ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1244 / 2011    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ Βιασμός και αποπλάνηση ανηλίκων κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση.

Απόφαση 1244 / 2011    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Περίληψη:
Βιασμός και αποπλάνηση ανηλίκων κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, μεταξύ των οποίων υφίσταται πραγματική συρροή. Αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας, για έλλειψη νόμιμης βάσης, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ιδιαίτερη μνεία στο αιτιολογικό της διαταχθείσης και διενεργηθείσης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Πότε αναγιγνώσκονται περικοπές της μαρτυρικής κατάθεσης που έγινε στην προδικασία. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται και για την παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα αναβολής. Διαδοχή των πολιτικώς εναγόντων στην αναιρετική δίκη λόγω ενηλικίωσης και θανάτου μερικών απ’ αυτούς που είχαν παραστεί στη δευτεροβάθμια δίκη. Απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης ως αβασίμων.


Αριθμός 1244/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως και σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Παναγιώτη Ρουμπή – Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο, σύμφωνα με τη με αριθμό 197/28.12.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου για τη συμπλήρωση της συνθέσεως και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Φ. Π. του Μ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Καραγιάννη, για αναίρεση της με αριθμό 471, 472, 477, 489, 510, 511/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Κ. Ν. του Π. σύζυγο Κ. Α., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των δύο (2) ανηλίκων τέκνων της, Α1 και Α2 Α., κάτοικο εν ζωή …, που δεν παρέστη, 2) Κ. Α. του Β., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δαμασκόπουλο, 3) Μ. συζ. Γ. Γ., το γένος Χ. Ν., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της Χ. Γ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δαμασκόπουλο και 4) Α1 Α. του Κ., η οποία έχει ενηλικιωθεί και παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δαμασκόπουλο.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουλίου 2010, αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1089/2010.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 336 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ανοχή ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξεως, παρά τη θέληση του και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή και με τους δύο αυτούς τρόπους. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και αναγκάζει το πρόσωπο να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη και απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται τόσο κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτού και μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο για επικείμενο κίνδυνο κατ’ αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται ως αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις, τις οποίες εκείνος που απειλείται υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί που ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο μαζί και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή, έχει κριθεί ότι και στις δύο περιπτώσεις (άρθρων 336 και 339) αποτελούν ασελγείς πράξεις όχι μόνο η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Έτσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του θύματος, ο εναγκαλισμός και το καταφίλημα στο πρόσωπο και στο σώμα, εφ’ όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος και τέλος, μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ’ ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου. Συγκεκριμένα, στο έγκλημα του βιασμού, προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ στην αποπλάνηση παιδιών, προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας, από γενετήσιες προσβολές.
Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή. Δηλονότι το ως άνω άρθρο κολάζει τι ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, δηλαδή πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο τέλεσης ασελγούς πράξης, οπότε θα ετελείτο αποπλάνηση ή βιασμός. Οι ασελγείς χειρονομίες που προβλέπει το ως άνω άρθρο είναι ελαφρύτερες από τις ασελγείς πράξεις των άρθρων 336 και 339 του ΠΚ, αλλά πάντως προϋποθέτουν σωματική επαφή δράστη και θύματος, ενώ αν δεν υπάρχει καμμία επαφή τότε πρόκειται για τέλεση εγκλήματος του άρθρου 353 παρ. 2 του ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου, εκτός των λοιπών προϋποθέσεων, δεν πρέπει ο παθών να μετέχει ενεργητικά ή παθητικά στην τελούμενη σε βάρος του ακόλαστη πράξη που προσβάλλει βάναυσα την αιδώ του. Τέλος, για τη θεμελίωση του εγκλήματος του άρθρου 353 παρ. 2 του ΠΚ απαιτούνται: α) ακόλαστη πράξη και β) βάναυση προσβολή της αιδούς άλλου από την ακόλαστη πράξη που επιχειρείται ενώπιόν του. Ακόλαστη δε πράξη είναι αυτή που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και εξεταζόμενη αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και της ηθικής, με τις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Επιπλέον απαιτείται η πράξη αυτή να προσβάλλει βάναυσα την αιδώ του παθόντος, δηλαδή χυδαία και ιδιαίτερα βαριά. Τέλος είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας μόνο από απόπειρα βιασμού σε βάναυση προσβολή της αιδούς άλλου όχι όμως η μεταβολή της κατηγορίας από την πράξη του βιασμού τετελεσμένη σε βάναυση προσβολή της αιδούς του θύματος.
Η απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Πα την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ1 είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει δε ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα την πραγματογνωμοσύνη (περ. γ’ αυτού), η οποία όμως διατάσσεται υπό προϋποθέσεις κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία, για να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Για την πληρότητα όμως της αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητη η ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως και το ουσιαστικό περιεχόμενό της εμπεριέχεται στις παραδοχές της.
Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθησαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (Ολ.ΑΠ 7/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 471. 472, 477, 489, 510 και 511/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος διέμενε στο … σε διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού … μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους τον Μ. και τον Ά.. Στην ίδια πολυκατοικία σε διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου διαμένει η Κ. Ν. με το σύζυγό της Κ. Α. και τις ανήλικες θυγατέρες τους Α1 και Α2. Η Α1 γεννήθηκε στις 14.2.1992 και η Α2 γεννήθηκε στις 28.06.1995. Οι ως άνω οικογένειες διατηρούσαν φιλικές σχέσεις αρκετά χρόνια και τα παιδιά του κατηγορουμένου φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με τις ανήλικες κόρες της οικογένειας Α.. Στα πλαίσια αυτής της οικογενειακής σχέσης ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα πιο πάνω παιδιά φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο και ότι η Κωνσταντίνο Ν., μητέρα των ανηλίκων κοριτσιών, πολλές φορές απουσίαζε από το σπίτι λόγω εργασίας, από το έτος 2000 τηλεφωνούσε τα μεσημέρια στο σπίτι της οικογένειας Α. και ζητούσε είτε την μικρή κόρη Α2, η οποία ήταν συμμαθήτρια με το γιο του Μ., ν’ ανέβει στο διαμέρισμα τους για να διαβάσουν μαζί με τον Μ., είτε την Α1 για να προσέχει τα παιδιά του γιατί αυτός εργαζόταν ή για να δουν ταινία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τηλέφωνο το σήκωνε και η μητέρα των ανηλίκων, η οποία είχε φιλική σχέση με τον κατηγορούμενο από την οποία ζητούσε ν’ ανέβουν τα κορίτσια της επάνω και να διαβάσουν μαζί με τα παιδιά του. Ο κατηγορούμενος μετέφερε τόσο τα δικά του παιδιά όσο και τις ως άνω ανήλικες από το σχολείο στο σπίτι τους με το αυτοκίνητο του εν γνώσει της μητέρας των ως άνω ανηλίκων. Μάλιστα αρκετές φορές τα ανήλικα κορίτσια παρέμεναν και έτρωγαν στο σπίτι του κατηγορουμένου. Εδώ πρέπει να τονισθεί η ιδιαίτερη φιλική σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των δύο οικογενειών και η εμπιστοσύνη την οποία η μητέρα των ανηλίκων είχε προς τον κατηγορούμενο ενόψει του ότι είχαν έλθει από την Αμερική για διαμονή στην Ελλάδα μόλις το 1997. Ο κατηγορούμενος ο οποίος εκείνο τον χρόνο δηλ. το 2000 δεν είχε σταθερή πρωινή εργασία ασχολείτο ιδιαίτερα με τα “παιδιά”. Κατά μήνες Νοέμβρη Δεκέμβρη του 2000 περίπου η Α1 η οποία διήγε τότε το όγδοο προς ένατο έτος της ηλικίας της βρισκόταν στο σπίτι του κατηγορουμένου μαζί με την αδελφή της Α2 και έπαιζαν με τα παιδιά του στο παιδικό δωμάτιο. Κάποια στιγμή η Α1 βγήκε από το δωμάτιο, κατευθυνόμενη προς την κουζίνα για να πιεί νερό. Τότε ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν στο σαλόνι και έβλεπε ταινία χωρίς τη θέληση της, ασκώντας σωματική βία, λόγω των υπέρτερων σωματικών του δυνάμεων την άρπαξε στην αγκαλιά του, άρχισε να την φιλάει και να την χαϊδεύει και έβαλε τα χέρια του μέσα από το παντελόνι και το εσώρουχο της και της χάιδευε τα γεννητικά της όργανα. Η ανήλικη Α1 η οποία προφανώς τρομοκρατήθηκε γύρισε στο σπίτι της φοβισμένη χωρίς να πει τίποτα όμως στη μητέρα της. Άλλωστε όπως η ίδια ανέφερε ο ίδιος ο κατηγορούμενος της επέστησε την προσοχή να μην αναφέρει οτιδήποτε στην μητέρα της διότι θα κάνει κακό στην οικογένεια του. Σε άλλη επίσκεψη της Α1 στην οικία του κατηγορουμένου το έτος 2000 ενώ τα παιδιά του έλειπαν από το σπίτι ασκώντας σωματική βία και χωρίς τη θέληση της τής κατέβασε το παντελόνι ενώ εκείνη αντιδρούσε, και το εσώρουχο του, έβαλε το χέρι της να χαϊδέψει το πέος του τη χάιδευε στο στήθος και στα οπίσθια της και τη φιλούσε. Σε άλλες δε επισκέψεις της δύο ή τρεις φορές το έτος 2000 και 2001 την οδήγησε στη κρεβατοκάμαρα και αφού της έβγαλε τα ρούχα από τη μέση και κάτω τοποθέτησε το πέος του στο αιδοίο της ανήλικης και εκσπερμάτωσε, αυτό δε έγινε πολλές φορές μέσα στο χρονικό διάστημα 2000 και 2001 ενώ μερικές φορές τοποθέτησε το πέος του στο πρωκτό της και προκάλεσε την εκσπερμάτωση του. Η ανήλικη Α1 καθόλο το χρονικό διάστημα 2000 και 2001 που συνέβαιναν σε βάρος της οι ως άνω παράνομες πράξεις δεν μίλησε στην μητέρα της, ήταν όμως νευρική και με περίεργη συμπεριφορά. Την σιωπή της ο κατηγορούμενος εξασφάλιζε φοβερίζοντας την ότι εάν μιλήσει “θα χαλάσει η οικογένεια του”. Μετά το έτος 2001 η Α1 άρχισε ν’ απομακρύνεται και να μην επισκέπτεται τακτικά την οικία του κατηγορουμένου προφασιζόμενη ότι είναι ασθενής. Όπως προαναφέρθηκε μαζί με την Α1 ανέβαινε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου και η ανήλικη αδελφή της Α2 πάντα κατόπιν παρακλήσεως του κατηγορουμένου. Η Α2 ήταν συμμαθήτρια του υιού του κατηγορουμένου Μ. . Η Α2 η οποία γεννήθηκε στις 28.06.1995 υπέστη από τον κατηγορούμενο από το μήνα Σεπτέμβριο 2003 μέχρι της 05.10.2006 επανειλημμένα σεξουαλική κακοποίηση. Ειδικότερα όταν η Α2 το παραπάνω χρονικό διάστημα ανέβαινε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου αυτός έβαζε το Μ. να γράφει ορθογραφία και ο ίδιος αρκετές φορές, οδηγούσε την ανήλικη στο μπάνιο, ή στο υπνοδωμάτιο και χωρίς τη θέληση της, ασκώντας σωματική βία, χρησιμοποιώντας, τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις την έβαζε να καθίσει στο κρεβάτι του και της ζητούσε να φιλήσει το πέος του τη φιλούσε δε ο ίδιος στο στόμα τη χάιδευε στα γεννητικά της όργανα τοποθετούσε το πόδι του στα γεννητικά της όργανα και τα χάιδευε. Αυτό συνέβαινε αρκετές φορές το παραπάνω χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος 2003-2005) όπως έγινε το καλοκαίρι του 2004 όπου ο κατηγορούμενος τοποθέτησε το γεννητικό του όργανο στα γεννητικά όργανα της ανήλικης Α2. Εκτός από τις πιο πάνω ανήλικες, την οικία του κατηγορουμένου είχε επισκεφθεί τρεις φορές το έτος 2005 και η φίλη της Α2 Α., Χ. Γ., η οποία ήταν και αυτή συμμαθήτρια του γυιού του Μ.. Την δεύτερη φορά που επισκέφθηκε το σπίτι του κατηγορουμένου το μήνα Μάιο του 2005 μαζί με την Α2 και κάθονταν όλοι μαζί στο τραπέζι της κουζίνας ο κατηγορούμενος έβαλε το πόδι του ανάμεσα στα πόδια της Χ. Γ. και της χάιδευε τα γεννητικά όργανα. Επίσης το πρώτο πενθήμερο του μηνός Οκτωβρίου 2005 όταν ξαναπήγε με την Α2 Α. στο σπίτι του κατηγορουμένου τη φώναζε ο κατηγορούμενος να βγει από το δωμάτιο των παιδιών και στο διάδρομο του διαμερίσματος της έπιασε τα οπίσθια. Και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η Α1, Α2 Α. και η Χ. Γ. ήταν ανήλικες καθόσον δεν είχαν συμπληρώσει τα δέκα έτη ή και αν τα είχαν συμπληρώσει δεν είχαν συμπληρώσει όμως τα δεκατρία, δεδομένου ότι είχαν στενές φιλικές οικογενειακές σχέσεις και ήταν συμμαθήτριες με τα παιδιά του. Ο κατηγορούμενος αρνείται όλες τις ως άνω παράνομες πράξεις ισχυριζόμενος από την αρχή ότι είναι προϊόν πλάνης και εκδικήσεως. Από τα παραπάνω όμως αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται η τέλεση από αυτόν των ως άνω παρανόμων πράξεων. Ειδικότερα και ενισχυτικό των ανωτέρω είναι το γεγονός ότι εκείνο το χρονικό διάστημα (2000-2005) ο κατηγορούμενος ήταν άνεργος καθόσον ούτε ο ίδιος μπόρεσε να αναφέρει κάτι συγκεκριμένο για την εργασία του εκείνο το χρονικό διάστημα, αναφέροντας απλά, ότι ασκούσε την εργασία του μεσίτη και ως εκ τούτου βρίσκονταν τα πρωινά στο σπίτι του, η δε σύζυγος του απουσίαζε στην εργασία της μέχρι τις απογευματινές ώρες (5 ή 6). Επομένως ο κατηγορούμενος ήταν μόνος του στο διαμέρισμα του μαζί με τα ανήλικα τέκνα του. Επίσης ενισχυτική είναι η κατάθεση της Ε. Χ., φίλης των παθουσών, η οποία κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν διαχυτικός με τα παιδιά και έκανε διάφορες χειρονομίες. Ο ίδιος τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε μεσημέρι στις ανήλικες Α1 και Α2 Α. τις οποίες καλούσε να διαβάσουν, στην πραγματικότητα όμως για να εκπληρώσει το πάθος του. Στο διαμέρισμά του πρέπει να σημειωθεί ότι τις μεσημεριανές ώρες δεν βρισκόταν η πεθερά του όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε και η ίδια η πεθερά του προσπάθησε να επιβεβαιώσει ήταν μόνος του μαζί με τα ανήλικα τέκνα του και για το λόγο αυτό καλούσε τις ώρες εκείνες τόσο την ανήλικη Α1, όσο αργότερα και την ανήλικη Α2. Οι γονείς των ανηλίκων μέχρι την αποκάλυψη από τα παιδιά τους των ως άνω παρανόμων πράξεων του κατηγορουμένου τις οποίες αυτά υφίσταντο έτρεφαν ιδιαίτερα φιλικά αισθήματα προς τον κατηγορούμενο μάλιστα η μητέρα Α. τον θεωρούσε πολύ καλό φίλο της οικογένειας και τον συμβουλευόταν σε πολλά θέματα, είτε οικογενειακά είτε επαγγελματικά και κατά συνέπεια κανένα πνεύμα εκδικήσεως δεν είχαν εναντίον του ούτε ήθελαν να του κάνουν κακό και πολύ περισσότερο δεν έβαλαν τα παιδιά τους να τον διαβάλλουν. Και οι τρεις ανήλικες χαρακτηρίζονται από τους παιδοψυχιάτρους ή ψυχιάτρους οι οποίοι τις εξέτασαν ως φυσιολογικά άτομα για την ηλικία τους, συγκροτημένα και η ψυχική τους κατάσταση δεν παρουσιάζει εκτροπή από το φυσιολογικό. Ειδικότερα ο παιδοψυχίατρος Γ. Ζ. ο οποίος εξέτασε τις ως άνω παθούσες ανήλικες ύστερα από εντολή της ανακρίτριας η οποία χειριζόταν την παρούσα υπόθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και η Α1 Α. αλλά και η Α2 Α. έχουν φυσιολογική νοημοσύνη και δεν πάσχουν από κάποια μείζονα νοητική ή ψυχική πάθηση η οποία ν’ αλλοιώνει τις λειτουργίες της μνήμης τους. Ακόμη και ο τεχνικός σύμβουλος που είχε ορίσει ο κατηγορούμενος παιδοψυχίατρος Α. Β. στην παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη (26.02.2006) αναφέρει για τις ως άνω παθούσες ανήλικες Α2 και Α1 ότι η μεν Α2 δεν πάσχει από κάποια μείζονα ψυχιατρική διαταραχή και οι καταγγελίες της δεν φαίνεται να είναι προϊόν ψυχικής διαταραχής ή παθολογικής μυθοπλασίας για δε την Α1 καταλήγει στο αυτό συμπέρασμα και διατηρεί ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την απολυτότητα του πραγματογνώμονα Γ. Ζ.. Ο ψυχίατρος Ι. Ν. στην έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης την οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο τον είχε ορίσει σύμφωνα με το άρθρο 226 Κ.Π.Δ., αναφέρει ότι οι ως άνω παθούσες ανήλικες δεν παρουσίασαν κατά την εξέταση αντιληπτικές διαταραχές ή διαταραχές συναισθήματος ή στο περιεχόμενο της διαδικασίας ή διαταραχές στην κρίση τους. Αυτό του ζητήθηκε από το Δικαστήριο και γι’ αυτό έπρεπε να αποφανθεί. Τα λοιπά που αναφέρει περί συγκρίσεως των καταθέσεων των ανηλίκων και των αντιθέσεων αυτών δεν ανάγονται στα καθήκοντα του αλλά είναι του δικάζοντος Δικαστηρίου. Τέλος και η παιδοψυχίατρος Ε. Χ. η οποία εξήτασε τις ανήλικες ύστερα από την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αποφάνθηκε ότι αυτές έχουν πλήρη αντιληπτική ικανότητα και όσα καταθέτουν είναι αληθή. Από τα παραπάνω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι οι παθούσες ανήλικες όσα καταθέτουν τα έχουν βιώσει και είναι αληθή και όχι αποτέλεσμα πλάνης ή μυθοπλασίας όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος στην απολογία του. Η μακροχρόνια σεξουαλική βία που υπέστησαν οι πιο πάνω ανήλικες από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών είχε ως αποτέλεσμα να εμφανίζουν συμπτώματα εσωστρέφειας και απομόνωσης. Εξάλλου η συμμετοχή τους στις πράξεις αυτές έστω και παρά τη θέληση τους δημιούργησαν σ’ αυτές ένα αίσθημα ενοχής (ιδίως στην Α2 στην οποία ο κατηγορούμενος έλεγε ότι αυτή φταίει για ότι συνέβαινε και ότι η μητέρα της και ο πατέρας της αν το μάθαιναν θα την χτυπούσαν) το οποίο σε συνδυασμό με το φόβο τους να μην προκαλέσουν προβλήματα στην οικογένεια τους και στην οικογένεια του κατηγορουμένου είναι οι βασικοί λόγοι που οι παθούσες επί τόσο χρονικό διάστημα δεν αποκάλυψαν σε κανένα τα ως άνω περιστατικά. Όμως η πίεση που αισθανόταν ιδίως η Α2 και παρακινούμενη από τη φίλη της και παθούσα ανήλικη Χ. Γ. την οποία την 05.10.2005 αλλά και το Μάιο του 2005 ο κατηγορούμενος με τον τρόπο που προαναφέρθηκε είχε αποπλανήσει, μίλησε στην μητέρα της Κ. και της αποκάλυψε όλη την αλήθεια την οποία επιβεβαίωσε τόσο η Α1 με την σιωπή της όσο και η Χ.. Η τελευταία αποκάλυψε ότι από τα Χριστούγεννα του 2004 είχε συνομιλήσει με την Α1 και την Α2 και τις είχαν αποκαλύψει τις παράνομες πράξεις του κατηγορουμένου εναντίον τους. Η παρέμβαση και η προτροπή της Χ. ήταν χαρακτηριστική προκειμένου να μιλήσει η Α2 στους γονείς της για τον κατηγορούμενο και να αποκαλύψει την κακοποίηση τη σεξουαλική την οποία υπέστη από τον κατηγορούμενο. Μετά την αποκάλυψη αυτή οι γονείς των παθουσών κατήγγειλαν στις Αστυνομικές Αρχές τον κατηγορούμενο και προσπάθησαν μαζί με τους ψυχολόγους να αποκαταστήσουν την ψυχική ηρεμία και ισορροπία των ανηλίκων τέκνων τους …”. Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο απέρριψε τους κάτωθι αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με την ακόλουθη αιτιολογία: “Περαιτέρω για τη στοιχειοθέτηση της αποπλάνησης ανηλίκου απαιτείται οποιαδήποτε από γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών η οποία αντικειμενικά προσβάλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και της επιθυμίας του δράστη. Έτσι στοιχειοθετεί το έγκλημα όχι μόνο με συνουσία ή ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη πράξη όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και το φίλημα στο πρόσωπο και στο στόμα του ανηλίκου. Εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη Συμβ. ΑΠ 1703/2007 Ποιν. Δ. Στη προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι όσον αφορά την Χ. Γ. πρέπει να μετατραπεί η κατηγορία από αποπλάνηση σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, διότι τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την καταδίκη του για αποπλάνηση ταυτίζονται με εκείνα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Όμως ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού οι σχετικές ενέργειες του και δη η θέση του ποδιού του ανάμεσα στα πόδια της ανήλικης και χάϊδεμα στα γεννητικά της όργανα καθώς και το χάϊδεμα των οπισθίων της παρά την αντίδραση της στοιχειοθετούν το έγκλημα του άρθρου 337 Π.Κ. αφού συνιστούν πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα που κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς των ηθών και ακώλυτης γενετήσιας εξέλιξης των ανηλίκων.
Περαιτέρω ο έτερος ισχυρισμός του κατηγορουμένου όσον αφορά την ανήλικη παθούσα Α1 Α. περί μετατροπής της παρ. Α, περ. δ’ δηλ. του βιασμού (336 Π.Κ.) σε μετατροπή αυτής στο αδίκημα του άρθρου 353 παρ. 2 πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι το άρθρο 353 παρ. 2 μιλώντας για ακόλαστη πράξη η οποία ενεργείται ενώπιον τρίτου, νοείται η ασελγής εκείνη πράξη, η οποία είτε επιχειρείται δημόσια και μπορεί να προκαλέσει σκάνδαλο, είτε εκείνη η οποία τελείται ενώπιον είτε γνωστού είτε αγνώστου στο δράστη τρίτου με σκοπό ηδονιστικό και όχι εκείνη η ασελγής πράξη, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 336 και 337 Π.Κ., γιατί στις περιπτώσεις αυτές η ασελγής πράξη του δράστη προϋποθέτει σωματική επαφή με το θύμα και όχι απλώς μία ασελγή πράξη που τελείται ενώπιον του όπως στο άρθρο 353 παρ. 2 Π.Κ.
Επίσης ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μετατροπής της παράβασης του άρθρου 339 Π.Κ. αναφορικά με την πράξη της παρ. Β περ. β’ υποπαράγραφο IV του διατακτικού της εκκαλουμένης όσον αφορά την Α1 Α. σε παράβαση του άρθρου 337 Π.Κ. πρέπει ν’ απορριφθεί διότι οι σχετικές ενέργειες του προς αυτήν και δη το κατέβασμα των εσωρούχων, το χάϊδεμα και τα φιλιά στο στόμα παρά την αντίδραση της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα που κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Επίσης, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μετατροπής της αποπλάνησης που τελέσθηκε σε βάρος της Α2 Α. σε παράβαση του άρθρου 337 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι οι σχετικές ενέργειές του προς αυτήν και δη οι θωπείες, τα φιλιά στο στόμα και το άγγιγμα των γεννητικών οργάνων της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα. Τέλος ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί φαινόμενης συρροής της πράξεως της αποπλανήσεως με την πράξη του βιασμού για το χρονικό διάστημα από 15.10.2002 μέχρι 30.06.2003 διότι με το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 3064/15.10.2002 προστέθηκε στο άρθρο 339 Π.Κ. η φράση “αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί για άλλη βαρύτερη πράξη έθεσε αρχή επικουρικότητας αυτής με την πράξη του βιασμού μέχρι την κατάργησή της με το άρθρο 56 του Ν. 3160/2003 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά με την παρούσα στο ως άνω χρονικό διάστημα δεν εμπίπτει καμμία αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου”. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος βιασμού κατ’ εξακολούθηση που τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 2000 μέχρι και 2001 σε βάρος της ανήλικης Α1 Α., β) ένοχος βιασμού κατ’ εξακολούθηση σε βάρος της ανήλικης Α2 Α. που τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2003 μέχρι και 6.10.2005, γ) ένοχος αποπλάνησης της Χ. Γ. κατ’ εξακολούθηση, δ) ένοχος αποπλάνησης κατ’ εξακολούθηση της Α1 Α. που έλαβε χώρα τα έτη 2000 και 2001, ε) ένοχος αποπλάνησης της Α2 Α. κατ’ εξακολούθηση που τελέσθηκε το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2003 έως και 6.10.2005. Το Δικαστήριο κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο για την μερικώτερη πράξη του βιασμού που φέρεται ότι έλαβε χώρα τον Αύγουστο 2005 σε βάρος της ανηλίκου Α1 Α.. Αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου το οποίο του είχε αναγνωρισθεί πρωτοδίκως. Το Μ.Ο.Ε. απορρίπτει το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε’ που ζήτησε ο κατηγορούμενος, δηλ. της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης, καθόσον δεν αρκεί η καλή συμπεριφορά στη φυλακή, όπως οφείλει αυτός τηρώντας τον κανονισμό λειτουργίας των φυλακών να συμπεριφέρεται σωστά χωρίς αυτή η συμπεριφορά του να είναι προϊόν ελεύθερης βούλησής του, όπως συμβαίνει όταν κάποιος είναι σε ελεύθερη διαβίωση στην κατοικία του, για την αναγνώριση συνδρομής της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος αμέσως μετά την σύλληψή του προφυλακίστηκε και είναι κλεισμένος στη φυλακή και επομένως οποιαδήποτε καλή συμπεριφορά μέσα σε αυτή είναι προϊόν εξαναγκασμού στα σωφρονιστικά μέσα και όχι ελευθέρας βούλησης. Απορρίπτει λοιπούς ισχυρισμούς ως αναλύεται παραπάνω”. Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκων κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και με την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α’ του ΠΚ (πρότερης έντιμης ζωής) του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα οκτώ (18) ετών. Με τις παραδοχές αυτές, το ΜΟΕ Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 παρ. 1, 98, 336 παρ. 1 και 3 και 339 παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’ του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα εκτίθενται στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην εν μέρει καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προέκυπτε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, παρατίθενται στην απόφαση ότι οι παθούσες ανήλικες εξαναγκάσθηκαν να επιχειρήσουν και να ανεχθούν τις ως άνω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις από τον κατηγορούμενο και ότι ο κατηγορούμενος, για να εξαναγκάσει τις παθούσες σε συνουσία μαζί του ή να ανεχθούν ή να επιχειρήσουν τις λοιπές ως άνω περιγραφόμενες ασελγείς πράξεις, χρησιμοποίησε τις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις του, χωρίς να ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας (ως προς την πράξη του βιασμού) να αναφέρεται ότι οι δυνάμεις του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος αποτέλεσαν φυσική δύναμη που δεν μπορούσε να απωθηθεί από τις παθούσες ούτε ότι οι τελευταίες αντιστάθηκαν ενεργά, καθόσον σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αρκεί ότι η συνουσία ή άλλη ασελγής πράξη τελείται παρά την αντίθετη βούληση της παθούσας, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο αντίδρασής της. Εξάλλου ορθά εφαρμόζοντας το νόμο το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος: α) περί μεταβολής της κατηγορίας της αποπλάνησης της Χ. Γ. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 ΠΚ), αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι σχετικές ενέργειες αυτού και δη η θέση του ποδιού του ανάμεσα στα πόδια της προαναφερόμενης ανήλικης, το χάϊδεμα στα γεννητικά της όργανα καθώς και το χάϊδεμα των οπισθίων της αφού οι πράξεις αυτές είχαν έντονο γενετήσιο χαρακτήρα και κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς των ηθών και ακώλητης γενετήσιας εξέλιξης των ανηλίκων, δεν ήταν δε αναγκαίο, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 339 ΠΚ να λάβει χώρα και επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με την ως άνω παθούσα και δεν περιορίστηκε σε απλές άσεμνες χειρονομίες, β) περί μετατροπής της κατηγορίας για την πράξη του βιασμού της ανήλικης Α1 Α. που καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και αναφέρεται στην παρ. Α’ περ. δ’ του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης (υπ’ αρ. 151, 152, 182, 187, 188, 192, 193 και 194/2007 του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών) στο έγκλημα του άρθρου 333 παρ. 2 του ΠΚ (προσβολή βάναυσα της αιδούς άλλου με ακόλαστη πράξη που ενεργήθηκε ενώπιόν του), με την παραδοχή ότι οι ασελγείς πράξεις του αναιρεσείοντος δεν έγιναν ενώπιον της προαναφερόμενης ανήλικης αλλά από τον ίδιο επ’ αυτής”, οπότε ορθά εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 336 ΠΚ, αν και η τοιαύτη μεταβολή θα ήταν επιτρεπτή αν η κατηγορία ήταν απόπειρα βιασμού μόνο και όχι τετελεσμένη πράξη βιασμού, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, γ) περί μετατροπής της πράξης της αποπλάνησης της ανήλικης Α1 Α. από τον αναιρεσείοντα σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, με την παραδοχή ότι οι σχετικές ενέργειές του προς αυτήν και ειδικότερα το κατέβασμα των εσωρούχων της, το χάϊδεμα και τα φιλιά στο στόμα παρά την αντίδρασή της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα που κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και όχι μόνο σε βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας της στο πεδίο της γενετήσιας ζωής της, δ) περί μετατροπής της πράξης της αποπλάνησης της ανήλικης Α2 Α. από τον αναιρεσείοντα στην πράξη του άρθρου 337 του ΠΚ, με την παραδοχή ότι οι σχετικές ενέργειες του επ’ αυτής και δη οι θωπείες, τα φιλιά στο στόμα και το άγγιγμα των γεννητικών οργάνων της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο χαρακτήρα που κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της επιθυμίας και ε) περί χειροτέρευσης της θέσης του ως εκκαλούντος ως προς την πράξη της αποπλάνησης κατ’ εξακολούθηση της γεννηθείσας την 14.2.1992 Α1 Α., αφού από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (υπ’ αριθμ. 151, 152, 183, 187, 188, 192, 193 και 194/2007 απόφαση του ΜΟΔ Αθηνών), ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την πράξη αυτή που τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα 2000-2001, όταν η ως άνω ανήλικη δεν είχε συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας, αλλά και μεταγενέστερα που δεν προσδιορίστηκε ακριβώς, όταν είχε συμπληρώσει μεν το 10ο έτος αλλά όχι το 13ο έτος της ηλικίας της (βλ. τέλος σελ. 229, σελ. 230 και αρχή σελ. 231 της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης), στην ίδια κρίση χωρίς καμία διαφοροποίηση κατέληξε για την πράξη αυτή το ΜΟΕ Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ.166-168 αυτής). Ακόμη το ΜΟΕ Αθηνών ορθά εφαρμόζοντας το νόμο απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί φαινόμενης και όχι πραγματικής συρροής μεταξύ των εγκλημάτων του βιασμού και της αποπλάνησης που φέρονταν ότι τελέσθηκαν σε βάρος των ιδίων ανηλίκων θηλέων τέκνων κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.2002 μέχρι 30.6.2003, λόγω της αρχής της επικουρικότητας που υπήρχε μεταξύ των δύο εγκλημάτων, δηλονότι της αποπλάνησης παιδιού έναντι του βαρύτερα τιμωρούμενου εγκλήματος του βιασμού, όπως υποστηρίζεται από τον αναιρεσείοντα, καθ’ όσον κατά την παραδοχή του Δικαστηρίου ουσίας κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα δεν καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων ότι τέλεσε κατά συρροή τα δύο ως άνω εγκλήματα και εντεύθεν δεν προέκυψε ζήτημα έρευνας και παραδοχής των περί περί πραγματικής ή φαινόμενης συρροής διατάξεων του ΠΚ. Εντεύθεν η εξέταση του σχετικού όγδοου λόγου αναιρέσεως παρέλκει ως ερειδομένου σε εσφαλμένη προϋπόθεση (δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από το ΜΟΕ Αθηνών). Εξάλλου και όσον αφορά ειδικότερα την αιτίαση του αναιρεσείοντος για έλλειψη της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη λήψης υπόψη από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του τού αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε νόμιμα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης πράγματι στο προοίμιο αυτού ναι μεν δεν γίνεται αναφορά των σχετικών εκθέσεων πραγματογνωμοσυνών που συνέταξαν και κατέθεσαν οι πραγματογνώμονες Γ. Ζ., Ι. Ν. και Ε. Χ., καίτοι αναγνώσθησαν δημόσια στο ακροατήριο ως έγγραφα χωρίς αντίρρηση αυτού (υπ’ αρ. 1 έως 5 του καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων), όμως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη οι ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης ως και εκείνη του τεχνικού συμβούλου που είχε ορίσει ο κατηγορούμενος Α. Β., σε κάθε δε περίπτωση συμπεράσματα αυτών δεν αντιτίθενται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τις πράξεις που τέλεσε ο αναιρεσείων σε βάρος των τριών ανηλίκων κοριτσιών. Γι’ αυτό ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακόμη είναι απαράδεκτος και συνεπώς απορριπτέος ο δέκατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 477/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλαν οι συνήγοροι των πολιτικώς εναγόντων να μην αναγνωσθούν και ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο: 1) οι αρχικές και συμπληρωματικές συνεντεύξεις των τριών τότε ανηλίκων παθουσών γυναικών προς τον πραγματογνώμονα Ι. Ν., β) η από 20.2.2009 αρχική και η από 25.2.2009 συμπληρωματική έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αυτού, 3) οι ψηφιακοί δίσκοι αγνώστου περιεχομένου και 4) το λοιπό υλικό που επισυνάπτεται στις ανωτέρω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Πλέον συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του ΜΟΕ Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επί της ανωτέρω ενστάσεως οι συνήγοροι των διαδίκων προέβησαν σε δηλώσεις αρχικά υπέρ της μη ανάγνωσης και λήψης υπόψη από το Δικαστήριο των ανωτέρω εγγράφων και μετά υπέρ της ανάγνωσης αυτών και ιδιαίτερα οι συνήγοροι της υπεράσπισης του αναιρεσείοντος (βλ. τέλος 53ης και αρχή 54ης σελίδας των Πρακτικών). Το Δικαστήριο της ουσίας με την αναφερόμενη στις σελ. 54 και 55 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να περιέχει οποιαδήποτε αντίφαση, κατέληξε ορθά στην απόρριψη της ως άνω ένστασης της πολιτικώς εναγόντων, την οποία έμμεσα πλην σαφώς επιδίωκαν οι συνήγοροι υπεράσπισης του αναιρεσείοντος.
Συνεπώς, όσα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με το δέκατο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον του για την προσβολή της ως άνω απορριπτικής της ένστασης των πολιτικώς εναγόντων απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και είναι απορριπτέα, αφού η σταδιακή διαφοροποίηση των συνηγόρων των διαδίκων ως προς την παραδοχή ή την απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως δεν δημιουργεί αντίφαση στην αιτιολογία της αποφάσεως.
Επίσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο συναφής με τον ως άνω δέκατο λόγο, ο δέκατος έκτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ειδικότερα με τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας εγγράφων που δεν αναγνώσθησαν στο ακροατήριο και πλέον συγκεκριμένα του περιεχομένου των DVD που συνόδευαν την κατατεθείσα στον ανακριτή έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ι. Ν., ενώ δεν έγινε γνωστό καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενό τους, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος αυτού (αναιρεσείοντος), αφού ο ίδιος τελικά ζήτησε την ανάγνωση των επίμαχων εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Ι. Ν., με όλα τα συνοδεύοντα αυτές έγγραφα και δεν ισχυρίζεται ότι εάν προβάλλονταν τα DVD θα προέκυπτε από το περιεχόμενο αυτών αντίθεση με τις παραδοχές της πραγματογνωμοσύνης του ως άνω πραγματογνώμονα και τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Προσέτι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ειδικότερα ως προς τις πράξεις του βιασμού και αποπλάνησης της Α1 Α. που φέρονταν ότι τέλεσε ο αναιρεσείων κατά το μήνα Αύγουστο του 2005, αφού ως προς τις πράξεις αυτές ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος με ρητές διατάξεις (βλ. τις υπ’ αρ. 164 και 168 σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης), το διατακτικό δε της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το σημείο αυτό συμπληρώνει παραδεκτά το αντίστοιχο μέρος του αιτιολογικού, στο τέλος του οποίου από πρόδηλη παραδρομή αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων πρέπει να κηρυχθεί αθώος μόνο για την μερικότερη πράξη του βιασμού της. Επίσης ο έκτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του κατηγορουμένου – τότε εκκαλούντος περί κλητεύσεως και προσελεύσεως στο δικαστήριο της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η σχετική αιτιολογία της προσβαλλόμενης υπ’αρ. 489/2009 παρεμπίπτουσας απόφασης που έχει κατά λέξη “… δεν συντρέχει κανένας λόγος αφού δεν διαπιστώνεται καμία επίφαση στις προαναφερόμενες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης αυτής” είναι πλήρης και ειδική. Το ίδιο πρέπει να λεχθεί και ως προς την αιτιολογία της απόρριψης του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί προσβολής ως πλαστών κατά το περιεχόμενο των τριών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης της ως άνω παιδοψυχιάτρου, αφού το Δικαστήριο της ουσίας καίτοι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί του ανωτέρου ισχυρισμού ως απαραδέκτου (αορίστου) διέλαβε στην προαναφερόμενη παρεμπίπτουσα αιτιολογία (βλ. τις υπ’ αρ. 102-103 σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης) επισημαίνοντας ορθά ότι δεν δημιουργείται ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση από τη διαφορετική ημερομηνία έναρξης σύνταξης των επίμαχων τριών εκθέσεων ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. (25.6.2009) και κατάθεσης αυτών στον γραμματέα του ορισθέντος αρμόδια Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών (15.9.2009). Περαιτέρω και όσο αφορά τον ένατο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για υπέρβαση εξουσίας, ήτοι για τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Η’ του ΚΠΔ προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Με τον ως άνω λόγο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι αυτός ως προς την ανήλικη παθούσα Α2 Α. κηρύχθηκε ένοχος βιασμού και αποπλάνησης, με χρόνο τέλεσης των πράξεων αυτών από Σεπτέμβριο του 2003 έως 6.10.2005 (γέννηση ανήλικης 28.6.1995), ενώ πρωτοδίκως δικάσθηκε για αποπλάνηση της ανήλικης αυτής με χρόνο τέλεσης από Ιούνιο του 2005 έως 2008, ήτοι όταν η ανήλικη αυτή ήταν 10 έως 13 ετών, οπότε κατ’ αυτόν ισχύει η διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1Β’ του ΠΚ, που προβλέπει κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετέθεσε ανεπιτρέπτως τον χρόνο τέλεσης της πράξης της αποπλάνησης από Ιούνιο του 2005 και εντεύθεν σε Σεπτέμβριο του 2003 έως 6.10.2005, οπότε ισχύει η διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1α’ του ΠΚ που προβλέπει ως ποινή την κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός είναι αβάσιμος, διότι ναι μεν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προσδιορίζοντας ακριβέστερα, μετέθεσε το χρόνο τέλεσης της πράξης της αποπλάνησης της Α2 Α., δεχόμενο ότι κατά το χρόνο αυτό ο κατηγορούμενος αναιρεσείων ασέλγησε επί της ανωτέρω ανήλικης (Σεπτέμβριο 2003 έως Οκτώβριο του 2005), όμως περαιτέρω δέχθηκε, χωρίς να καταστήσει χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου απ’ αυτήν που είχε στην πρωτοβάθμια δίκη, ότι η ανήλικη Α2 Α. είχε μεν συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας της, και του επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών, ήτοι την ίδια που του είχε επιβάλλει και το πρωτόδικο δικαστήριο (με την παραδοχή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ από αμφότερα τα δικαστήρια).
Συνεπώς το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την πράξη της αποπλάνησης της ανήλικης Α2 Α. από τον κατηγορούμενο προσδιορίζοντας σαφέστερα έναντι της πρωτοβάθμιας απόφασης το χρόνο τέλεσης αυτής, ορθά εφάρμοσε το νόμο (άρθρο 339 παρ. 1 περ. β’ του ΠΚ) και δεν κατέστησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου και ιδιαίτερα από την επιβολή της αυτής ποινής που είχε επιβάλλει και το πρωτόδικο δικαστήριο (κάθειρξη έξι ετών) και εντεύθεν ουδόλως υπερέβη την εξουσία του καταλήγοντας στην ανωτέρω κρίση του για την πράξη της αποπλάνησης της ανήλικης Α2 Α..
Συνεπώς, ο ένατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος στο σύνολό του και απορριπτέος.
Ακόμη ο δωδέκατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτουμένη ειδική αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί μετατροπής της κατηγορίας της αποπλάνησης κατ’ εξακολούθηση της Α1 Α. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον με την παραδοχή από το Δικαστήριο της ουσίας, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι αυτός (αναιρεσείων) τέλεσε το βαρύτερο των από τα δύο ως άνω εγκλήματα (εκείνο του άρθρου 339 παρ. 1β’ του ΠΚ) ενεργώντας επί του σώματος της ως άνω ανήλικης τις αναφερόμενες σ’ αυτήν ασελγείς πράξεις σαφώς προκύπτει ότι δέχθηκε ταυτόχρονα τη μη τέλεση του πλημμελήματος του άρθρου 337 του ΠΚ, χωρίς να απαιτείται πρόσθετη ιδιαίτερη προς τούτο αιτιολογία. Εξάλλου, όσα με τον ίδιο λόγο ισχυρίζεται ο αναιρεσείων περί απορρίψεως χωρίς αιτιολογία του ισχυρισμού περί μετατροπής της κατηγορίας του βιασμού απ’ αυτόν της ανήλικης Α1 Α. σε πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστη πράξη (εφαρμογή του άρθρου 353 παρ. 3 του ΠΚ αντί του άρθρου 336 του ίδιου Κώδικα), είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον με την παραδοχή της τέλεσης από τον αναιρεσείοντα της πράξης του βιασμού εξυπακούεται ότι αυτός δεν τέλεσε ταυτόχρονα το πλημμέλημα της πρόκλησης σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις. Είναι δε πρόδηλο ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς στις περιπτώσεις που δέχθηκε την τέλεση των εγκλημάτων του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου και όχι στην περίπτωση των ίδιων αυτών πράξεων που φέρονταν ότι τέλεσε κατά μήνα Αύγουστο του 2005 ο αναιρεσείων σε βάρος της ανήλικης Α1 Α., για τις οποίες κηρύχθηκε αθώος και εντεύθεν ουδεμία αντίφαση ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας δημιουργείται, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
Επίσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ενδέκατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττει ο αναιρεσείων την προσβαλλόμενη απόφαση γι’ έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί μετατροπής της σε βάρος του κατηγορίας της αποπλάνησης της ανηλίκου Χ. Γ. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, δηλονότι περί εφαρμογή του άρθρου 337 του ΠΚ αντί του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, καθόσον με την παραδοχή από το δικαστήριο της ουσίας με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων τέλεσε το κακούργημα της αποπλάνησης ανηλίκου με την ενέργεια επί του σώματος της ως άνω ανήλικης των αναφερομένων σ’αυτήν ασελγών πράξεων, δεν απαιτείτο και πρόσθετη ιδιαίτερη αιτιολογία περί της παραδοχής ότι αυτός δεν τέλεσε το πλημμέλημα του άρθρου 337 ΠΚ. Επίσης ο δέκατος τέταρτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης με τον οποίο ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε απόρριψη ισχυρισμού του περί εφαρμογής του άρθρου 337 του ΠΚ και όχι του άρθρου 339 του ΠΚ όσο αφορά την αξιόποινη πράξη που τέλεσε αυτός σε βάρος της Χ. Γ., ενώ τέτοιο ισχυρισμό περί μεταβολής της κατηγορίας δεν υπέβαλε, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον λείπει σ’ αυτόν το έννομο συμφέρον για να πλήξει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, την οποία αυτή για την πληρότητα της νομικής θεμελίωσης περιέχει, αναλύοντας ορθά γιατί εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 339 του ΠΚ στην οποία υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τα αναφερόμενα σ’ αυτήν αποδεικτικά μέσα.
Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως που προτείνονται με τους πρώτο, έκτο, όγδοο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο και δέκατο έκτο λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και ΚΠΔ αιτιολογία, για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 336 και (ή) 339 του ΠΚ που εφαρμόστηκαν και για έλλειψη νόμιμης βάσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες προβάλλονται με τους ως άνω επτά λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και με τις οποίες με υπό την επίφαση των δύο ως άνω αναιρετικών λόγων (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’) του ΚΠΔ πλήττεται κατ’ ουσίαν η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον στην περίπτωση αυτή κατ’ ουσίαν πλήτεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη ως προς το μέρος αυτό κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974), 329 παρ. 1, 330 και 510 παρ. 1 περ. Γ’ του ΚΠΔ προκύπτει ότι οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου είναι δημόσιες και δημόσια απαγγέλλονται οι αποφάσεις αυτών (παρεμπίπτουσες και οριστικές). Εξαίρεση υπάρχει εάν η συνεδρίαση γίνεται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά και στην περίπτωση αυτή τόσο η απόφαση για την ενοχή, όσο και για την ποινή απαγγέλλονται πάντοτε δημόσια. Αναίρεση όμως της απόφασης χωρεί για παράβαση των διατάξεων που αφορούν τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και όχι εκείνων που απαγορεύουν τη δημοσιότητα της δίκης. Δηλαδή αναίρεση της απόφασης χωρεί όταν η διαδικασία στο ακροατήριο δεν έγινε δημόσια και όχι ενώ διατάχθηκε η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, στη συνέχεια, κατόπιν διακοπής της δίκης, αυτή διεξήχθηκε – συνεχίσθηκε δημόσια. Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης προκύπτει ότι όλες οι αποφάσεις (παρεμπίπτουσες, περί της αθώωσης, της ενοχής και των ποινών) εκδόθηκαν από το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση. Όλη η άλλη διαδικασία, όμως, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω πρακτικά, μετά την απαγγελία της υπ’ αριθμ. 472/21.9.2009 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, έγινε “δημόσια όπως πριν”, δηλονότι με την απομάκρυνση των ακροατών από την αίθουσα (βλ. σελ. 184 της προσβαλλόμενης απόφασης, τούτο δε επαναλήφθηκε και κατά λοιπές συνεδριάσεις (23.9.2009 και εντεύθεν), εκ παραδρομής δεν γίνεται αναφορά της λέξης “δημόσια”. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δεν ιδρύεται στην προκειμένη περίπτωση ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ.Γ’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος που προβάλλεται με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, ως ερειδόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση ως προς τις κατά το από 23.9.2009 και εντεύθεν χρονικό διάστημα δημόσιες συνεδριάσεις του ΜΟΕ Αθηνών. Από το άρθρο 226Α ΚΠΔ που προστέθηκε με την παρ. 4 άρθρου τρίτου του ν. 2635/2007, όπως αυτό ίσχυσε πριν τη συμπλήρωσή του με την παρ. 4 άρθρου 6 του ν. 3727/2008 και την αντικατάστασή του με το άρθρο πέμπτο παρ. 3 του ν. 3875/2010, προβλέπεται ότι όταν το θύμα των άρθρων 336 και (4) 339 του ΠΚ είναι ανήλικος, τότε ο ανακριτής διορίζει ως πραγματογνώμονα παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο ή σε περίπτωση έλλειψής τους ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ο οποίος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέτασή του στον ανακριτή, συνεργαζόμενος προς τούτο με δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος ή ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους για την αντιληπτική ικανότητα και τη ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση του ανηλίκου παρίσταται ο παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην έκθεσή τους οι ανωτέρω διοριζόμενοι ως πραγματογνώμονες μπορούν να περιλάβουν και στοιχεία που προκύπτουν από την εξέταση του ανηλίκου στον ανακριτή, αφού παρίστανται στην εξέταση αυτή. Η έκθεση του ανωτέρω πραγματογνώμονα δεν είναι υποχρεωτικό να κατατίθεται αρμοδίως πριν την εξέταση του ανηλίκου, αφού ο νόμος αναφέρει μόνο ότι η εν λόγω έκθεση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας, που σημαίνει ότι, αν δεν έχει ταχθεί προθεσμία κατάθεσής της, απώτατο σημείο κατάθεσής της αρμοδίως είναι η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας από τον Άρειο Πάγο κατά την έρευνα του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, στις εκθέσεις παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., που ορίσθηκε με την υπ’ αρ. 195/26.3.2009 παρεμπίπτουσα απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, οι οποίες έπρεπε να υποβληθούν μέχρι τις 29.5.2009, αναφέρονται και σε παρατηρήσεις της ως άνω πραγματογνώμονα από την εξέταση με την παρουσία της από τον αρμόδιο Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 15.7.2009 των τριών ανηλίκων παθουσών, εκτός της εξέτασης αυτών από την ίδια δέκα (10) φορές (σε συνεδρίες της μιας ώρας εκάστη). Οι ανήλικες Α1 και Α2 Α. του Κ. και Χ. Γ. του Α., όπως προκύπτει από τις επιτρεπτώς επισκοπούμενες σχετικές εκθέσεις εξέτασή τους, εξετάσθηκαν από την αρμόδια Ανακρίτρια την 15.7.2009. Στις τρείς (3) ως άνω εκθέσεις παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται στο επάνω μέρος της πρώτης σελίδας τους η ημερομηνία 25.6.2009, ενόψει της μερικής συντάξεώς τους από την προαναφερόμενη πραγματογνώμονα με βάση τις μέχρι τότε διαπιστώσεις της, τις οποίες επιτρεπτά συμπλήρωσε με τις παρατηρήσεις της από την εξέταση των ανηλίκων από την Ανακρίτρια, κατέθεσε δε αυτές την 15.9.2009 στο γραμματέα της Ανακρίσεως (από παραδρομή, χωρίς έννομες συνέπειες για τους διαδίκους της προκειμένης δίκης ενώ είχε ορισθεί να τις υποβάλλει στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών). Από την προαναφερομένη όμως παραδρομή – έλλειψη ως προς τον ακριβή χρόνο σύνταξης ολοκληρωμένων των τριών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, ουδεμία ακυρότητα συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αφού από την αναφερόμενη στην αρχή των παραπάνω τριών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης χρονολογία 29.5.2009 ουδεμία έννομη συνέπεια σε βάρος των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, αφού καθίσταται πρόδηλο ότι η αναφορά στις δύο των εκθέσεων αυτών, ήτοι των αφορωσών τις ανήλικες Α. Α. και Χ. Γ. ότι όσα ελέγχθησαν στο γραφείο κατά την κλινική εξέταση των ανηλίκων αυτών (σε δέκα (10) ωριαίες συνεδρίες για καθεμία) είναι πανομοιότυπα αυτών που ειπώθηκαν στο γραφείο της κ. Ανακρίτριας, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι δεν έλαβε χώρα τοιαύτη εξέταση των ανηλίκων στην Ανακρίτρια με την παρουσία της παραπάνω ψυχιάτρου, ούτε ότι όσα αναφέρονται στις οικείες εκθέσεις εξετάσεως των ανηλίκων δεν συμπίπτουν με όσα αναφέρονται στις συνταχθείσες από την πραγματογνώμονα Ε. Χ. αντίστοιχες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης αυτής. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την ανάγνωση και λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των τριών εκθέσεων ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της ψυχιάτρου Ε. Χ., εξαιτίας και μόνο της μη ακριβούς αναφοράς της χρονολογίας κατ’ ολοκληρία συντάξεώς τους είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, ως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 198 ΚΠΔ, μόνο με την εγχείριση λαμβάνει οριστικό χαρακτήρα η γνωμοδότηση του διορισθέντος πραγματογνώμονα, γίνεται δε αυτή στο διορίσαντα αυτόν ανακριτικό υπάλληλο ή στο δικαστήριο, συντασσομένης εκθέσεως ή γενομένης μνείας στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Αν δε δεν τηρηθούν οι ανωτέρω διατυπώσεις αυτή (πραγματογνωμοσύνης) είναι άκυρος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γίνεται μνεία σ’ αυτή ότι οι ως άνω τρεις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. κατατέθηκαν στις 14.9.2009 στο γραφείο της 4ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, όπως αυτό προκύπτει από την 14.9.2009 σχετική έκθεση εγχειρίσεως πραγματογνωμοσύνης, που επιτρεπτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο. Επομένως, αφού εγχειρίσθηκαν – κατατέθηκαν οι πραγματογνωμοσύνες αυτές, σύννομα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, απορριπτέος δε αποβαίνει ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα των ανωτέρω και ειδικότερα για ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1, 369 και 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. … του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, όμως είναι αναγκαίο να καταγράφονται τα στοιχεία που το προσδιορίζουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί σε πόσα έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και εάν αυτά έχουν πράγματι αναγνωσθεί, διότι αλλιώς παραβιάζονται οι άνω διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μεταξύ των λοιπών εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων: 1) το επιδειχθέν σκαρίφημα του σπιτιού του κατηγορουμένου (βλ. σελ. 28 των ανωτέρω πρακτικών), το οποίο αναφέρεται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων με τον αριθμό 13 και με τον τίτλο ένα χειρόγραφο σχεδιάγραμμα, χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία ότι πρόκειται περί του αυτού εγγράφου, β) ως προς τις από 15.7.2009 καταθέσεις των τριών (3) ανηλίκων παθουσών, που γίνεται αναφορά στα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης ότι κατέθεσαν στον Ανακριτή με την παρουσία της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. (βλ. 144 σελίδα των πρακτικών αυτών), αυτές αναγνώσθηκαν (βλ. αρχή 97ης σελίδας των πρακτικών) και δεν δημιουργείται κάποια ακυρότητα από το ότι δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων (βλ. σελ. 103-105 των πρακτικών), άλλωστε δε ο ίδιος ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε αυτές και γνώριζε το περιεχόμενό τους κατά την προβολή του ισχυρισμού του περί της ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος παραπάνω. Ακόμη πρέπει να επισημανθεί ότι ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του δεν πρόβαλαν κάποια αντίρρηση κατά της ανάγνωσης των ανωτέρω καταθέσεων των ανηλίκων. Και γ) ως προς την υπ’ αριθμ. 209/2008 απόδειξη της ιατρού Α. που προσκομίστηκε στο δικαστήριο από τον πολιτικώς ενάγοντα Κ. Α.. Ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του ή κάποιος άλλος διάδικος όμως δεν ζήτησε την ανάγνωση αυτής ούτε να επιφέρει τις οποιεσδήποτε παρατηρήσεις τους ως προς το έγγραφο αυτό. Επομένως από τη μη ανάγνωση του ως άνω εγγράφου ουδεμία ακυρότητα επήλθε στο ακροατήριο και παράβαση σε βάρος των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Γι’ αυτό ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α’ ΚΠΔ)) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας που συνέβη στο ακροατήριο και για έλλειψη αποφάσεως λόγω του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος περί αναβολής της δίκης για τις 19.4.2010, όπως ζήτησε ο Εισαγγελέας της έδρας, αλλά το Δικαστήριο προέβη στη σιγή απόρριψη του κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτοροβάθμιας δίκης πρώτα οι συνήγοροι του κατηγορουμένου ζήτησαν να διακοπεί η συνεδρίαση του δικαστηρίου για να εμφανιστούν οι ανήλικοι (βλ. σελ. 12η των πρακτικών). Ο Εισαγγελέας δε της έδρας πρότεινε την αναβολή της δίκης κατά τα ανωτέρω. Το Δικαστήριο ομόφωνα προχώρησε στη διαδικασία, απορρίπτοντας … ορθά ως νόμω αβάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 226Α του ΚΠΔ με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. σχ. τη 15η σελίδα των ως άνω πρακτικών). Από τη διάταξη του άρθρου 357 παρ.4 περ. γ’ του ΚΠΔ που ορίζει ότι “επιτρέπεται η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης του μάρτυρα που είχε δοθεί κατά την προδικασία για να βοηθεί η μνήμη του μάρτυρα ή για να επισημανθούν οι αντιφάσεις του” σαφώς προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση όλης της κατάθεσης του μάρτυρα στην προδικασία, αφού εμφανιζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούν ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι να ελέγξουν την αξιοπιστία του (άρθρο 358 ΚΠΔ), σε περίπτωση δε μόνο που ληφθεί υπόψη ολόκληρη η προανακριτική κατάθεση κάποιου απολειπομένου δικαιολογημένα μάρτυρα, χωρίς να αναγνωσθεί, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης περί απολύτου ακυρότητος που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του ΜΟΕ Αθηνών η Πρόεδρος του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της μάρτυρα Ε. Χ. της ανέγνωσε περικοπές της από 9.10.2005 κατάθεσής της ενώπιον του αστυφύλακα Π. Τ. για να επισημάνει ορισμένες αντιφάσεις της (βλ. σελ. 98 των ως άνω πρακτικών) και όχι όλη την κατάθεση αυτής, απόσπασμα δε της ίδιας κατάθεσης ανέγνωσε και ο Εισαγγελέας της έδρας, εξάλλου δε η προμνημονευόμενη μάρτυρας ρωτήθηκε από την υπεράσπιση, ασκώντας το από το άρθρο 357 παρ. 3 του ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ προβαλλόμενος δέκατος πέμπτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά απ’ όλα τα ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη των νομίμως παρισταμένων στη δευτεροβάθμια δίκη τριών (3) πολιτικώς εναγόντων, καθόσον η πρώτη τούτων (Α1 Α.) νομιμοποιείται η ίδια μετά την ενηλικίωσή της μετά την πρωτοβάθμια δίκη, ο δεύτερος ασκεί ως μόνος επιζών γονέας την γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του Α2 Α. μετά το θάνατο της συζύγου του Κ. Ν. στις 17.10.2009 και η τρίτη αυτών ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της Χ. Γ. (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.7.201 αίτηση του Φ. Π. του Μ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 471, 472, 477, 489, 510 και 511/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη για καθένα πολιτικώς ενάγοντα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top