Αποτυχία των αρχών να ερευνήσουν καταγγελίες βιασθείσας από τον πατέρα της! Καταδίκη για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση

62
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ

J.I. κατά Κροατίας της 08.09.2022 (αρ. προσφ. 35898/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 

Η προσφεύγουσα, που ανήκε στην κοινότητα των Ρομά, είχε βιαστεί επανειλημμένα από τον πατέρα της, ο οποίος καταδικάστηκε σε 8 χρόνια κάθειρξη.  Ενώ ο βιαστής της ήταν στις φυλακές κατήγγειλε στις αρχές ότι ο πατέρας της –  βιαστής την απειλούσε να την σκοτώσει κατά τη διάρκεια της άδειάς του από τις φυλακές.  Οι αρχές δεν έλαβαν υπόψη σοβαρά τις καταγγελίες της και δεν διερεύνησαν τις καταγγελίες της.

Επικαλούμενη το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να την προστατέψουν από τον εκφοβισμό του βιαστή της και την επαναλαμβανόμενη θυματοποίησή της και να διερευνήσουν αποτελεσματικά τις απειλές του. Υποστήριξε επίσης ότι οι ισχυρισμοί της δεν είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψη λόγω της εθνικότητάς της (Ρομά), κατά παράβαση του άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρόλο που η προσφεύγουσα είχε ενημερώσει την αστυνομία για τρεις περιπτώσεις σοβαρής απειλής για τη ζωή της από τον βιαστή πατέρα της της, δεν είχε κινηθεί καμία ποινική έρευνα.

Οι αρχές γνώριζαν καλά ότι η προσφεύγουσα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη ως γυναίκα Ρομά και θύμα σοβαρών σεξουαλικών αδικημάτων και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είχαν αντιδράσει άμεσα και να την προστατεύσουν αποτελεσματικά από την απειλή του βιαστή της καθώς και από τον εκφοβισμό της, τα πιθανά αντίποινα και από την επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.500 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, J.I., είναι υπήκοος Κροατίας η οποία γεννήθηκε το 1988 και ζει στο Ζάγκρεμπ. Τον Μάιο του 2009 ο πατέρας της, B.S., καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών για πολλαπλές πράξεις βιασμού εναντίον της.

Μετά την καταδίκη, η προσφεύγουσα ξεκίνησε μια νέα ζωή, αλλάζοντας το όνομα, την εξωτερική της εμφάνιση και τον τόπο διαμονής της και λαμβάνοντας εκτεταμένη ψυχολογική υποστήριξη.

Το 2015 επικοινώνησε με την αστυνομία σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις για να αναφέρει ότι ο πατέρας της την απειλούσε.

Την πρώτη φορά, στις 11 Αυγούστου 2015, νόμιζε ότι ο πατέρας της είχε δραπετεύσει από τη φυλακή επειδή είχε ακούσει από την οικογένεια ότι την αναζητούσε και την είχε απειλήσει ότι θα την σκοτώσει επειδή την θεωρούσε υπεύθυνη για τη φυλάκισή του. Η αστυνομία της είπε ότι πράγματι είχε λάβει άδεια από την φυλακή και ότι δεν είχε νόημα να συνταχθεί έκθεση «αφού τίποτα δεν είχε συμβεί στην πραγματικότητα».

Στη συνέχεια, στις 3 Σεπτεμβρίου 2015, κάλεσε την αστυνομία όταν είδε τον πατέρα της να περιμένει σε ένα σταθμό λεωφορείων. Κρύφτηκε σε ένα κοντινό κατάστημα μέχρι που έφτασε η αστυνομία και συνόδευσε την ίδια και τον πατέρα της στα αντίστοιχα λεωφορεία διασφαλίζοντας ότι δεν υπήρξε επικοινωνία μεταξύ τους. Η επακόλουθη αστυνομική αναφορά κατέγραψε ότι η προσφεύγουσα ανέφερε στους αστυνομικούς που κλήθηκαν στο συμβάν ότι ο πατέρας της την είχε απειλήσει να τη σκοτώσει μέσω των συγγενών της.

Τέλος, έγραψε μια επιστολή στην αστυνομία στις 22 Σεπτεμβρίου 2015, διαμαρτυρόμενη για την αποτυχία των αστυνομικών αρχών να αντιδράσουν στις ανησυχίες της και ζητώντας να ληφθούν μέτρα για την προστασία της. Αυτό οδήγησε σε εσωτερική αστυνομική έρευνα, αλλά  δεν διαπιστώθηκαν παραπτώματα ή ελλείψεις.

Η αστυνομία δεν ξεκίνησε ποινική έρευνα σε καμία από αυτές τις τρεις περιπτώσεις.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε συνταγματική καταγγελία για την αποτυχία των εθνικών αρχών να την προστατεύσουν από τον εκφοβισμό και την επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση του πατέρα της και να διερευνήσουν αποτελεσματικά τις απειλές του, ισχυριζόμενη επίσης ότι είχε υποστεί διακρίσεις ως γυναίκα Ρομά. Η καταγγελία της κρίθηκε απαράδεκτη τον Δεκέμβριο του 2015.

Εν τω μεταξύ, οι αρχές των φυλακών είχαν αναστείλει την άδεια του B.S. από τη φυλακή κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας. Ο ίδιος αποφυλακίστηκε τον Απρίλιο του 2016 και απελάθηκε από την Κροατία στη χώρα καταγωγής του, τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Στη συνέχεια απεβίωσε.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι ζούσε με τον φόβο από τη στιγμή που έμαθε ότι ο πατέρας της είχε λάβει άδεια από την φυλακή. Το Δικαστήριο δεν αμφέβαλλε ότι αυτός ο φόβος ήταν αληθινός, σημειώνοντας ότι ήταν μια γυναίκα Ρομά με πολλά ψυχικά τραύματα που είχε πέσει θύμα φρικτής σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα της σε πολύ μικρή ηλικία. Θεώρησε ότι οι απειλές, σε συνδυασμό με το άγχος και τα συναισθήματα αδυναμίας που έχει νιώσει, ισοδυναμούσαν με απάνθρωπη μεταχείριση υπό την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Ως εκ τούτου, οι αρχές είχαν καθήκον να διερευνήσουν τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, τόσο σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο όσο και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Ωστόσο, η αστυνομία δεν είχε καν ξεκινήσει ποινικές έρευνες για τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

Επιπλέον, οι αρχές δεν είχαν ποτέ προβεί σε συνολική καταγραφή και συλλογή των ισχυρισμών της προσφεύγουσας αναφορικά με τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στα οποία είχε προηγουμένως εκτεθεί, το οποίο αποτελούσε προϋπόθεση σε τέτοιες περιπτώσεις.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κροατικές αρχές απέτυχαν να διερευνήσουν αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς ενός ευάλωτου θύματος βιασμού αναφορικά με σοβαρές κατά της ζωής της απειλές, κατά παράβαση του άρθρου 3 της Σύμβασης (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης)..

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επίσης ότι ούτε οι περιστάσεις της υπόθεσης ούτε κάποια σχετικά στοιχεία όπως π.χ. τα στατιστικά στοιχεία, τεκμηρίωναν τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας για διάκριση λόγω της εθνικότητάς της (Ρομά). Ωστόσο, οι αρχές γνώριζαν καλά την ιδιαίτερη ευπάθεια της προσφεύγουσας ως γυναίκα Ρομά και θύμα σοβαρών σεξουαλικών αδικημάτων και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είχαν αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά για να την προστατεύσουν από τις απειλές του βιαστή της καθώς και από εκφοβισμό και τυχόν αντίποινα καθώς και για επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση.

Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εκδοθεί χωριστή απόφαση σχετικά με το μέρος αυτό της προσφυγής της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 14

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο είχε ήδη λάβει υπόψη την ιδιαίτερη ευπάθεια της προσφεύγουσας κατά την εξέταση των καταγγελιών της βάσει του άρθρου 3, έκρινε ότι δεν προέκυψαν χωριστά ζητήματα σύμφωνα με το άρθρο 14.

Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.500 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).