους. Η έκθεση αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για πέντε (5) έτη.
 

Άρθρο 383
Βασική διάρθρωση
1.    Η Διεύθυνση διαρθρώνεται στην Υποδιεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος και σε δύο αυτοτελή Τμήματα.
2.    Η Υποδιεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος έχει ως προϊστάμενο Υποδιευθυντή και απαρτίζεται από τέσσερα (4) Τμήματα (Α’,Β’, Γ’, Δ’) Ερευνών.
3.    Τα αυτοτελή Τμήματα υπάγονται απευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης καί είναι τα εξής:
α) Τμήμα Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης και β) Τμήμα Νομικής Υποστήριξης.
 

Άρθρο 384
Στελέχωση
Ι.Για τη στελέχωση της Διεύθυνσης συνιστώνται 135 θέσεις ελεγκτών. Για τη διοικητική υποστήριξή της, επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η κατανομή δεκαπέντε οργανικών θέσεων από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 86 και 87 του π.δ. 142/2017 (Α’181).
2.    Η κλήρωση των οργανικών θέσεων διοικητικού προσωπικού της Διεύθυνσης διενεργείται:
α) με μετακίνηση υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών,
β) με μετάταξη ή απόσπαση δημοσίων υπαλλήλων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας (ν. 4440/2016, Α’224 ),
γ) με διορισμό σύμφωνα με το ν. 2190/1994 (Α’28,) όπως ισχύει.
3.    Οι θέσεις ελεγκτών καλύπτονται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων για το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας, με αποσπάσεις μονίμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού που υπηρετεί σε φορείς του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις του ν. 1256/1982 (Α’65), όπως ισχύει, συμπεριλαμβανομένων ένστολων, καθώς και ειδικού επιστημονικού προσωπικού, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του προανακριτικού έργου. Tta τη διενέργεια των ανωτέρω αποσπάσεων εκδίδεται πρόσκληση του αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, με την οποία καθορίζονται ο αριθμός των θέσεων που θα καλυφθούν, τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων για την κάλυψη των θέσεων αυτών, καθώς και ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής αίτησης των ενδιαφερομένων, η διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεών τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
4.    Η απόσπαση των ελεγκτών, σύμφωνα με την παρ. 3, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αναφέρονται στην περ. α’ της παρ. 11 του παρόντος άρθρου, διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του οικείου Υπουργού ή του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., κατόπιν ειδικής πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, χωρίς να απαιτείται γνώμη των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, με επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 25 του Ν. 4389/2016 (Α’94). Υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίοι έχουν υπηρετήσει έως και την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος, στα αυτοτελή Τμήματα Α’ έως Δ’ του ΚΕΦΟΜΕΠ, καθώς και οι υπάλληλοι που μεταφέρθηκαν από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων τυγχάνουν αυξημένης μοριοδότησης κατά τη διαδικασία της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος της παρούσας παραγράφου.
5.    Η διάρκεια της απόσπασης των ελεγκτών ορίζεται διετής με δυνατότητα ανανέωσης για ένα έτος, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 4 .
6.    Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται, για κάθε συνέπεια, ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική θέση του υπαλλήλου.
7.    Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του οικείου Υπουργού ή του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, είναι δυνατόν να διακοπεί η απόσπαση υπαλλήλου και πριν από τη λήξη της, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ή μετά από αίτηση του υπαλλήλου, αφού συνεκτιμηθούν οι υπηρεσιακές ανάγκες.
8.    Για την επιλογή, τοποθέτηση και λήξη της θητείας των προϊσταμένων της Διεύθυνσης και των Τμημάτων της, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4369/2016 (Α’33). Οι Προϊστάμενοι της Διεύθυνσης και των Τμημάτων αυτής προέρχονται από τους ελεγκτές και το διοικητικό προσωπικό που υπηρετεί στη Διεύθυνση.
9.    Η γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του έργου του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, του αναπληρωτή του και των εισαγγελέων που τον επικουρούν εξακολουθεί να παρέχεται από το υφιστάμενο αυτοτελές Τμήμα Γραμματείας το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με την παρ. 9α του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997.
10.    α) Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στην Υπηρεσία διατηρούν κατά το διάστημα που εργάζονται σε αυτή όλες τις τυχόν επιπλέον του μισθού τακτικές αποδοχές και τα κάθε φύσης επιδόματα και απολαβές των λοιπών υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας, βαθμού και μισθολογικού κλιμακίου, του κλάδου στον οποίο ανήκουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
β) Οι υπάλληλοι που αποσπώνται στην Υπηρεσία για το χρονικό διάστημα που υπηρετούν σε αυτή διατηρούν το σύνολο των απολαβών της οργανικής τους θέσης.
γ) Για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων των ελεγκτών της Υπηρεσίας είναι δυνατόν να καταβάλλεται σε αυτούς επίδομα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 17 ν. 4354/2015 (Α’176).
11.    α) Ειδικά και προς διασφάλιση της άμεσης λειτουργίας της Υπηρεσίας και προς ολοκλήρωση των εκκρεμών ελέγχων, αποσπώνται με την διαδικασία της παρ. 4 του παρόντος άρθρου και τοποθετούνται σε αυτή κατ’ ανώτατο όριο εξήντα (60) υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε.
β) α) Ειδικά και προς διασφάλιση της άμεσης λειτουργίας της Υπηρεσίας και προς ολοκλήρωση των εκκρεμών ελέγχων, αποσπώνται με την διαδικασία της παρ. 4 του παρόντος άρθρου και τοποθετούνται σε αυτή κατ’ ανώτατο όριο εξήντα (60) υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε.
β) Μόνο για την αρχική λειτουργία της Διεύθυνσης μέχρι πέντε (5) θέσεις διοικητικού προσωπικού της παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να καλύπτονται με μονοετείς αποσπάσεις μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
αορίστου χρόνου, που υπηρετεί στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το ν. 1256/1982 όπως ισχύει, εξαιρουμένης της Α.Α.Δ.Ε., χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Οι αποσπάσεις αυτές θα πραγματοποιηθούν κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του ενιαίου συστήματος κινητικότητας (ν. 4440/2016), με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από σχετική ανακοίνωση – πρόσκληση που θα εκδοθεί από το Υπουργείο Οικονομικών.
 

Άρθρο 385
Δαπάνες
1.    Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τη λειτουργία του Υπηρεσίας εγγράφονται κάθε έτος σε ειδικό φορέα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών.
2.    Η δαπάνη μισθοδοσίας των υπαλλήλων που αποσπώνται στην Υπηρεσία βαρύνει το φορέα υποδοχής, σε κάθε δε περίπτωση οι αποδοχές των υπαλλήλων που αποσπώνται δεν υπολείπονται του συνόλου των αποδοχών και των λοιπών πρόσθετων αμοιβών που τους καταβάλλονταν από τον φορέα προέλευσης, με τις προϋποθέσεις χορήγησής τους. Ο φορέας υποδοχής βαρύνεταί επιπλέον με τις δαπάνες οποιοσδήποτε τυχόν επιπλέον αμοιβής των υπαλλήλων της Υπηρεσίας.
Άρθρο 386
Ειδικές ρυθμίσεις για την άσκηση των καθηκόντων του προσωπικού της Υπηρεσίας
1.    Οι ελεγκτές και το λοιπό προσωπικό της Υπηρεσίας δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν ή θέση που έλαβαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, στο οποίο υποχρεούνται οι υπηρετούντες στην Υπηρεσία και μετά την αποχώρησή τους από αυτό. Οι ελεγκτές, εφόσον εξετάζονται ή διώκονται ενώπιον ποινικών δικαστηρίων για αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις ή παραλείψεις στις οποίες προέβησαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή ενάγονται ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων για την ίδια αιτία, μπορούν να παρίστανται και να εκπροσωπούνται ενώπιον των ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο γίνεται υποχρεωτικά δεκτό.
2.    Οι ελεγκτές τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου και του καθήκοντος εχεμύθειας αφορά το σύνολο του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία.
3.    Παραβιάσεις του απορρήτου ή του καθήκοντος εχεμύθειας, συνιστούν σοβαρό λόγο για την ανάκληση της απόσπασης του ελεγκτή.
 

Άρθρο 387
Διαδικασία σε περιπτώσεις ερευνών για την διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων
φοροδιαφυγής
1.    Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ή ο αναπληρωτής του ή οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν, παραγγέλλουν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 382 τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης στους ελεγκτές της Υπηρεσίας για τη διερεύνηση τέλεσης αδικημάτων ποινικά κολάσιμης φοροδιαφυγής και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της.
2.    Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης, μετά την παραγγελία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, εκδίδει εντολές για τη διενέργεια ερευνών αρμοδιότητας της Υπηρεσίας.
3.    Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, διενεργούν έρευνα για την διαπίστωση τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής και λοιπών οικονομικών εγκλημάτων. Τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξης, κατά τη διάρκεια των ερευνών, έχουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
4.    Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, και μόνο εφόσον προκύπτουν ενδείξεις ποινικά κολάσιμης, σύμφωνα με τα άρθρα 66 και επόμενα του ΚΦΔ, φοροδιαφυγής, οι ελεγκτές της Υπηρεσίας συντάσσουν πορισματική έκθεση, η οποία γνωστοποιείται προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και ακολούθως διαβιβάζεται στην Α.Α.Δ.Ε. μαζί με τον φάκελο της υπόθεσης. Η πορισματική έκθεση πρέπει να είναι επαρκώς στοιχειοθέτημένη και αιτιολογημένη και να έχει συγκεκριμένο μορφότυπο, πληρώντας τα ελάχιστα αντικειμενικά κριτήρια ελέγχου που εφαρμόζει η Α.Α.Δ.Ε.
5.    Σε περιπτώσεις που από την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση προκόψουν ενδείξεις τέλεσης και άλλων εγκλημάτων, τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με αυτά των άρθρων 66 επ. του ΚΦΔ, η σχηματισθείσα δικογραφία δύναται να χωρίζεται ως προς αυτά και ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 6 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997.
6.    Για τις ως άνω υποθέσεις που διαβιβάζονται στην Α.Α.Δ.Ε. ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 28Α του ΚΦΔ, που προστίθεται με το άρθρο 390 του παρόντος.
7.    Κατά την έκδοση της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, η Α.Α.Δ.Ε. δύναται είτε να αφίσταται από την πορισματική έκθεση της Υπηρεσίας, είτε να μην εκδίδει την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, κατόπιν ειδικής και επαρκούς αιτιολογίας, ιδίως, α) σε περίπτωση που στην πορισματική έκθεση της Υπηρεσίας δεν έχουν ληφθεί υπόψη ή έχουν εφαρμοσθεί εσφαλμένα ερμηνευτικές εγκύκλιοι της Α.Α.Δ.Ε. επί των φορολογικών και τελωνειακών διατάξεων, ή η νομολογία των δικαστηρίων ή οι αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, β) σε περίπτωση προσκόμισης νέων στοιχείων, γ) σε περίπτωση μη τήρησης του μορφότυπου της πορισματικής έκθεσης της Α.Α.Δ.Ε., όπως ισχύει ή δύναται να εξειδικεύεται.
8.    Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος προσκομίσει νέα στοιχεία στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών της παρ. 2 του άρθρου 28Α του Κ.Φ.Δ., η τελευταία δύναται να τα διαβιβάζει στην Υπηρεσία προς αξιολόγηση, ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 28Α του Κ.Φ.Δ., όπως ισχύει κάθε φορά.
9.    Σε περίπτωση μη επαρκούς στοιχειοθέτησης ή μη τήρησης του μορφότυπου της πορισματικής έκθεσης η Α.Α.Δ.Ε. δύναται να αναπέμψει στην Υπηρεσία αιτιολογημένα τον φάκελο της υποθέσεως για περαιτέρω έρευνα από αυτήν. Ο χρόνος που απαιτείται για την εν λόγω διαδικασία δεν προσμετράται στην προθεσμία του ενός (1) μηνός κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 28Α του Κ.Φ.Δ., για την κοινοποίηση του προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου.
10.    Στις περιπτώσεις που μετά την έρευνα που διενεργείται από τους ελεγκτές της Υπηρεσίας δεν προκύπτουν ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος ποινικά κολάσιμης φοροδιαφυγής ή οποιουδήποτε άλλου αδικήματος, η υπόθεση αρχειοθετείται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και πιθανολογούμενες παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας γνωστοποιούνται στην Α.Α.Δ.Ε. σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 64 του ν. 4472/2017 (Α’ 74) διαδικασία.
 

Άρθρο 388
Συντονισμός της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος και της Α.Α.Δ.Ε.
1.    Η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος στο πλαίσιο εισαγγελικής παραγγελίας και η Α.Α.Δ.Ε. διατηρούν αυτοτελώς το δικαίωμα ποινικής έρευνας και φορολογικού ελέγχου, αντιστοίχως.
2.    Η Α.Α.Δ.Ε. εξακολουθεί να δέχεται καταγγελίες και διατηρεί την αρμοδιότητα φορολογικού ελέγχου των προσώπων για τα οποία διεξάγεται έρευνα από τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος.
3.    Προγενέστερες ή εν εξελίξει έρευνες της Α.Α.Δ.Ε. ή της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος σε σχέση με τα κατά περίπτωση ελεγχόμενα πρόσωπα εκάστου φορέα συνεκτιμώνται κατά την έναρξη ελέγχου.
4.    Με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. συστήνεται διϋπηρεσιακό συντονιστικό όργανο καταπολέμησης φορολογικού εγκλήματος που συγκροτείται από α) Εισαγγελικό Λειτουργό, που επικουρεί τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και ορίζεται με πράξη του, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, β) δύο (2) εκπροσώπους της Α.Α.Δ.Ε., που ορίζονται με πράξη του Διοικητή, ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους, y) δύο (2) εκπροσώπους της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, που ορίζονται με πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης, ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους, δ) έναν (1) εκπρόσωπο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, που ορίζεται με πράξη του Ειδικού Γραμματέα Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, με τον Αναπληρωτή του, ε) έναν (1) εκπρόσωπο της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, που ορίζεται με πράξη του Διευθυντή της, με τον αναπληρωτή του, και στ) έναν (1) εκπρόσωπο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, που ορίζεται με πράξη του Προέδρου της, με τον αναπληρωτή του. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του οργάνου.
5.    Αντικείμενο εργασιών του διϋπηρεσιακού συντονιστικού οργάνου είναι:
α) η αποφυγή επικαλύψεων του έργου της Υπηρεσίας με το ελεγκτικό έργο της Α.Α.Δ.Ε.,
β) η υποβολή προτάσεων προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος για την προτεραιοποίηση των δράσεων της Υπηρεσίας,
γ) η παρακολούθηση της πορείας των υποθέσεων που αφορούν σε μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικά εγκλήματα και οποιαδήποτε άλλα συναφή οικονομικά εγκλήματα που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και την
Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως δε η παρακολούθηση της έγκαιρης διαβίβασης των πορισματικών εκθέσεων στην Α.Α.Δ.Ε., και της σύνταξης των σχετικών μηνυτήριων αναφορών, και
δ) η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών, στο μέτρο που αυτή επιτρέπεται με βάση το άρθρο 2 του παρόντος νόμου.
6.    Ο Πρόεδρος του συντονιστικού οργάνου δύναται, για την διευκόλυνση του έργου του, να δέχεται εισηγήσεις προς εξέταση και να προσκαλεί στις συνεδριάσεις εκπροσώπους από άλλα ελεγκτικά σώματα ή αρχές.
7.    Το συντονιστικό όργανο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δεν επεμβαίνει στις διαδικασίες επιλογής υποθέσεων προς έλεγχο της Α.Α.Δ.Ε. και λειτουργεί υπό την εποπτείατου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Συναφείς και μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 389
Μεταβατικές ρυθμίσεις
Οι εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ανακριτικών και προανακριτικών πράξεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων και εντολών διενέργειας φορολογικών ελέγχων που έχουν προκύψει από εντολή οιασδήποτε εισαγγελικής και δικαστικής αρχής, οι οποίες εκκρεμούν στην Α.Α.Δ.Ε. (ΚΕΜΕΕΠ, ΚΕΦΟΜΕΠ, Δ.Ο.Υ., ΥΕΕΔΕ, ΔΙΠΑΕΕ, Κεντρικές Υπηρεσίες), κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας, επιστρέφονται από την Α.Α.Δ.Ε. στις κατά περίπτωση αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές που έχουν εκδώσει τις σχετικές παραγγελίες, εντολές και αιτήματα μέχρι την 28.02.2018. Κατ’ εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου η Α.Α.Δ.Ε. διατηρεί κατ’ ανώτατο όριο εκκρεμείς εντολές ελέγχου 1.300 Α.Φ.Μ. για τις χρήσεις που έχουν προτεραιοποιηθεί, των οποίων ο έλεγχος βρίσκεται σε τελικό στάδιο την 28.02.2018 ή που είναι προτεραιοποιημένες για έλεγχο από την Α.Α.Δ.Ε. κατά την ίδια ημερομηνία. Ως τελικό στάδιο ελέγχου νοείται α) η έκδοση προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή β) η έκδοση αιτήματος παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Κ.φ.Δ.
Άρθρο 390
Θέσπιση άρθρου 28Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Μετά το άρθρο 28 του ν.4174/2013 προστίθεται άρθρο 28Α, ως ακολούθως:
«ΑΡΘΡΟ 28A
1.    Για τις υποθέσεις που διαβιβάζονται στη Φορολογική Διοίκηση από την Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (εφεξής «Υπηρεσία»), διενεργείται έλεγχος κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, κατά παρέκκλιση δε των διατάξεων του άρθρου 28, η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει σε προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό φόρου ως ακολούθως: Εντός μηνός από τη διαβίβαση της πορισματικής έκθεσης της Υπηρεσίας, των σχετικών εγγράφων και των προσκομισθέντων από τον ελεγχόμενο στοιχείων, η Φορολογική Διοίκηση κοινοποιεί εγγράφως στο φορολογούμενο αντίγραφο αυτής, σημείωμα διαπιστώσεων με τα αποτελέσματα της έρευνας και τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου, βάσει της πορισματικής έκθεσης της Υπηρεσίας.
2.    Ο φορολογούμενος δύναται να λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίζεται ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου και να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του σχετικά με τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της έγγραφης γνωστοποίησης.
3 Η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής των απόψεων του φορολογούμενου ή, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν υποβάλει τις απόψεις του, στην εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο. Το εν λόγω διάστημα δύναται να παρατείνεται αιτιολογημένα για ένα (1) επιπλέον μήνα ανάλογα με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, κατόπιν έγγραφης ενημέρωσης προς την Υπηρεσία.
4.    Σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3, ο φορολογούμενος προσκομίσει νέα στοιχεία στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., η τελευταία δύναται να τα διαβιβάζει στην Υπηρεσία προς αξιολόγηση. Η Υπηρεσία υποχρεούται να αποστείλει στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. εγγράφως τις απόψεις της επί των νέων αυτών στοιχείων σε προθεσμία ενός μήνα από την ημερομηνία λήψης του φακέλου. Εφόσον ο φορολογούμενος προσκομίσει εμπρόθεσμα νέα στοιχεία στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπεται στα δύο προηγούμενα εδάφια δεν προσμετράται στην αναφερόμενη στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 προθεσμία των τριών (3) μηνών για την έκδοση της οριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει συνολικά τους τέσσερεις ή, κατόπιν αιτιολογημένης παράτασης, τους πέντε μήνες από τη λήψη των νέων αυτών στοιχείων από την Α.Α.Δ.Ε.
5.    Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται με βάση έκθεση ελέγχου την οποία συντάσσει η φορολογική Διοίκηση και περιλαμβάνει εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα τα γεγονότα, τα στοιχεία και τις διατάξεις που έλαβε υπόψη της για τον προσδιορισμό του φόρου. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου μαζί με την έκθεση ελέγχου κοινοποιούνται στο φορολογούμενο.
6.    Οι διαδικασίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.
Άρθρο 391
Τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997
Το τελευταίο εδάφιο της περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν.2523/1997, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν από την 01.03.2018».
Άρθρο 392
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1.    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να συνιστώνται, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται Περιφερειακά Γραφεία της Υπηρεσίας. Στην ίδια απόφαση δύναται να καθορίζεται η κατά τόπο αρμοδιότητα κάθε Περιφερειακού Γραφείου Kat να ορίζεται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας αυτών.
2.    Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να ανακαθορίζεται η κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμοδιότητα των οργανικών μονάδων της Υπηρεσίας.
3.    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος δύναται α) να εξειδικεύονται περαιτέρω οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας, β) να (ανα)κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων και Γραφείων, γ) να (ανα)κατανέμονται οι οργανικές θέσεις προσωπικού στα Τμήματα και στα Γραφεία, και δ) να συνιστώνται, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται Τμήματα ή Γραφεία της Υπηρεσίας.
4.    Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του παραπάνω προσωπικού, καθώς και τα λοιπά θέματα λειτουργίας της Υπηρεσίας, εξειδικεύονται με εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας που καταρτίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του
Υπουργού Δικαιοσύνης αρμόδιου για θέματα διαφθοράς κατόπιν εισηγήσεως του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
5.    Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζεται ή δύναται να εξειδικεύεται ο μορφότυπος της πορισματικής έκθεσης της Υπηρεσίας για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος. Μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης, ακολουθείται ο μορφότυπος που εφαρμόζεται από τις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε.
6.    Με κοινή απόφαση του, του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη μεταφορά των υποθέσεων του άρθρου 389 του παρόντος.
Άρθρο 393
Τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 3213/2003
Η περίπτωση λ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α’ 309) αντικαθίσταται
ως εξής:
«λ. Τα μέλη όλων των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου του Δημοσίου, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων οποιοσδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, το προσωπικό της Υπηρεσίας Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, καθώς και οι υπάλληλοι των μονάδων αυτών που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα.»

Άρθρο 394
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του Κεφαλαίου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.

 

To Top