Το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών υπερισχύει του δικαιώματος επικοινωνίας με τον πατέρα, όταν συντρέχει κίνδυνος για την ασφάλειά τους! Παραβίαση της οικογενειακής ζωής

130

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ι.Μ. κ.α. κατά Ιταλίας της 10.11.2022 ( αρ. προσφ. 25426/20)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα επικοινωνίας πατέρα με ανήλικα παιδιά. Κίνδυνος ασφάλειας παιδιών. Βέλτιστο συμφέρον παιδιών. Σεβασμός οικογενειακής ζωής.

Η προσφεύγουσα, μητέρα των δύο παιδιών εγκατέλειψε το σπίτι και τον άντρα της G.C., λόγω της συμπεριφοράς του τελευταίου, ο οποίος ήταν αλκοολικός και τοξικομανής. Στη συνέχεια απευθύνθηκε σε κέντρο για θύματα κακοποιητικής συμπεριφοράς και έκανε καταγγελία σε βάρος του πατέρα. Ο εισαγγελέας κατόπιν έρευνας, αφαίρεσε τη γονική μέριμνα από τον πατέρα. Συμφωνήθηκε να γίνονται κάποιες συναντήσεις μεταξύ πατέρα και παιδιών σε ασφαλές μέρος παρουσία ψυχολόγου. Ωστόσο τα εθνικά δικαστήρια αποφάσισαν να αναστείλουν και τη γονική μέριμνα της μητέρας με την αιτιολογία ότι είχε αντιταχθεί στις συναντήσεις με τον πατέρα, επικαλούμενη ιστορικό βίας και ανησυχίες σχετικά με την ασφάλειά τους.

Επικαλούμενοι το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωή) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Υποστήριξαν ότι οι συναντήσεις με τον πατέρα των παιδιών δεν είχαν πραγματοποιηθεί στο «αυστηρά προστατευμένο» περιβάλλον που διέταξε το Δικαστήριο Νέων και ότι οι παραλείψεις από την πλευρά των αρχών τους είχαν εκθέσει σε περαιτέρω βία. Η πρώτη προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι χαρακτηρίστηκε ως «μη συνεργάσιμος γονέας» με αποτέλεσμα να ανασταλεί η γονική μέριμνα ενώ ότι η ίδια απλώς είχε προσπαθήσει να προστατεύσει τα παιδιά της τονίζοντας τον κίνδυνο για την ασφάλειά τους.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι οι συνεδριάσεις που είχαν πραγματοποιηθεί από το 2015 είχαν αναστατώσει την ψυχολογική και συναισθηματική ισορροπία των παιδιών, καθώς είχαν υποχρεωθεί να συναντήσουν τον πατέρα τους σε ένα περιβάλλον που δεν ήταν εγγυημένη η προστασία τους. Έτσι, δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών απέναντι στο του συμφέρον του πατέρα να διατηρήσει επικοινωνία μαζί τους. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) ως προς τα παιδιά.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει με προσοχή την κατάσταση της μητέρας των παιδιών και είχαν αποφασίσει να αναστείλουν τη γονική της μέριμνα λόγω της φερόμενης εχθρικής της στάσης απέναντι στις συναντήσεις και στην κοινή επιμέλεια των παιδιών με τον G.C. Τα δικαστήρια δεν είχαν παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσουν την απόφασή τους να αναστείλουν τη γονική μέριμνα της πρώτης προσφεύγουσας μεταξύ Μαΐου 2016 και Μαΐου 2019. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 και ως προς τη μητέρα.

Το Δικαστήριο επιδίκασε από κοινού στα παιδιά 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι τρεις Ιταλοί υπήκοοι (μητέρα και τα δύο παιδιά της) που γεννήθηκαν το 1988, 2010 και 2013 αντίστοιχα και ζουν στην Ιταλία. Η πρώτη προσφεύγουσα ενεργούσε για δικό της λογαριασμό και για λογαριασμό των παιδιών της, που γεννήθηκαν από τη σχέση της με τον G.C.

Το 2014 η πρώτη προσφεύγουσα εγκατέλειψε το σπίτι της οικογένειας με τα παιδιά της λόγω της κακοποίησης που ασκούσε ο G.C., ο οποίος ήταν τοξικομανής και αλκοολικός. Την επόμενη μέρα έκανε καταγγελία και κατέφυγε σε Κέντρο για θύματα βίας, το οποίο ενημέρωσε τον εισαγγελέα σχετικά με την κατάσταση κινδύνου της μητέρας και των παιδιών της. Αργότερα το ίδιο έτος ο εισαγγελέας διαπίστωσε ότι η κατάσταση βίας στην οποία εκτέθηκαν τα παιδιά ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι ανεστάλη η γονική μέριμνα του πατέρα και του επετράπη να συναντήσει του προσφεύγοντες σε ασφαλές περιβάλλον.

Το 2015 το Δικαστήριο Νέων σημείωσε ότι ο πατέρας δεν είχε επικοινωνήσει με τα παιδιά του από τον Ιούλιο του 2014 και του έδωσε άδεια να συναντηθούν μία φορά την εβδομάδα σε «αυστηρά προστατευμένο» περιβάλλον στις εγκαταστάσεις των Κοινωνικών Υπηρεσιών της Ρώμης, παρουσία ψυχολόγου. Αυτές οι συνεδρίες δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ εξαιτίας έλλειψης πόρων, και το δικαστήριο ενημερώθηκε σχετικά. Το δικαστήριο διέταξε τότε ότι οι συνεδρίες θα έπρεπε να πραγματοποιούνται παρουσία ψυχολόγου στο καταφύγιο όπου βρισκόταν η πρώτη προσφεύγουσα.

Ωστόσο, το καταφύγιο, που δεν είχε εξειδικευμένο προσωπικό και επαρκείς οικονομικούς πόρους, δήλωσε ότι δεν μπορούσαν να γίνουν εκεί συναντήσεις πατέρα-παιδιών. Στο μεταξύ, η πρώτη προσφεύγουσα και τα παιδιά της είχαν μετακομίσει στους γονείς της και συμφώνησε να πάει τα παιδιά σε εβδομαδιαίες συνεδρίες στο δήμο Μ.R., 60 περίπου χιλιόμετρα από το σπίτι της. Ωστόσο, ο Δήμος M.R. ενημέρωσε το Δικαστήριο Νέων ότι δεν διέθετε κατάλληλο χώρο διεξαγωγής συνεδριάσεων σε ένα «αυστηρά προστατευμένο» περιβάλλον. Ως εκ τούτου, οι συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν χωρίς καμία μορφή προστατευτικών μέτρων και τα παιδιά έγιναν μάρτυρες της περιφρονητικής συμπεριφοράς του πατέρα προς την μητέρα τους. Οι επόμενες συνεδρίες οργανώθηκαν έτσι με έναν κοινωνικό λειτουργό και όχι με παρουσία ψυχολόγου. Πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία του Δήμου, μεταξύ των οποίων στην βιβλιοθήκη, στην κύρια πλατεία, σε μια αίθουσα στο δημαρχείο και στην πλατεία της δημαρχιακής αγοράς. Σε πολλές περιπτώσεις κοινωνικές υπηρεσίες ενημέρωσαν το Δικαστήριο Νέων ότι ο πατέρας είχε συμπεριφερθεί ανάρμοστα στα παιδιά του, κάνοντας υποτιμητικά και προσβλητικά σχόλια προς αυτά για την μητέρα τους.

Στα τέλη του 2015 η πρώτη προσφεύγουσα, η οποία είχε βρει εργασία σε ένα κατάστημα, ενημέρωσε τις κοινωνικές υπηρεσίες ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει 120 χιλιόμετρα για να πάει τα παιδιά της στις συνεδρίες που είχαν προγραμματιστεί κατά τη διάρκεια των διακοπών στο τέλος του έτους και ζήτησε να οργανωθούν οι συνεδρίες σε ασφαλές περιβάλλον. Τον Μάιο 2016, αφού ενημερώθηκε από τον Δήμο M.R. ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν είχε πάει τα παιδιά σε δύο συνεδρίες που είχαν προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο του 2016, το Δικαστήριο Νέων αποφάσισε να αναστείλει την γονική μέριμνα και των δύο γονέων. Σημείωσε ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε αντιταχθεί στις συνεδρίες.

Το 2016, το 2017 και το 2018 οι συναντήσεις επικοινωνίας συνέχισαν να πραγματοποιούνται παρά τον αριθμό των αναφορών και ειδοποιήσεων στο Δικαστήριο Νέων από τις κοινωνικές υπηρεσίες και τον κηδεμόνα των παιδιών, που αναφέρονταν στην σχετική απειλή για την ασφάλεια των παιδιών και του προσωπικού από την επιθετική συμπεριφορά του πατέρα. Τον Απρίλιο του 2018 οι κοινωνικές υπηρεσίες ανέστειλαν τις συνεδριάσεις εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου Νέων. Στη συνέχεια, τον Νοέμβριο 2018 το δικαστήριο – το οποίο είχε επιπλέον ενημερωθεί τον Μάρτιο του 2018 ότι ο G.C. δεν είχε παρακολουθήσει συνεδρίες σε κέντρο θεραπείας και απεξάρτησης από τις 25 Οκτωβρίου 2017 – επικύρωσε την αναστολή επικοινωνίας μεταξύ παιδιών και πατέρα.

Το 2019 οι κοινωνικές υπηρεσίες ενημέρωσαν το Δικαστήριο Νέων ότι ο G.C. εξέτιε ποινή φυλάκισης έξι ετών για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά που διαπράχθηκαν μεταξύ 1994 και 2018. Στη συνέχεια, με απόφαση της 15 Μαΐου 2019, το Δικαστήριο Νέων αποκατέστησε τη γονική μέριμνα της πρώτης προσφεύγουσας και στέρησε από τον πατέρα το δικαίωμα της γονικής μέριμνας. Τον Δεκέμβριο του 2019 το Εφετείο της Ρώμης επικύρωσε αυτή την απόφαση και διαπίστωσε ότι εξαιτίας της επιθετικής, καταστροφικής και περιφρονητικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια των συναντήσεων ο G.C. είχε αποτύχει στο καθήκον του να εξασφαλίσει την υγεία των παιδιών και την απρόσκοπτη ανάπτυξη τους. Το Εφετείο σημείωσε επίσης ότι ένα από τα παιδιά χρειαζόταν εξειδικευμένη ψυχολογική θεραπεία. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η ποινική δίωξη που κινήθηκε κατά του G.C. για κακομεταχείριση εκκρεμεί από το 2016.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ζητήματα που τέθηκαν στην παρούσα υπόθεση έπρεπε να εξεταστούν αποκλειστικά υπό το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά τα παιδιά, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι παρά τις αναφορές που είχε λάβει, το Δικαστήριο Νέων δεν παρενέβη για να αναστείλει τις συνεδρίες μέχρι τον Νοέμβριο του 2018. Όλο αυτό το διάστημα τα παιδιά είχαν υποχρεωθεί να συναντούν τον πατέρα τους σε ένα άστατο περιβάλλον που δεν ευνοούσε την ειρηνική τους εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο είχε προειδοποιηθεί ότι ο G.C. δεν ακολουθούσε πλέον το πρόγραμμα αποκατάστασης και ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του για κακομεταχείριση ήταν εκκρεμής. Το Δικαστήριο Νέων, το οποίο είχε επίσης ενημερωθεί ότι τα παιδιά χρειάζονταν ψυχολογική υποστήριξη, δεν φάνηκε να έχει λάβει υπόψη την ψυχική τους υγεία, ειδικά καθώς στις συνεδρίες αναγκάστηκαν να γίνουν μάρτυρες της βίας που διαπράχθηκε κατά της μητέρας τους και επίσης της βίας που υπόκειντο ως αποτέλεσμα της επιθετικότητας του πατέρα τους. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν αντελήφθη γιατί το Δικαστήριο Νέων, το οποίο ήδη από το 2015 είχε λάβει αναφορές οι οποίες είχαν επαναληφθεί τα τελευταία χρόνια, είχε αποφασίσει να συνεχίσει με τις συνεδρίες, παρόλο που η ψυχική υγεία και ασφάλεια των παιδιών δεν ήταν εγγυημένη. Το δικαστήριο σε κανένα στάδιο δεν είχε αξιολογήσει τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν τα παιδιά και δεν είχε σταθμίσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα.

Συγκεκριμένα, δεν προέκυψε από την αιτιολόγηση των αποφάσεών ότι λήφθηκε σοβαρά υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών έναντι του συμφέροντος του πατέρα να διατηρήσει επικοινωνία μαζί τους και να συνεχίσει τις συνεδρίες. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου οι συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 2015, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί αρχικά υπό συνθήκες που δεν συμμορφώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου Νέων και στη συνέχεια με τρόπο που δεν παρείχε ένα προστατευτικό περιβάλλον για τα παιδιά, είχαν αναστατώσει την ψυχολογική και συναισθηματική τους ισορροπία. Το γεγονός αυτό είχε επισημανθεί από τις κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες είχαν επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη των παιδιών. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το Εφετείο της Ρώμης διαπίστωσε ότι ο G.C., μέσω της επιθετικής, καταστροφικής και περιφρονητικής συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια των συναντήσεων, είχε αποτύχει στο καθήκον του να διασφαλίσει την υγεία και την υγιή ανάπτυξη των παιδιών. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι τα παιδιά αναγκάζονταν από το 2015 να συναντήσουν τον πατέρα τους σε συνθήκες που δεν παρείχαν προστατευτικό περιβάλλον και που, παρά τις προσπάθειες των αρχών να διατηρήσουν την επικοινωνία μεταξύ παιδιών και πατέρα, το συμφέρον τους να μην υποχρεωθούν να συναντηθούν υπό τέτοιες συνθήκες είχε αγνοηθεί. Ως εκ τούτου το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για τα δύο παιδιά.

Όσον αφορά τη μητέρα των παιδιών, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων να αναστείλουν τη γονική της μέριμνα δεν είχαν λάβει υπόψη τις δυσκολίες που περιβάλλουν τις συναντήσεις και τις επισφαλείς συνθήκες που επισημάνθηκαν σε πολλές περιπτώσεις από τους διάφορους παράγοντες. Δεν είχε ληφθεί υπόψη η κατάσταση βίας που βίωσε η μητέρα και τα παιδιά της, ή η ποινική δίωξη που εκκρεμεί κατά του πατέρα για κακομεταχείριση. Το Δικαστήριο επίσης σημείωσε ότι στην έκθεσή του για την Ιταλία, το GREVIO, είχε τονίσει ότι η ασφάλεια του μη βίαιου γονέα και των παιδιών πρέπει να αποτελεί κεντρικό παράγοντα όταν αποφασίζουν για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού σε σχέση με τις ρυθμίσεις επιμέλειας και επίσκεψης. Το GREVIO είχε επίσης παρατηρήσει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν λάβει υπόψη το άρθρο 31 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Το Δικαστήριο συμμερίστηκε τις ανησυχίες του GREVIO σχετικά με την ύπαρξη μιας ευρέως διαδεδομένης πρακτικής από την πλευρά των πολιτικών δικαστηρίων σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες που επικαλέστηκαν το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας ως αιτία για τη μη συμμετοχή σε συνεδρίες μεταξύ των παιδιών και του βίαιου πατέρα, και δεν συμφωνούσαν με τα κοινά δικαιώματα επιμέλειας ή επικοινωνίας, θεωρήθηκαν ως «μη συνεργάσιμοι» γονείς και ως εκ τούτου ως «ακατάλληλες μητέρες» στις οποίες έπρεπε να επιβληθούν κυρώσεις.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει την κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας και είχαν αποφασίσει να αναστείλουν τη γονική της μέριμνα λόγω της φερόμενης αρνητικής της στάσης απέναντι στις συνεδρίες και στην ιδέα της κοινής γονικής μέριμνας με τον G.C., χωρίς να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι συναφείς παράγοντες στην υπόθεση. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το Δικαστήριο Νέων και το Εφετείο δεν είχαν παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσουν την απόφασή τους να αναστείλουν την γονική μέριμνα της πρώτης προσφεύγουσας μεταξύ Μαΐου 2016 και Μαΐου 2019. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και όσον αφορά τη μητέρα των παιδιών.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε από κοινού στα παιδιά 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη ενώ έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης συνιστούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την πρώτη προσφεύγουσα (επιμέλεια: echrcaselaw.com)