ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Απόφαση 351 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Εμπρησμός.

 

Περίληψη:
Εμπρησμός από αμέλεια – Κατά την ΠΚ 28 ευσυνείδητη και χωρίς συνείδηση αμέλεια – Πότε υπάρχει η κάθε μορφή αμέλειας – Η έκθεση αυτοψίας περιλαμβάνεται στα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να μνημονεύεται, αρκεί όμως όταν από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη. Απόρριψη αναίρεσης.

Αριθμός 351/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου 1)…, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Ράπτη και 2)…, παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, για αναίρεση της 224/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.

Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 76/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 264 περ. α’ του ΠΚ, κατά τις οποίες όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α)με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του εμπρησμού από πρόθεση απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά οπωσδήποτε σημαντική και όχι συνηθισμένης εκτάσεως με τάση εξαπλώσεως και χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεστεί και β)δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο εννόμων αγαθών ή σε άνθρωπο. Κίνδυνος δε ανθρώπου υπάρχει όταν δημιουργείται πιθανότητα προσβολής της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, έστω και ενός μη κατά πρόσωπο προσδιορισμένου ανθρώπου. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρ. 266 § 1 του ΠΚ, ορίζεται ότι αν η πράξη του άρθρου 264 τελέστηκε από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση. Από τις άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 28 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ’ αντικειμενική κρίση την προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες, που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός μπορούσε από τις προσωπικές περιστάσεις και τις ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα του παραπάνω εγκλήματος που διαπράχθηκε. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ‘γη παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμέλειάς του. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η αμέλεια διακρίνεται σε ασυνείδητη, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 224/07 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, που δίκασε κατ’ έφεση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: “Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τα έγγραφα που διαβάστηκαν τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν, την απολογία της κατηγορουμένης και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αποδιδόμενη σ αυτούς δια του κατηγορητηρίου αξιόποινη πράξη . Την περί τούτου κρίση του στηρίζει στα παρακάτω πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι στο … στις 23-9-2001 πριν αναχωρήσουν από τη διώροφη οικία τους, η οποία βρίσκεται στην ως άνω περιοχή, δεν προέβησαν σε έλεγχο των ηλεκτρικών συσκευών και των άλλων πιθανών εστιών φωτιάς, όπως δύο φιάλες υγραερίου, οι οποίες υπήρχαν εντός της ως άνω οικίας, με αποτέλεσμα μετά την αποχώρησή τους να προκληθεί πυρκαγιά εντός της αποθήκης της οικίας τους, η οποία (αποθήκη) βρισκόταν στον ισόγειο χώρο, συνεπεία της οποίας (πυρκαγιάς) καταστράφηκαν ολοσχερώς η εν λόγω αποθήκη μαζί με το υπερκείμενο υπνοδωμάτιο, εκτός της τοιχοποιίας, υπέστη εκτεταμένες ζημιές ο ξενώνας, καθώς και σχεδόν ολόκληρο το διαμέρισμα, ενώ περαιτέρω, η πυρκαγιά επεκτάθηκε και στο γειτονικό ακίνητο, ιδιοκτησίας …, …, …, … και…, το οποίο είχε κοινή ξύλινη κεραμοσκεπή με το ακίνητο των κατηγορουμένων και το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς. Επιπλέον οι κατηγορούμενοι, μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς καθυστέρησαν να ανοίξουν την πόρτα του διαμερίσματος, όπου υπήρχε η εστία φωτιάς, για να εισέλθουν οι πυροσβέστες και να διευκολυνθεί η κατάσταση, δεν κατηύθυναν σωστά τους τελευταίους ώστε να προβούν σε ανάλογες ενέργειες δεδομένης της ιδιόρρυθμης διαρρύθμισης του εν λόγω ακινήτου, ενώ τέλος, παρέλειψαν να τους ενημερώσουν για την κοινή κεραμοσκεπή των δύο οικιών. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και από την απολογία της κατηγορουμένης, συνιστούν δε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι και επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού καθόσον δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 289 ΠΚ, αφού δεν ικανοποίησαν με την ελεύθερη βούλησή τους, τους ζημιωθέντες, αλλά υποχρεώθηκαν σε τούτο με δικαστικές αποφάσεις κατόπιν άσκησης σχετικών αγωγών εναντίον τους από τους παθόντες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι έζησαν ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και γι αυτό πρέπει να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2α”. Στη συνέχεια, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, που δίκασε κατ’ έφεση, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους-αναιρεσείοντες … και …της αξιόποινης πράξεως του εμπρησμού από αμέλεια, αναγνωρίζοντας σε αυτούς το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και επέβαλε σε καθέναν από αυτούς ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β’ 26 παρ. 1β’ 28, 84 § 2α’, 266 § 1 σε συνδ. προς 264 περ. α’ ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της παρούσας κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστή από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, … και …, καθώς και της μάρτυρα υπερασπίσεως …, η οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εξετάσθηκε ενόρκως στο άνω Δικαστήριο. Είναι αβάσιμες οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, για τις οποίες πρέπει να λεχθούν τα εξής: α)οι τελευταίοι, προβάλλουν την αιτίαση ότι το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου στο σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως αυτής, χωρίς να αναφέρει με ποιο τρόπο τελέστηκε η πράξη, σε τι συνίσταται η αμέλειά τους και το είδος αυτής (συνειδητή ή μη συνειδητή), ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία ειδικά, από τα οποία προκύπτει τυχόν αμέλειά τους, ενώ δεν μνημονεύεται στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης η έκθεση αυτοψίας της πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ούτε προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο. Ως προς την αιτίαση για επανάληψη στο σκεπτικό εφόσον το διατακτικό περιέχει πραγματικά περιστατικά, είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια επανάληψη, χωρίς να υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρεται δε στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως σε τι συνίσταται η αμελής συμπεριφορά των αναιρεσειόντων. Αναφορικά με το είδος της αμέλειας καθενός από αυτούς, με τα όσα δέχεται η εν λόγω απόφαση και τα οποία αναφέρονται πιο πάνω, είναι σαφές ότι το Δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην περί ενοχής αυτών κρίση του, δέχεται ότι συνέτρεξε στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων μη συνειδητή αμέλεια, αφού αναφέρει γι’ αυτήν, εκτός άλλων, ότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεώς τους είχαν τη δυνατότητα αν κατέβαλαν την επιμέλεια που αντικειμενικά όφειλαν και υποκειμενικά μπορούσαν να καταβάλουν και, έτσι να αποφύγουν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς του άνω εγκλήματος. Τέλος, από την επισκόπηση της από 23-09-2001 εκθέσεως απλής αυτοψίας, προκύπτει ότι αυτή διεξήχθη στα πλαίσια της διενεργηθείσας προανακρίσεως από ανακριτικούς υπαλλήλους της πυροσβεστικής Υπηρεσίας κατά την προανάκριση για την άνω υπόθεση του εμπρησμού. Τα όργανα αυτά, ενεργήσαντα κατά την ΚΠΔ 180 § 2, περιέγραψαν στην εν λόγω έκθεση την κατάσταση των πραγμάτων, ελέγχοντας και την προηγούμενη (κατάσταση) και, για την αυτοψία που πραγματοποίησαν, συνέταξαν την παραπάνω έκθεση, η οποία περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα στο άρθρο 178 ΚΠΔ, αποδεικτικά μέσα. Η έκθεση αυτή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώστηκε στο δικάσαν Δικαστήριο. Παρόλον ότι δεν μνημονεύεται ειδικά στο σκεπτικό της άνω αποφάσεως, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όμως από το όλο περιεχόμενό της (εκθέσεως αυτοψίας), συνάγεται ότι λήφθηκε αυτή υπόψη και συνεκτιμήθηκε στην περί της ενοχής κρίση των κατηγορουμένων από το Δικαστήριο. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και ο από το αυτό άρθρο § 1 στοιχ. Ε’ του αυτού κώδικα, αυτεπαγγέλτως (ΚΠΔ 511 εδ. α’) εξεταζόμενος, της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, λόγος αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αναιρέσεις στο σύνολό τους και να καταδικαστεί καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 § 1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 29 Δεκεμβρίου 2007 (υπ’ αριθμ. πρωτοκ. 11.463/2007) αιτήσεις των: 1).. και 2)…για αναίρεση της με αριθμό 224/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου (Πλημμελημάτων). Και
Καταδικάζει καθέναν από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθέναν.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top